Με τα Πρωτόκολλα του Λονδίνου (21/1/3.2.1830) και τη
Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (1832), η Ελλάδα ανακηρύχθηκε «ανεξάρτητο»
κράτος. Το πόσο ήταν ανεξάρτητο φάνηκε, καθώς υπέγραψαν γι’ αυτό, αντί
Ελλήνων, οι ξένοι αντιπρόσωποι των τότε Μεγάλων Δυνάμεων.
Έκτοτε το κρατίδιο λειτούργησε ως υπηρέτης ξένων
συμφερόντων. Πολιτικά ανύπαρκτο ή προβληματικό, έρμαιο στις ορέξεις των
ισχυρών, εξελίχθηκε ως αλτήρας των ιμπεριαλιστών προς Ανατολάς.
Για να στηθεί ετούτο το μόρφωμα χρειάστηκε, πέραν της
βούλησης των ισχυρών, και η συνεργασία εγχώριων ισχυρών «οικογενειών».
Σε αγαστή συνεργασία με τους ξένους, είτε από φόβο είτε από πεποίθηση,
έλαβαν αυτές επαξίως τον τίτλο του δοσίλογου.
Ο εξευτελισμός, άλλωστε, η απώλεια της υπόληψης και η
εντεύθεν προσωπική ταπείνωση είναι μία από τις θεμελιώδεις καταστάσεις
κατάπτωσης.
Με τη συναυτουργία της άρχουσας, κυρίως, τάξης το κρατίδιο δε μεταμορφώθηκε ποτέ σε κράτος.
Προσπάθειες απελευθέρωσης πνίγηκαν στο αίμα. Πατριώτες
εκτελέστηκαν ως προδότες στα «εργοστάσια» τυφεκισμών ανά την επικράτεια,
άλλοι πήραν τον δρόμο για την ξενιτιά. Δήμιοι οι μέχρι πρότινος
δοσίλογοι, οι συνεργάτες των Γερμανών, συνεργάτες μετέπειτα των Άγγλων
και Αμερικανών, από τις ίδιες οικογένειες, πρωθυπουργοί, υπουργοί,
πολιτικοί «ταγοί» της έρημης χώρας.
Σφάλλει όποιος υποστηρίζει πως η Ελλάδα κατέστη
προτεκτοράτο. Προτεκτοράτο είναι η συμβατική σχέση μεταξύ κρατών κατά
την οποία το ένα αναλαμβάνει τη διεύθυνση των εξωτερικών υποθέσεων του
άλλου. Βεβαίως, η σύμβαση αυτή είναι εικονική, καθώς η υποκρυπτόμενη
σχέση είναι ο καταναγκασμός του ενός κράτους να υποκύψει στο άλλο.
Στην περίπτωση της Ελλάδος ήταν κάτι χειρότερο. Η χώρα
μας, από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής της, κατέστη κράτος παρίας.
Ανύπαρκτο, ανυπόληπτο, κέλυφος ρουφηγμένο από τις αράχνες. Υπαρκτό μόνο
στο επίπεδο της καταστολής.
Το ξένο κεφάλαιο με τη συνεργασία εγχώριων μεταπρατών,
καθόρισε την ιστορική διαδρομή του ελληνικού κράτους, προξενώντας τα
μεγαλύτερα δεινά. Εκείνο των Οίκων Χάμπρο, Ρικάρντο, Ρότσιλντ, Ροκφέλερ
και Σία.
Κάποτε, την περίοδο της Βαυαροκρατίας και το πλέον
αδιάφορο νομοθέτημα τελούσε υπό την έγκριση των Αντιβασιλέων
Άρμανσμπεργκ, Μάουρερ και Έιντεκ (οι ύαινες, που προσπάθησαν να
σκοτώσουν τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα). Οι ίδιοι, με άλλα
ονοματεπώνυμα (κατά σύμπτωση Αγγλοσάξωνες), επιχειρούν και σήμερα να
ελέγξουν ακόμα και τον αέρα που αναπνέουμε.
Κατόπιν των ανωτέρω τίθενται τα ακόλουθα εύλογα ερωτήματα :
– Πώς λέγεται το κράτος που δεν έχει το δικαίωμα να νομοθετεί ούτε για τα φίμωτρα των σκύλων;
– Πώς ονομάζεται το κράτος που «νομοθετεί» μεταφράζοντας
απλώς από την αγγλική έτοιμα σχέδια νόμου, που φθάνουν στους υπουργούς
με e-mail;
– Πώς καλείται ένας πρωθυπουργός που πράττει τα ίδια
ακριβώς με τους προκατόχους του, ανεχόμενος τον εξευτελισμό της χώρας
και του εαυτού του;
– Πώς βαφτίζονται οι υπουργοί που αρκούνται στην
προσωπική τους γελοιοποίηση ενώπιον του λαού, αλλά και ενώπιον των ίδιων
των εντολέων τους;
– Πώς καλούνται όσοι παριστάνουν τους αριστερούς,
πράττοντας τα «δεξιότερα», αξιώνοντας, όμως, την αναγνώριση ως ισχύουσας
της ληγμένης αριστερής τους ταυτότητας;
Μένει κάτι πριν την τελική γελοιοποίηση. Η σύνταξη των νόμων του κράτους στην ελληνική και ταυτόχρονα στη γερμανική γλώσσα!
Είναι δυνατόν αυτό να συμβεί;
Αντί απαντήσεως, παραθέτουμε το κείμενο του νόμου, που
αφορούσε, μεταξύ των άλλων, διατάξεις για αποζημίωση από την είσοδο ζώων
σε ξένα κτήματα και για την προικοδότηση της κόρης του ήρωα Γεωργίου
Καραϊσκάκη. Ο νόμος αυτός δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με
αριθμό 23 το έτος 1835.
Ο νόμος διατυπώθηκε στην ελληνική και στη γερμανική
γλώσσα και φέρει τις υπογραφές των τριών εκπροσώπων της Αντιβασιλείας,
Άρμανσμπεργκ, Κόμπελ και Έιντεκ.
Στον «πάτο» του εγγράφου, οι θλιβερές υπογραφές κάποιων Ελλήνων, που παρίσταναν τότε τους πολιτικούς της χώρας.
[Άρθρο του Νίκου Καραβέλου από τον ιστοτόπο "Ημεροδρόμος". Τηρούνται αυστηρά η στίξη και η ορθογραφία του πρωτοτύπου]