[Το κείμενο που ακολουθεί ανήκει στον Λούις Σεπούλβεδα, δημοσιεύθηκε στην Monde Diplomatique με τον τίτλο "Ο γάτoς τού Φελίπε Γκονζάλες" και αναδημοσιεύθηκε στο tvxs.gr σε μετάφραση Κορίνας Βασιλοπούλου. Παρά το μέγεθός του και τις όποιες ενστάσεις για το περιεχόμενό του, παραθέτω αυτούσια την ελληνική μετάφραση (παρά τα προβληματάκια της), διατηρώντας τον τίτλο της (αν και είναι λιγώτερο ποιητικός από τον αυθεντικό). Τέλος, εκφράζω τις ευχαριστίες μου στον αναγνώστη τού ιστολογίου ΑΧΠ, ο οποίος το έθεσε υπ' όψη μου.]
Η κρίση με αγγίζει προσωπικά. Πολλοί Ισπανοί φίλοι μου τη βιώνουν σε όλη την καταστροφική της μανία. Νιώθουν ότι το μέλλον είναι αβέβαιο όσο ποτέ άλλοτε και παρακολουθούν αποσβολωμένοι την ομαλή ζωή μιας χώρας να παρασύρεται, μέρα με τη μέρα, από την ξέφρενη πορεία μιας ηγεσίας με δύο κεφαλές, το Λαϊκό Κόμμα από τη μία μεριά και το Εργατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ισπανίας (PSOE) από την άλλη, χωρίς να είναι σε θέση κανένα από τα δύο να δώσει την παραμικρή εξήγηση για το τι στο διάολο συνέβη, τι συμβαίνει τώρα και, το χειρότερο, τι στα κομμάτια θα συμβεί αύριο.
Υποτίθεται ότι δουλειά κάθε κυβέρνησης είναι να διατηρεί ζωντανή την κοινωνική αφήγηση με όλες τις αντιφάσεις και τα προβλήματά της. Μόνο που, η αναγκαία αυτή αφήγηση δεν υπάρχει στην Ισπανία, ούτε υπήρξε ποτέ. Κι αυτό γιατί, μετά τον θάνατο του Φράνκο και τη μετάβαση στη δημοκρατία, [1] η πολιτική ηγεσία της χώρας ανέδειξε την πνευματική οκνηρία σε σήμα κατατεθέν. Κανείς δεν ένιωσε την ανάγκη να συλλάβει ένα βιώσιμο μοντέλο για τη χώρα. Αν, μάλιστα, καθίσει κάποιος να αναλογιστεί, όπως έκανα εγώ, τις παρεμβάσεις στο Κοινοβούλιο ή τις ομιλίες στις προεκλογικές εκστρατείες, δεν θα βρει ούτε μία αξιομνημόνευτη φράση που να παραπέμπει σε αυτό που ονομάζουμε όραμα για τη χώρα και την κοινωνία.
Ο μόνος Ισπανός πολιτικός ηγέτης που επιχείρησε να αποδώσει την αφήγηση της ισπανικής κοινωνίας ήταν ο Μανουέλ Αθάνια, ο τελευταίος πρόεδρος της Ισπανικής Δημοκρατίας πριν το πραξικόπημα του Φράνκο το 1936. Δεν υπήρξε άλλος ούτε υπάρχει, διότι η Ισπανία πάσχει από την έλλειψη μιας πεφωτισμένης αστικής τάξης, αυτής ακριβώς που θα μπορούσε να αναδείξει μια σπουδαία πολιτική μορφή.
Η μοναδική ενδιαφέρουσα δήλωση ήταν ένα απόφθεγμα του Ντενγκ Χσιάο Πινγκ, το οποίο επανέλαβε στην εποχή του ο Φελίπε (πρωθυπουργός 1982-1996):
«Δεν έχει σημασία αν ο γάτος είναι άσπρος ή μαύρος, αρκεί να πιάνει ποντίκια». Με αφετηρία αυτή τη φράση που κυριάρχησε σε όλες τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτιστικές και πολιτικές καταστάσεις, θα προσπαθήσω να αφηγηθώ μια ιστορία που να μου δίνει να καταλάβω τι στα κομμάτια έγινε, τι διάολο γίνεται τώρα και γιατί. Ως Ευρωπαίος πολίτης, έχω ανάγκη από μια ιστορία για να κατανοήσω αυτό το εφιαλτικό παρόν, μια ιστορία που θα με βοηθήσει να βρω μια διέξοδο από αυτό, προτού με παγιδεύσει μέσα του, όπως το καταραμένο πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι.
Έκανε αρκετό κρύο στη Μαδρίτη εκείνο το πρωί της 4ης Φεβρουαρίου του 1988, αν και η χαμηλή θερμοκρασία ήταν αισθητή μοναχά στον δρόμο κι όχι μέσα στην αίθουσα της Βουλής, όπου τα αίματα είχαν ανάψει για τα καλά. Περισσότεροι από χίλιοι επιχειρηματίες, προσκεκλημένοι του Συνδέσμου για την Πρόοδο της Επιχειρηματικότητας (APD) περίμεναν τα ενθαρρυντικά λόγια του Κάρλος Σολτσάγα, υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών της σοσιαλιστικής κυβέρνησης του Φελίπε Γκονσάλες. Και ο υπουργός μίλησε:
«Η Ισπανία είναι η χώρα στην οποία μπορεί κανείς να κερδίσει περισσότερα χρήματα σε σύντομο διάστημα από οποιαδήποτε άλλη στην Ευρώπη, ενδεχομένως και στον κόσμο. Δεν το λέω μόνο εγώ: το επιβεβαιώνουν επίσης οι χρηματιστηριακοί σύμβουλοι και οι αναλυτές».
Το χειροκρότημα ανέβασε τη θερμοκρασία σε τροπικά επίπεδα. Το Εργατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ισπανίας (PSOE) μιλούσε ξεκάθαρα και χωρίς περιστροφές. Η Ισπανία ήταν μια χώρα στην οποία μόνο οι ηλίθιοι δεν μπορούσαν να γίνουν πλούσιοι ή, έστω, να ζήσουν με την ιδέα ότι θα γίνουν πλούσιοι. Οι στοιχειώδεις κανόνες λειτουργίας της οικονομίας, η αρχή της αλληλεγγύης, η σοσιαλδημοκρατική αντίληψη περί ευημερίας, μια αριστερή προσέγγιση για τη δημιουργία του πλούτου, όλα αυτά, καθώς και τα υπόλοιπα, σαρώθηκαν πάνω στην ένδοξη πορεία κατά την οποία μοναδικό σήμα κατατεθέν της κοινωνίας έγινε ο πλούτος και δη, ο «εύκολος».
Πώς μπορεί, άραγε, μια χώρα να πέσει στην παγίδα του εύκολου πλουτισμού; Η παγκόσμια κρίση προσφέρει ήδη πολλές ερμηνείες δια στόματος οικονομολόγων, οι οποίοι καταδεικνύουν το προφανές: Ναι μεν το καπιταλιστικό σύστημα έχει αποτύχει συνολικά, ωστόσο, ειδικά στην περίπτωση της Ισπανίας, τα αίτια πρέπει να αναζητηθούν στη λειψή μετάβαση από ένα δικτατορικό, εθνικιστικό και καθολικό κράτος σε ένα δημοκρατικό, που πιστεύω του υπήρξε η λήθη και η επανεκκίνηση.
Η ένταξη στην κοινότητα των ευρωπαϊκών κρατών είτε δεν επέτρεψε είτε αποσόβησε κάθε συζήτηση σχετικά με τη φύση της πορείας προς τη δημοκρατία. Η εμπειρία της Ισπανικής Δημοκρατίας αγνοήθηκε, χωρίς κανένας να ανησυχήσει για το τίμημα της απουσίας ιστορικών αναφορών, για τη μανία με τη Δύση που μας έριξε στην αγκαλιά του ΝΑΤΟ προς το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ούτε, κυρίως, για την ισπανική πολιτισμική κατάρα που ακούει στο όνομα «Πίκαρος». [2] Ο γάτος, ό,τι χρώμα κι αν ήταν, έπρεπε να πιάνει ποντίκια.
Μπορεί να μοιάζει χαριτωμένο το θέαμα ενός Πίκαρου που κλέβει τα σταφύλια από έναν κακομοίρη τυφλό, αλλά, όταν η πανουργία μετατρέπεται σε φόρμα της καθημερινότητας σε όλα τα επίπεδα, και, το χειρότερο, σε επίπεδο διακυβέρνησης, τo αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο. Γιατί, τα σημερινά μας λάθη υπάρχουν μόνο και μόνο για να μας θυμίζουν τα χθεσινά. Ένα από τα μεγάλα λάθη που έγιναν στην Ισπανία, και πολλοί επιμένουν πάνω σε αυτό, είναι ότι το λεξιλόγιο διαστρεβλώθηκε ώστε να μην αποτυπώνει την πραγματικότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι η κρατική τρομοκρατία που εφαρμόστηκε στο κυνήγι κατά της ΕΤΑ [3] τη δεκαετία του ΄80 ονομάστηκε «αντιτρομοκρατική πολιτική», ούτε ότι η λέξη «κρίση» αντικαταστάθηκε από τη φράση «επιβράδυνση της ανάπτυξης» ή ότι η διάσωση του ιδιωτικού τραπεζικού τομέα παρουσιάστηκε ως «δάνειο με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους». Από την πρώτη μέρα της μεταπολίτευσης, ο ευφημισμός επιβλήθηκε ως δομικό συστατικό του πολιτικού λόγου.
Τρία χρόνια πριν από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, το τέλος του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και την αποτυχημένη εγκαθίδρυση της πρώτης «νέας παγκόσμιας τάξης», η Ισπανία έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η λέξη «παγκοσμιοποίηση» ήχησε στα αυτιά πολλών σαν μια εκκωφαντική βαβούρα που σκέπασε κάθε σοβαρή σκέψη γύρω από το πώς μπορεί να ενταχθεί το ισπανικό κράτος σε αυτή τη νέα τάξη πραγμάτων και αποσιώπησε κάθε πρόβλεψη σχετικά με το πώς μπορεί να αποτελέσει τμήμα του φαινομένου της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Έτσι, βέβαιοι ότι η χώρα τους εντασσόταν στο πλούσιο κομμάτι της ανθρωπότητας χάρη στο φαινόμενο της όσμωσης, η ισπανική πολιτική τάξη στο σύνολό της και οι Ισπανοί οικονομολόγοι σχεδόν χωρίς καμία εξαίρεση δεν έκαναν την παραμικρή ανάλυση πάνω στις συνέπειες του γεγονότος που αποτέλεσε, σε γενικές γραμμές, το πρώτο βήμα προς τη σημερινή κρίση.
Όταν οι ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου αποφάσισαν ότι οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες έπρεπε να μετατραπούν σε μια μεγάλη, διαρκώς επεκτεινόμενη αγορά, έτσι ώστε να ανοιχθούν στον ανταγωνισμό με τον Πρώτο Κόσμο, κανένας προφήτης τύπου Κάρλος Σολτσάγα δεν κάθισε να αναλογιστεί για μια στιγμή ότι, όσο άδικοι και επαχθείς κι αν ήταν οι όροι περί ανταγωνισμού που επιβλήθηκαν στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, αυτοί θα εξαπέλυαν μια ανεξέλεγκτη δυναμική: οι φτωχοί θα άρχιζαν να πουλούν όλο και περισσότερο στους πλούσιους και θα γίνονταν περισσότερο ανταγωνιστικοί απέναντι στις βιομηχανίες του Πρώτου Κόσμου.
Οι οικονομίες των φτωχών χωρών άρχισαν να αναπτύσσονται με εντυπωσιακούς ρυθμούς και βαφτίστηκαν «αναδυόμενες οικονομίες». Η ευημερία τους, την οποία θα μπορούσε να χαιρετίσει κανείς ως μια δίκαιη επανόρθωση ύστερα από τόσους αιώνες λεηλασίας, είχε ως αποτέλεσμα τη συγκέντρωση του παραγόμενου πλούτου στα χέρια των ελίτ, ωθώντας με αυτόν τον τρόπο τα κράτη να βάλουν στην πρώτη γραμμή τις «ανάγκες της οικονομίας» έναντι των πολιτικών θεωρήσεων. Οι χώρες της Δύσης, με μοναδικό τους μέλημα το κέρδος, δεν δίστασαν να θυσιάσουν τις δικές τους εθνικές βιομηχανίες. Οι μετεγκαταστάσεις εργοστασίων και οι εκβιασμοί του τύπου «ή δεν πληρώνω φόρους ή τα μαζεύω και φεύγω», όπως στην περίπτωση της σουηδικής αυτοκινητοβιομηχανίας Volvo, υποχρέωσαν τις χώρες του πρώτου κόσμου να περιορίσουν το βιοτικό τους επίπεδο και να ανοίξουν τις πρώτες ρωγμές στο κράτος πρόνοιας, εν αναμονή της πλήρους αποσάθρωσής του.
Είναι να αναρωτιέται κανείς αν ήταν πρωτόγνωρη αυτή η μορφή δράσης των πλουτοκρατών. Όχι. Η συμπεριφορά του καπιταλισμού δεν ήταν κάτι καινούργιο. Ο άνθρωπος που έδωσε τον καλύτερο ορισμό σε αυτή την τακτική πολύ πριν ο όρος παγκοσμιοποίηση ενταχθεί στο οικονομικό και πολιτικό λεξιλόγιο, ήταν ο πρόεδρος ενός μακρινού κράτους της Νότιας Αμερικής, ο Σαλβαδόρ Αλιέντε, ο οποίος, σε μια ομιλία του στη γενική συνέλευση του ΟΗΕ, στις 4 Δεκεμβρίου του 1972, είπε:
«Βρισκόμαστε απέναντι σε μια μετωπική σύγκρουση ανάμεσα στις μεγάλες πολυεθνικές και στα κράτη. Οι βασικές τους αποφάσεις –πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές– μοιάζουν να δέχονται παρεμβάσεις από διεθνείς οργανισμούς, οι οποίοι δεν εξαρτώνται από κανένα κράτος, δεν φορολογούνται και δεν λογοδοτούν για τις πράξεις τους σε κανένα κοινοβούλιο ούτε σε κάποιον άλλο αντιπροσωπευτικό θεσμό του κοινού συμφέροντος. Με λίγα λόγια, υποσκάπτεται ολόκληρη η πολιτική δομή του κόσμου».
Ήδη από εκείνη την εποχή, η Αγορά είχε αρχίσει να δρα ως δικτατορία και η πολιτική, αυτή η παλιά τέχνη του εφικτού, έγινε ένας διαγωνισμός για την επιλογή του καταλληλότερου διαχειριστή για τα συμφέροντα, όχι των κρατών, αλλά της Αγοράς.
Όλα αυτά, όμως, τα αγνόησαν εσκεμμένα οι Ισπανοί πολιτικοί. Το τόσο χαρακτηριστικό τροπάρι του Πίκαρου,
«ό,τι δεν ξέρω, δεν με νοιάζει», τους παγίδευσε στην απόλυτη απραξία μόλις άρχισαν να διαφαίνονται τα πρώτα συμπτώματα της κρίσης.
Δεν υπάρχει πολιτικός στην Ισπανία που να μη δηλώνει ότι ο τουρισμός είναι η πρώτη ή, έστω, η δεύτερη σημαντικότερη βιομηχανία της χώρας. Όπως δεν υπάρχει και κανένας που να υπενθυμίζει ότι το μάννα του τουρισμού υπόκειται σε συγκυρίες που υπερβαίνουν τις ανθρώπινες επιθυμίες και ότι, εκτός από το να κάνει πλούσιους τους ιδιοκτήτες των τουριστικών εγκαταστάσεων, δημιουργεί κι ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας που διαπερνά ολόκληρη την κοινωνία η οποία ζει από τον τουρισμό. Δεν είναι το ίδιο να είσαι κάτοικος μιας χώρας πρωτοπόρου στην τεχνολογική καινοτομία με το να ζεις σε μια χώρα σερβιτόρων, μαγείρων και ρεσεψιονίστ.
Η ένταξη της Ισπανίας, μαζί με την Ελλάδα και την Πορτογαλία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εκτός από την εγκατάλειψη του απομονωτισμού και του αυταρχισμού, σηματοδότησε επίσης την εισροή περισσότερου χρήματος ακόμα κι απ’ όσο έφερε το σχέδιο Μάρσαλ σε ολόκληρη τη μεταπολεμική Ευρώπη, με τη μορφή είτε πακέτων σύγκλισης είτε αναπτυξιακής βοήθειας. Μόνο για το διάστημα 2007-2013, η Ισπανία έλαβε 3,25 δις ευρώ. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι κατά την οχταετή διακυβέρνηση Αθνάρ το σύνθημα «η Ισπανία πηγαίνει καλά» είχε αναχθεί σε δόγμα και ο διάδοχός του, Χοσέ Λουίς Ροδρίγκεθ Θαπατέρο [4], διαβεβαίωνε ότι η ισπανική οικονομία ξεπερνούσε την ιταλική και προσέγγιζε τη γαλλική, καθώς και ότι το ισπανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα ήταν το καλύτερο στον κόσμο, η Ισπανία δεν έβαλε ούτε ένα ευρώ υπέρ των 10 χωρών που εντάχθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004.
Αυτή η τελευταία λεπτομέρεια έπρεπε να θορυβήσει τους Ευρωπαίους ηγέτες σχετικά με τη βιωσιμότητα της ισπανικής οικονομίας. Αν αυτό δεν συνέβη ποτέ, οφείλεται στο γεγονός ότι οι αγορές είχαν ανακαλύψει στην Ισπανία, όπως και στην περίπτωση των ΗΠΑ, μια πολύ πιο επικερδή επιχείρηση από τον εκσυγχρονισμό του παραγωγικού συστήματος: την κερδοσκοπία των ακινήτων και την απεριόριστη χορήγηση στεγαστικών δανείων.
Κανένας Ισπανός πολιτικός ή οικονομολόγος δεν ασχολήθηκε με το γεγονός ότι μέσα στα πέντε χρόνια που προηγήθηκαν του ξεσπάσματος της κρίσης με την κατάρρευση της τράπεζας Lehman Brothers, οι αναδυόμενες οικονομίες, όπως η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία αναπτύσσονταν με ξέφρενους ρυθμούς. Οι προσπάθειες που κατέβαλλαν οι λίγες ισπανικές επιχειρήσεις που είχαν την ικανότητα να διεισδύσουν στην παγκόσμια οικονομία τούς άφηναν αδιάφορους, σε αντίθεση με τα βραχυπρόθεσμα κέρδη που εξασφάλιζε η φούσκα των ακινήτων.
Η διαφθορά εισέβαλε στην πολιτική ζωή της Ισπανίας ως η πεμπτουσία του νοοτροπίας του Πίκαρου: εγώ σου χρηματοδοτώ την προεκλογική εκστρατεία κι εσύ χαρακτηρίζεις τη γη του δήμου σου οικοδομήσιμη. Έτσι, ξεφύτρωσαν εκτρώματα, όπως μια πόλη φάντασμα στην έρημο του Τολέδο, ονόματι Σεσένια, με περισσότερα από 13.500 διαμερίσματα χωρίς νερό, ηλεκτρικό, οδικό δίκτυο, αλλά ούτε και κατοίκους, με εξαίρεση κάτι λίγους που ξεβράστηκαν εκεί τυχαία, καθώς και σωρούς από άμμο. Οι τράπεζες είχαν ανεβάσει τεχνητά την τιμή της φούσκας των ακινήτων στα ύψη, προτού την παραχωρήσουν σε έναν από τους πλουσιότερους επιχειρηματίες της Ισπανίας, τον Φρανθίσκο Ερνάντο Κοντρέρας ή «βοθρατζή», ένα πολύ χαρακτηριστικό τύπο Πίκαρου, έναν αναλφάβητο που έγινε δισεκατομμυριούχος αδειάζοντας βόθρους.
Το παράδειγμα της Σεσένια βρήκε πολλούς μιμητές σε ολόκληρη την ισπανική επικράτεια. Επόμενο, αφού η οικοδομή, το τούβλο, έδινε δουλειά. Ο πρώην πρωθυπουργός, Ροδρίγκεθ Θαπατέρο, σε μια από τις πιο εξόφθαλμες δηλώσεις του, διαβεβαίωνε ότι μεταξύ 2006 και 2008 στην Ισπανία είχαν δημιουργηθεί περισσότερες θέσεις εργασίας απ’ όσες στη Γαλλία, την Ιταλία και τη Γερμανία συγχρόνως, αποκρύπτοντας, ωστόσο, ότι οι μισθοί ήταν το ένα τρίτο εκείνων με τους οποίους αμείβονταν οι εργαζόμενοι στην Ιταλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Η Ισπανία πήγαινε καλά, πολύ καλά. Ο μύθος της «Ισπανικής Μάρκας» καθιερωνόταν ως ένα ακόμη δόγμα.
Το παραγωγικό μοντέλο που είχε κεντρικό του άξονα την οικοδομή, δεν διέβρωσε μόνο την πολιτική, αλλά και την πολιτιστική και κοινωνική ζωή. Εκατοντάδες χιλιάδες νέοι αποποιήθηκαν οικειοθελώς το θεμελιώδες δικαίωμα της εκπαίδευσης. Η οικοδομή, το τούβλο, τους ανέμενε με ανοιχτές αγκάλες. Γιατί, λοιπόν, να κοπιάζουν για πέντε ή και περισσότερα χρόνια για να γίνουν γιατροί ή μηχανικοί, τη στιγμή που καταθέτοντας τους τρεις πρώτους μισθούς τους σε κάποια τράπεζα ή ταμιευτήριο μπορούσαν να πάρουν στεγαστικό δάνειο με διάρκεια αποπληρωμής 30 ή 40 χρόνια και να αγοράσουν αμέσως διαμέρισμα, αυτοκίνητο, τηλεόραση υψηλής ευκρίνειας και iPhone τελευταίας γενιάς ;
Καμία άλλη χώρα δεν παρουσίασε τόσο μεγάλα ποσοστά μαθητών που εγκαταλείπουν το σχολείο μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. [5] Καμία άλλη χώρα δεν θυσίασε με τέτοιο ενθουσιασμό το μέλλον της τυφλωμένη από το σλόγκαν «πάρε δύο στην τιμή του ενός».
Το αποτέλεσμα του πυρετού της οικοδομής και της γενικευμένης διαφθοράς ήταν να κατασκευαστούν αεροδρόμια στα οποία δεν προσγειώθηκε ποτέ ούτε ένα αεροπλάνο, υπερταχείες στις οποίες δεν ανεβαίνει κανένας επιβάτης, πίστες της Φόρμουλα 1 μέσα σε πόλεις, πομπώδη πολιτιστικά μέγαρα στα οποία σήμερα φτιάχνουν τις φωλιές τους τα πουλιά. Και, μέσα σε όλα αυτά, οι τράπεζες επεδείκνυαν τα πιο ευνοϊκά ισοζύγια στην ιστορία τους. Ο γάτος έπιανε ποντίκια.
Η Ισπανία πήγαινε καλά και τα προφητικά λόγια του Σολτσάγα έβγαιναν αληθινά. Η Ισπανία ήταν η καλύτερη χώρα στον κόσμο για να βγάλει κανείς εύκολο χρήμα. Και όλα αυτά, χάρη σε μια ανεξάντλητη πηγή πλούτου που η αξία της ανέβαινε καθημερινά: τη γη.
Η επιχειρηματική κουλτούρα μιας χώρας υπολογίζεται πάντα με γνώμονα την ποικιλία της παραγωγής της. Το τούβλο ανέτρεψε αυτό το αξίωμα, ενώ οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις προσάρμοσαν σχεδόν αποκλειστικά την παραγωγή τους στη φούσκα της οικοδομής.
Ίσως η μεγαλύτερη απόδειξη της πνευματικής ανικανότητας των ηγετών της Ισπανίας συνίσταται στο γεγονός ότι δεν κατανόησαν ότι η απαραίτητη κοινωνική αφήγηση πρέπει να υπόκειται στους αριστοτελικούς κανόνες περί τραγωδίας. Να διαθέτει πλοκή, κλιμάκωση και κάθαρση. Αυτό, με απλά λόγια, μεταφράζεται ως εξής: κανείς δεν δύναται να πιστεύει ότι το μέλλον αποτελεί την επανάληψη του παρόντος. Σε σχέση, μάλιστα, με την οικονομία, οφείλει να κατανοεί ότι οι κύκλοι, αναπόφευκτα, κάποτε κλείνουν. Η Ισπανία είναι μια Καθολική χώρα. Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς ότι οι άνθρωποι που την κυβερνούν θα έριχναν μια σύντομη ματιά στις Γραφές. Θα είχαν έτσι ανακαλύψει ότι ο αγνός Ιωσήφ ερμήνευσε το όνειρο του Φαραώ με τις ισχνές αγελάδες που διαδέχονταν τις παχιές, ως προμήνυμα του τέλους ενός οικονομικού κύκλου.
Όταν ξεκίνησε η έκρηξη της οικοδομικής δραστηριότητας, όλοι οι πολιτικοί και συνδικαλιστικοί ηγέτες της Ισπανίας γνώριζαν ότι κάθονταν πάνω σε ένα βαρέλι με δυναμίτη, όμως, με εξαίρεση τις δειλές φωνές της Ενωμένης Αριστεράς [6] που προειδοποιούσε για τους κινδύνους, κανείς δεν τόλμησε να κρεμάσει ένα κουδούνι στον γάτο. Ο γάτος έπρεπε να συνεχίσει να πιάνει ποντίκια, ακόμα κι όταν αυτά δεν υπήρχαν.
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ λέει σε ένα ποίημά του ότι, όπως οι λαοί πρέπει να αλλάζουν τους άχρηστους ηγέτες, ενίοτε θέλουν και οι ηγέτες να αλλάζουν λαό, αν δεν τους βολεύει. Κάτι τέτοιο πρέπει να ένιωσαν στο PSOE μόλις έμαθαν τα αποτελέσματα των δύο τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων πέρυσι, των αυτοδιοικητικών αρχικά και κατόπιν, των βουλευτικών. Τα πρώτα βήματα της κυβέρνησης Θαπατέρο για την αντιμετώπιση της κρίσης –της οποίας την ύπαρξη αρνιόταν μέχρι τότε, αφού οι ιδεολόγοι της ελεύθερης αγοράς τον είχαν πείσει ότι η ισπανική οικονομία ήταν αδιάβλητη– έθεσαν τέλος στο όποιο σοσιαλιστικό ή σοσιαλδημοκρατικό άλλοθι στη διακυβέρνηση της χώρας. Δεν έγινε ούτε μια συνεπής ανάλυση που να εξηγεί στην κοινωνία τι συμβαίνει και να δίνει στους πολίτες να καταλάβουν γιατί οι τράπεζες έπαψαν να χορηγούν δάνεια, γιατί οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις κατέρρεαν η μία μετά την άλλη και γιατί η ανεργία αυξανόταν μέρα με τη μέρα, λεπτό με λεπτό. Και η Δεξιά, το Λαϊκό Κόμμα, εκτός του ότι άσκησε την πιο ανεύθυνη αντιπολίτευση στα χρονικά μιας δημοκρατικής χώρας, τορπίλιζε τις δειλές απόπειρες της κυβέρνησης να ακολουθήσει μια πολιτική που ίσως έσωζε την κατάσταση. Μόνο που η «κατάσταση» δεν αφορούσε στην ολοένα μεγαλύτερη αγωνία των πολιτών, αλλά στην ανάγκη να «αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των αγορών», πράγμα που σήμαινε τη χορήγηση κρατικού χρήματος σε τράπεζες οι οποίες, όπως και στην περίπτωση των ΗΠΑ, είχαν τα ταμεία τους γεμάτα με τοξικά ομόλογα.
Οι τελευταίοι μήνες της κυβέρνησης του PSOE έφεραν τη σφραγίδα μιας κωμωδίας η οποία εξελισσόταν αργά σε τραγωδία. Από τη μια μεριά, η κυβέρνηση έκοβε μισθούς και παρέδιδε δημόσιο χρήμα στις τράπεζες κι από την άλλη, άτομα όπως ο σημερινός υπουργός Οικονομικών και Δημόσιας Διοίκησης, Κριστόμπαλ Μοντόρο, δεν δίσταζαν να δηλώνουν δημόσια :
«Αφήστε την Ισπανία να καταρρεύσει. Θα τη σηκώσουμε εμείς». Ο Λουίς δε Γκίντος ήταν άλλος ένας «σωτήρας». Διευθυντής του παραρτήματος της Lehman Brothers στην Ισπανία και την Πορτογαλία από το 2006 ώς το 2008, απέκρυψε από τις αρχές των χωρών αυτών τις πληροφορίες που γνώριζε από πρώτο χέρι σχετικά με τους πειραγμένους ισολογισμούς της τράπεζας και τα σημάδια της επικείμενης κατάρρευσής της. Τρία χρόνια αργότερα, ο Μαριάνο Ραχόι τον αντάμειψε με το υπουργείο Οικονομίας και Ανταγωνισμού.
Έτσι, ενώ η σοσιαλιστική κυβέρνηση περιέκοπτε τις κοινωνικές δαπάνες χρησιμοποιώντας τον ευφημισμό περί «αναγκαίας προσαρμογής» ή «δεσμεύσεων που επιβάλλουν οι Βρυξέλλες», οι άνεργοι αυξάνονταν από τα δύο εκατομμύρια στα τρία, κατόπιν στα τέσσερα, ώσπου έφτασαν σήμερα στα πέντε εκατομμύρια. Στο μεταξύ, το Σύνταγμα άλλαζε στα μουλωχτά για να προστεθούν ορισμένοι στόχοι για τη μείωση του ελλείμματος, οι οποίοι είναι αδύνατο να εκπληρωθούν χωρίς να προστεθεί και μια νέα κρίση στην ήδη υπάρχουσα οικονομική: η κοινωνική κρίση, η κρίση της φτώχειας, η οποία έχει εγκατασταθεί για τα καλά πάνω στην ισπανική γη, αυτή τη γη που τελικά δεν είχε τόση αξία όση υπολόγιζαν οι εκτιμητές των τραπεζών.
Στις εκλογές, η απουσία μιας αφήγησης που θα μας έδινε να καταλάβουμε τι συνέβαινε, έθεσε στους πολίτες ένα από τα πιο άθλια διλήμματα: θέλουμε να είμαστε πολίτες ή καταναλωτές; Μεγάλο τμήμα της κοινωνίας προτίμησε τη δεύτερη εκδοχή και έδωσε την απόλυτη πλειοψηφία στη Δεξιά.
Και ο γάτος; Είχε πάψει να πιάνει ποντίκια; Ίσα-ίσα, άρχισε νέο φαγοπότι για να χορτάσει την πείνα του. Η Ισπανία έβγαλε προς πώληση το δημόσιο χρέος της. Οι τράπεζες, με τα χρήματα που είχαν πάρει από την κυβέρνηση, αντί να αφήσουν ανοιχτή την κάνουλα των δανείων, κάτι που θα έσωζε πολλές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις ή να κάνουν διακανονισμό στις υποθήκες και να μην προχωρήσουν αμέσως σε κατασχέσεις των ακινήτων όσων δεν μπορούσαν πια να πληρώνουν, άρχισαν να αγοράζουν δημόσιο χρέος με επιτόκιο 3%, 4% και 5%. Κερδοσκοπία με κρατική επιχορήγηση. Πόσο τελικά επηρέασε η κρίση το ισπανικό τραπεζικό σύστημα; Απλώς, έπαψε να έχει μεγάλα κέρδη. Αλλά, σε καμία περίπτωση δεν έπαψε να έχει κέρδη.
Σύμφωνα με τους οικονομικούς κανόνες της Ε.Ε., τα κράτη είναι εκείνα τα οποία εγγυώνται τη σοβαρότητα, τη βιωσιμότητα και την ευρωστία των τραπεζικών τους συστημάτων και της ιδιωτικής οικονομίας. Αυτή η διαστρέβλωση του καπιταλισμού επιτρέπει στους κερδοσκόπους να διατηρούν τα κέρδη τους, μόλις όμως προκύπτουν προβλήματα ή επισφάλειες, έρχεται το κράτος με το δημόσιο χρήμα για να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά.
Οι φορολογικές συνταγές εξαντλήθηκαν λίγους μήνες πριν από την αποχώρηση της κυβέρνησης Θαπατέρο. Επειδή, όμως, ο γάτος πεινούσε κι ήθελε κι άλλα ποντίκια, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απελευθέρωσε δάνεια με επιτόκιο μόλις 1%, δίχως να διεξάγει την παραμικρή έρευνα για την πραγματική ευρωστία των ισπανικών τραπεζών που τα ελάμβαναν. Ο γάτος συνέχιζε να παχαίνει. Χάρη στο φθηνό χρήμα της ΕΚΤ, οι τράπεζες επιδόθηκαν στην αγορά περισσότερου δημόσιου χρέους με επιτόκιο 4%, 5%, 6% και 7%. Μάλιστα. Η Ισπανία εξακολουθούσε να είναι η καλύτερη χώρα στην Ευρώπη και στον κόσμο για να βγάλει κανείς εύκολο χρήμα. Η προφητεία του Κάρλος Σολτσάγα είχε βγει αληθινή.
Στη χώρα των ευφημισμών, η αηδία απέναντι στη διαφθορά βαφτίζεται «αποξένωση από την πολιτική». Τη στιγμή που η χώρα βυθιζόταν στη δίνη της ανεργίας, τα διευθυντικά στελέχη των τραπεζών και των ταμιευτηρίων ετοίμαζαν την έξοδό τους παραχωρώντας στους εαυτούς τους αστρονομικά μπόνους υπό το συγκαταβατικό βλέμμα τής κακώς εννοούμενης «πολιτικής τάξης». Όπως μία κοινωνική τάξη προασπίζεται τα συμφέροντά της, έτσι και η ισπανική πολιτική τάξη που βρίσκεται στην υπηρεσία της αγοράς, προασπίζεται τα συμφέροντα των κερδοσκόπων. Η αγορά, μάλιστα, επιβραβεύει όσους της έχουν επιδείξει πίστη. Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρώην πρωθυπουργός Χοσέ Μαρία Αθνάρ είναι σύμβουλος σε θέματα «δεοντολογίας» στην αυτοκρατορία του Μέρντοχ και εξωτερικός σύμβουλος του ενεργειακού πολυεθνικού κολοσσού ENDESA. Παρομοίως, ο πρώην πρωθυπουργός Φελίπε Γκονζάλες είναι ανεξάρτητος σύμβουλος της εταιρείας φυσικού αερίου GAS NATURAL-FENOSA, ενώ η πρώην υπουργός Οικονομίας των σοσιαλιστών, Ελένα Σαλγάδο, έπιασε κι αυτή θέση στην ENDESA, ως σύμβουλος της θυγατρικής της στη Χιλή, της CHILECTRA, η οποία ευθύνεται για τα χειρότερα οικολογικά εγκλήματα στην Παταγονία. Φοβερός αυτός ο γάτος. Ποτέ δεν παύει να πιάνει ποντίκια.
Στην Ισπανία, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει σε άλλα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, μας πανικοβάλλει η ανατολή του ήλιου, γιατί η αυγή μας φέρνει νέες σκιές, όλο και πιο πυκνές. Η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος είναι ό,τι και ο αρχηγός του, ο Μαριάνο Ραχόι: ένας εκτιμητής περιουσίας, ένας γραφειοκράτης του προπερασμένου αιώνα, σαν εκείνους που χρησιμοποιούσαν αλισίβα για να διατηρούν τα πουκάμισά τους ολόλευκα, ο οποίος, με τον αέρα της απόλυτης πλειοψηφίας, έχει γίνει ένα είδος ιεροκήρυκα του προστάγματος των αγορών: Οι πολίτες, οι οποίοι έχουν μετατραπεί σε ξεπεσμένους καταναλωτές, πρέπει να γίνουν φτωχότεροι. Κάθε πρωί που ξυπνάμε, ο γάτος ορμάει να πιάσει κι άλλα ποντίκια, ακόμα κι αν έχουν ανθρώπινη όψη. Περικοπές στην παιδεία και στην υγεία, περισσότερες απολύσεις, οι οποίες πλασάρονται ως «μέτρα προσαρμογής» και μια ατέλειωτη σιωπή απέναντι στα νέα σκάνδαλα διαφθοράς, κλοπής και απάτης που διαπράττουν οργανισμοί όπως η BANKIA, μια τράπεζα που, αφού εμφανίστηκε ως ο πλέον στιβαρός χρηματοπιστωτικός οργανισμός, σήμερα κινδυνεύει να τινάξει στον αέρα ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα.
Η BANKIA προέκυψε το 2010, μέσα από τη συγχώνευση και τον συνακόλουθο αποχαρακτηρισμό εφτά τοπικών ταμιευτηρίων. Το μήνυμα που απηύθυνε ήταν ξεκάθαρο: οι επείγουσες ανάγκες που δημιουργούσε ο «ανταγωνισμός» επέβαλαν την απαλοιφή των όποιων ψηγμάτων κοινωνικού χαρακτήρα είχαν τα παλιά ταμιευτήρια. Τα πρώτα αποτελέσματα έμοιαζαν ενθαρρυντικά, ιδίως για τους μετόχους. Ξαφνικά, όμως, η φούσκα έσκασε. Παρόλο που ένα πυκνό πέπλο μυστηρίου καλύπτει μέχρι σήμερα τα αίτια, το κράτος χορήγησε με μεγάλη σπουδή 23,5 δις ευρώ στα άδεια ταμεία της ΒΑΝΚΙΑ, ποσό μεγαλύτερο από τον συνολικό προϋπολογισμό του ισπανικού κράτους για τις υποδομές.
Σίγουρα όλοι έχουμε δει την εικόνα κάποιου τραπεζίτη που πηδά στο κενό την εποχή του οικονομικού κραχ του 1929. Στην Ισπανία, βέβαια, τραπεζίτες όπως ο πρώην υπουργός Οικονομίας του Αθνάρ, Ροδρίγο Ράτο, πρώην πρόεδρος του ΔΝΤ και πρώην παρ’ ολίγο υποψήφιος πρωθυπουργός -τελικά ο Αθνάρ έδωσε το δαχτυλίδι της διαδοχής στον Μαριάνο Ραχόι- δεν πρόκειται να πηδήξουν από κανένα παράθυρο στη λεωφόρο Λα Καστεγιάνα. Τουλάχιστον όχι με μισθό 2.184.000 ευρώ.
Έτσι, κάθε προσπάθεια να αφηγηθούμε τι διάολο συνέβη, τι στα κομμάτια συμβαίνει και τι θα συμβεί αύριο, έχει ως αφετηρία και τέρμα την προτροπή του Κάρλος Σολτσάγα στη διαφθορά και την εγκατάλειψη της ηθικής, καθώς και την αναφορά του Φελίπε Γκονζάλες σε έναν γάτο απροσδιορίστου χρώματος.
Ο Κάρλ Μαρξ έγραψε ότι ο καπιταλισμός φέρει στα σπλάχνα του το σπέρμα της ίδιας του της καταστροφής. Ο φιλόσοφος με την άσπρη γενειάδα είχε στο νου του την Αγγλία. Αλλά, αν ήταν σήμερα ξαπλωμένος κάτω από τον ήλιο σε μια παραλία της Μαρμπέγια [7] και με τον γάτο να κυνηγά ποντίκια ανάμεσα στα πόδια του, ίσως να ανακάλυπτε ότι ο κλασικός καπιταλισμός, ο οποίος στηρίζεται στην εκμετάλλευση της υπεραξίας, αντί να αυτοκαταστραφεί, έχει πάρει το αόρατο πρόσωπο των αγορών, το άπιαστο σώμα των αγορών, την ασύλληπτη απληστία των αγορών. Ίσως, μάλιστα, να καλούσε με το iPhone τον σύντροφό του, τον Φρίντριχ Ένγκελς και οι δυο τους μαζί, φορώντας τις βερμούδες τους, κάτω από τον ήλιο της Μαρμπέγια, να έγραφαν : «Ένα φάντασμα πλανάται ανά τον κόσμο. Είναι το φάντασμα του κόσμου στον οποίο θέλουμε να ζήσουμε, το εφικτό φάντασμα της εφικτής κοινωνίας στην οποία θέλουμε να μετέχουμε».
Όμως, όσο αυτό το φάντασμα δεν ξεκινά το διάβα του, τόσο ο καταραμένος γάτος θα συνεχίζει να κυνηγά ποντίκια.
Σημειώσεις
[1] Μετά τον θάνατο του Φράνκο, στις 20 Νοεμβρίου του 1975, έγινε παλινόρθωση της μοναρχίας. Ο βασιλιάς Χουάν Κάρλος Α΄ ξεκίνησε την πορεία του εκδημοκρατισμού
[2] Tο πικαρέσκο είναι ένα λογοτεχνικό είδος που έκανε την εμφάνισή του στην Ισπανία στα μέσα του 17ου αιώνα. Κεντρικός ήρωάς του είναι ο Πίκαρος, ένας λαϊκός αντιήρωας, μια περιπλανώμενη φιγούρα που επιβιώνει χάρη στην κλεψιά και την κατεργαριά.
[3] Euskadi ta Askatasuna, «Χώρα των Βάσκων και Ελευθερία». Η Αυτονομιστική Οργάνωση των Βάσκων ιδρύθηκε το 1959. Πέρυσι τον Οκτώβριο ανακοίνωσε την οριστική παύση της ένοπλης δράσης της, η οποία άφησε πίσω της 829 νεκρούς
[4] Ο Χοσέ Μαρία Αθνάρ, επικεφαλής του δεξιού Λαϊκού Κόμματος, εξελέγη το 1996, ο σοσιαλιστής Θαπατέρο το 2004
[5] ΣτΜ : Η Ισπανία είναι η δεύτερη χώρα στην Ε.Ε. μετά τη Μάλτα με το υψηλότερο ποσοστό μαθητών που δεν ολοκληρώνουν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση : 26,3%. Το ίδιο ποσοστό το 2009 ανερχόταν στο 31,2%.
[6] Izquierda Unida - IU : συνασπισμός αριστερών κομμάτων, ο οποίος ιδρύθηκε το 1986, με βασική συνιστώσα το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ισπανίας.
[7] ΣτΜ : Η Μαρμπέγια αποτελεί ένα από τα πιο τρανταχτά παραδείγματα διαφθοράς στον κατασκευαστικό τομέα. Περισσότερα από 90 άτομα, ανάμεσά τους δημοτικοί σύμβουλοι, δύο πρώην δήμαρχοι και κατασκευαστές, πέρασαν από δίκη κατηγορούμενοι για μίζες και έκδοση παράνομων οικοδομικών αδειών μέσα στα τελευταία 20 χρόνια. Η δίκη-μαμούθ, η οποία ξεκίνησε το 2010, ολοκληρώθηκε το περασμένο καλοκαίρι. Η απόφαση αναμένεται.