"Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εξετάζει ήδη την προοπτική να επεκτείνει το πρόγραμμα
ποσοτικής χαλάρωσης για να ανακόψει την υποχώρηση του πληθωρισμού στην
Ευρωζώνη, που βρίσκεται πλέον στο ανησυχητικό 0,1%." (Καθημερινή, "O χαμηλός πληθωρισμός παραμένει το μεγάλο πρόβλημα για την ΕΚΤ", 26/9/2015).
Η παραπάνω ειδησούλα είναι πολύ πιθανό να εκπλήσσει τον αδαή αναγνώστη, ο οποίος έχει μάθει πως πρόβλημά του είναι ο υψηλός πληθωρισμός κι όχι ο χαμηλός. Ειδικά δε, ο αρνητικός πληθωρισμός (αποπληθωρισμός) θα αντιμετωπιζόταν ως ευλογία από τον απλό πολίτη, ο οποίος θα καταλάβαινε ότι αυξάνεται η αξία των χρημάτων του μιας και πέφτουν οι τιμές. Και όμως, για τους γνώστες των οικονομικών πραγμάτων, ο αποπληθωρισμός εκλαμβάνεται ως εξαιρετικά επικίνδυνη -συχνά δε, θανατηφόρα- ασθένεια της οικονομίας.
Υπάρχουν φορές που οι τιμές διαφόρων προϊόντων πέφτουν, ως αποτέλεσμα νέων μεθόδων παραγωγής ή αύξησης της παραγωγικότητας, φαινόμενα που ρίχνουν το κόστος παραγωγής και επιτρέπουν την πτώση της τιμής (όπως συμβαίνει π.χ. με τα ηλεκτρονικά είδη, όπου καινούργια και ανώτερα προϊόντα πωλούνται φτηνότερα από τα παλιότερα). Όμως, όταν αυτό το φαινόμενο εμφανίζεται στο σύνολο μιας οικονομίας, δεν πρέπει να μιλάμε για αύξηση της παραγωγικότητας αλλά για κατάρρευση της ζήτησης. Κι είναι αυτή ακριβώς η κατάρρευση της ζήτησης που οδηγεί, μέσω της μείωσης της κατανάλωσης, σε μείωση των επενδύσεων και σε μείωση των δημοσίων εσόδων.
Ας δούμε ένα παράδειγμα. Στρογγυλεύοντας τα νούμερα, το ελληνικό κράτος είχε προ κρίσεως έσοδα 96 δισ. με το ΑΕΠ να φτάνει τα 240 δισ. ευρώ. Δηλαδή, το κράτος είχε στην διάθεσή του το 40% του ΑΕΠ για να ασκήσει κυβερνητική και κοινωνική πολιτική. Σήμερα, με το ΑΕΠ να έχει πέσει στα 180 δισ., το 40% του κράτους αντιστοιχεί σε 72 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι το κράτος είτε πρέπει να περικόψει τις δαπάνες του (άμυνα, παιδεία, υγεία, κοινωνικές παροχές, επενδύσεις κλπ) κατά 24 δισ. είτε πρέπει να αυξήσει τα φορολογικά του έσοδα κατά το ίδιο ποσό είτε, βεβαίως, να κάνει έναν συνδυασμό και των δυο επιλογών.
Το κακό είναι πως οποιαδήποτε επιλογή κι αν κάνει το κράτος, αποκλείεται να είναι αποτελεσματική 100%. Και τούτο διότι αφ' ενός μεν, όντας δέσμιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης, δεν μπορεί να υποστηρίξει την επιλογή του με την κατάλληλη πολιτική (επιδότηση εξαγωγών, δασμοί εισαγωγών, υποτίμηση νομίσματος κλπ) αφ' ετέρου δε το περιβάλλον είναι δυσμενές, καθώς οι περισσότερες χώρες του πλανήτη αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα. Έτσι, σύντομα εμφανίζεται η ανάγκη για περαιτέρω μείωση δαπανών ή για μεγαλύτερη αύξηση φορολογίας. Μπαίνει, δηλαδή, σε κίνηση ο -γνωστός στους οικονομολόγους- "καθοδικός σπειροειδής κύκλος τού διαβόλου", ο οποίος οδηγεί σε ύφεση που συνεχώς βαθαίνει.
Για να ανακόψουν την πτώση της ζήτησης, οι κεντρικοί τραπεζίτες ρίχνουν το βασικό επιτόκιο δανεισμού, ώστε να φτηνύνει το χρήμα και να αυξηθεί η κατανάλωση. Παράλληλα, μείωση επιτοκίου σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις θα πληρώσουν λιγώτερους τόκους για τα δάνειά τους, άρα θα αυξήσουν το περιθώριο κέρδους τους, άρα θα ανεβεί η τιμή της μετοχής τους, άρα δημιουργούνται κίνητρα για επενδύσεις.
Θεωρητικά, όλα αυτά είναι σωστά. Μόνο που στην τρέχουσα συγκυρία έχουμε δυο κεφαλαιώδη προβλήματα: πρώτον, το επιτόκιο της ΕΚΤ είναι ήδη σχεδόν μηδενισμένο (0,05%) και, δεύτερον, τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής εξουδετερώνονται από το γεγονός ότι σχεδόν όλες οι χώρες του κόσμου κάνουν το ίδιο πράγμα. Δηλαδή, ήδη η ΕΚΤ έχει πέσει σε "παγίδα ρευστότητας". Γι' αυτό ο Ντράγκι αναγκάζεται να πάρει αντισυμβατικά μέτρα (π.χ. αύξηση κυκλοφορίας χρήματος, αρνητικό επιτόκιο κλπ), όπως είδαμε στον πρόλογο αυτού του σημειώματος, χωρίς να είναι δεδομένο ότι θα έχουν επιτυχία. Κατά πάσα πιθανότητα, τα πράγματα είναι χειρότερα απ' ό,τι δείχνουν.
Σαν να μη φτάνουν όλα αυτά τα αρνητικά, ο χαμηλός πληθωρισμός (πόσο μάλλον ο αποπληθωρισμός) διογκώνει το πρόβλημα των κρατικών χρεών. Αν μια χώρα δανείζεται με 4% και ο πληθωρισμός τρέχει επίσης με 4%, ουσιαστικά δεν επιβαρύνεται η οικονομία της. Αν, μάλιστα, ο πληθωρισμός ανεβεί στο 5% ή στο 6%, την συμφέρει να δανείζεται. Σε συνθήκες αποπληθωρισμού, όμως, τα πράγματα γίνονται επικίνδυνα. Με τον πληθωρισμό να πέφτει στο -1%, η χώρα επιβαρύνεται ουσιαστικά με 5%. Στον τόπο μας, ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε το 2013 στο -0,8% και το 2014 στο -0,4%. Αυτό σημαίνει ότι μόνο ο αποπληθωρισμός επιβάρυνε το χρέος μας πάνω από μια ποσοστιαία μονάδα σε δυο χρόνια.
Κλείνουμε το σημερινό σημείωμα με μια παρατήρηση, απόρροια των όσων είπαμε πιο πάνω. Όποιος ισχυρίζεται ότι, σε συνθήκες αποπληθωρισμού και με δεκαετή δάνεια επιτοκίου 5% (με βασικό επιτόκιο ΕΚΤ μηδενισμένο), το ελληνικό χρέος μπορεί να εξυπηρετηθεί, είναι είτε άσχετος είτε ψεύτης είτε βλαξ.
Η παραπάνω ειδησούλα είναι πολύ πιθανό να εκπλήσσει τον αδαή αναγνώστη, ο οποίος έχει μάθει πως πρόβλημά του είναι ο υψηλός πληθωρισμός κι όχι ο χαμηλός. Ειδικά δε, ο αρνητικός πληθωρισμός (αποπληθωρισμός) θα αντιμετωπιζόταν ως ευλογία από τον απλό πολίτη, ο οποίος θα καταλάβαινε ότι αυξάνεται η αξία των χρημάτων του μιας και πέφτουν οι τιμές. Και όμως, για τους γνώστες των οικονομικών πραγμάτων, ο αποπληθωρισμός εκλαμβάνεται ως εξαιρετικά επικίνδυνη -συχνά δε, θανατηφόρα- ασθένεια της οικονομίας.
Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι έχει κάθε λόγο να είναι προβληματισμένος |
Υπάρχουν φορές που οι τιμές διαφόρων προϊόντων πέφτουν, ως αποτέλεσμα νέων μεθόδων παραγωγής ή αύξησης της παραγωγικότητας, φαινόμενα που ρίχνουν το κόστος παραγωγής και επιτρέπουν την πτώση της τιμής (όπως συμβαίνει π.χ. με τα ηλεκτρονικά είδη, όπου καινούργια και ανώτερα προϊόντα πωλούνται φτηνότερα από τα παλιότερα). Όμως, όταν αυτό το φαινόμενο εμφανίζεται στο σύνολο μιας οικονομίας, δεν πρέπει να μιλάμε για αύξηση της παραγωγικότητας αλλά για κατάρρευση της ζήτησης. Κι είναι αυτή ακριβώς η κατάρρευση της ζήτησης που οδηγεί, μέσω της μείωσης της κατανάλωσης, σε μείωση των επενδύσεων και σε μείωση των δημοσίων εσόδων.
Ας δούμε ένα παράδειγμα. Στρογγυλεύοντας τα νούμερα, το ελληνικό κράτος είχε προ κρίσεως έσοδα 96 δισ. με το ΑΕΠ να φτάνει τα 240 δισ. ευρώ. Δηλαδή, το κράτος είχε στην διάθεσή του το 40% του ΑΕΠ για να ασκήσει κυβερνητική και κοινωνική πολιτική. Σήμερα, με το ΑΕΠ να έχει πέσει στα 180 δισ., το 40% του κράτους αντιστοιχεί σε 72 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι το κράτος είτε πρέπει να περικόψει τις δαπάνες του (άμυνα, παιδεία, υγεία, κοινωνικές παροχές, επενδύσεις κλπ) κατά 24 δισ. είτε πρέπει να αυξήσει τα φορολογικά του έσοδα κατά το ίδιο ποσό είτε, βεβαίως, να κάνει έναν συνδυασμό και των δυο επιλογών.
Το κακό είναι πως οποιαδήποτε επιλογή κι αν κάνει το κράτος, αποκλείεται να είναι αποτελεσματική 100%. Και τούτο διότι αφ' ενός μεν, όντας δέσμιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης, δεν μπορεί να υποστηρίξει την επιλογή του με την κατάλληλη πολιτική (επιδότηση εξαγωγών, δασμοί εισαγωγών, υποτίμηση νομίσματος κλπ) αφ' ετέρου δε το περιβάλλον είναι δυσμενές, καθώς οι περισσότερες χώρες του πλανήτη αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα. Έτσι, σύντομα εμφανίζεται η ανάγκη για περαιτέρω μείωση δαπανών ή για μεγαλύτερη αύξηση φορολογίας. Μπαίνει, δηλαδή, σε κίνηση ο -γνωστός στους οικονομολόγους- "καθοδικός σπειροειδής κύκλος τού διαβόλου", ο οποίος οδηγεί σε ύφεση που συνεχώς βαθαίνει.
Για να ανακόψουν την πτώση της ζήτησης, οι κεντρικοί τραπεζίτες ρίχνουν το βασικό επιτόκιο δανεισμού, ώστε να φτηνύνει το χρήμα και να αυξηθεί η κατανάλωση. Παράλληλα, μείωση επιτοκίου σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις θα πληρώσουν λιγώτερους τόκους για τα δάνειά τους, άρα θα αυξήσουν το περιθώριο κέρδους τους, άρα θα ανεβεί η τιμή της μετοχής τους, άρα δημιουργούνται κίνητρα για επενδύσεις.
Θεωρητικά, όλα αυτά είναι σωστά. Μόνο που στην τρέχουσα συγκυρία έχουμε δυο κεφαλαιώδη προβλήματα: πρώτον, το επιτόκιο της ΕΚΤ είναι ήδη σχεδόν μηδενισμένο (0,05%) και, δεύτερον, τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής εξουδετερώνονται από το γεγονός ότι σχεδόν όλες οι χώρες του κόσμου κάνουν το ίδιο πράγμα. Δηλαδή, ήδη η ΕΚΤ έχει πέσει σε "παγίδα ρευστότητας". Γι' αυτό ο Ντράγκι αναγκάζεται να πάρει αντισυμβατικά μέτρα (π.χ. αύξηση κυκλοφορίας χρήματος, αρνητικό επιτόκιο κλπ), όπως είδαμε στον πρόλογο αυτού του σημειώματος, χωρίς να είναι δεδομένο ότι θα έχουν επιτυχία. Κατά πάσα πιθανότητα, τα πράγματα είναι χειρότερα απ' ό,τι δείχνουν.
Ελλάδα: Δημοσιονομικά στοιχεία 2005-2014 (στοιχεία: Eurostat - πίνακας: Cogito ergo sum) |
Κλείνουμε το σημερινό σημείωμα με μια παρατήρηση, απόρροια των όσων είπαμε πιο πάνω. Όποιος ισχυρίζεται ότι, σε συνθήκες αποπληθωρισμού και με δεκαετή δάνεια επιτοκίου 5% (με βασικό επιτόκιο ΕΚΤ μηδενισμένο), το ελληνικό χρέος μπορεί να εξυπηρετηθεί, είναι είτε άσχετος είτε ψεύτης είτε βλαξ.