Μετά την παρότρυνση του Κορδέλλα, ο Τζανμπαττίστα Σερπιέρι πήρε αρκετά δείγματα του αργυρούχου μεταλλεύματος και αναχώρησε για την Μασσαλία. Η εξεύρεση των όντως μεγάλων κεφαλαίων που απαιτούνταν για την επένδυση, δεν θα αποτελούσε πρόβλημα. Η γαλλίδα σύζυγός του, γόνος πλούσιας και αριστοκρατικής οικογένειας, είχε μετοχές στην τράπεζα Roux de Fraissinet et Cie. Μόλις οι ειδικοί αποφάνθηκαν για την ποιότητα του μεταλλεύματος, η τράπεζα έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα σχέδια του Σερπιέρι.
Και πώς να μην ενδιαφερθεί η Roux για τέτοια δουλειά; Δεν ήταν μόνο τα διαφαινόμενα υψηλά κέρδη. Ήταν, κυρίως, το ότι η τράπεζα είχε μεγάλη εμπειρία από μεταλλευτικές δραστηριότητες, όντας ήδη μέτοχος σε ένα μεγάλο παρόμοιο έργο στην Καρθαγένη. Εξ άλλου, ο εκ των ιδρυτών της Ιωσήφ Ρου συνεργαζόταν με τους Ρότσιλντ στα χυτήρια αργύρου και μολύβδου που είχαν εκείνοι στην Μασσαλία ενώ ο γυιος του Ιλαρίων Ρου είχε αναπτύξει μεταλλευτική δραστηριότητα σε Ισπανία και Γαλλία αλλά και στην Σαρδηνία, όπου γνωρίστηκε με τους Σερπιέρι.
Μ' αυτά και μ' αυτά, ο Ιλαρίων Ρου δέχτηκε να χρηματοδοτήσει το έργο υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα ήταν απλός χρηματοδότης αλλά μέτοχος της επένδυσης. Έτσι, λοιπόν, ο Τζανμπαττίστα Σερπιέρι επέστρεψε στην Ελλάδα το 1864 και ίδρυσε την εταιρεία Roux de Fraissinet - Serpieri C.E., η οποία σύντομα μετονομάστηκε (κατόπιν απαιτήσεως του Ιλαρίωνα Ρου) σε Hilarion Roux et Cie. Για πρακτικούς και διπλωματικούς λόγους, ο Σερπιέρι δέχτηκε ως μετόχους της εταιρείας δυο ακόμη πρόσωπα. Το ένα ήταν ο χιώτης μεγαλέμπορος Θεόδωρος Ροδοκανάκης, ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν πρόξενος στην Οδησσό, όπου είχε και την έδρα της εμπορικής του δραστηριότητας (*). Το άλλο ήταν ο γνωστός μας Γεώργιος Παχύς, η επιρροή τού οποίου στα πολιτικά πράγματα δεν ήταν αμελητέα παρά τα προβλήματα που αντιμετώπισε.
Φαίνεται πώς η σύσταση της εταιρείας ήταν αρκετή για να καμφθεί οποιαδήποτε άρνηση του ελληνικού κράτους για παραχώρηση της απαραίτητης άδειας εκμετάλλευσης. Προφανώς, η συνύπαρξη Ρου, Σερπιέρι, Ροδοκανάκη και Παχύ, σε συνδυασμό με την παρασκηνιακή στήριξη του Ανδρέα Κορδέλλα, έπεισαν την κυβέρνηση να συγκατατεθεί και να εκχωρήσει (με απόφαση του υπουργείου οικονομικών) στην νεοσύστατη εταιρεία προς εκμετάλλευση 10.571 στρέμματα της λαυρεωτικής γης. Ο κόμπος λύθηκε και, χάρη στην εξασφαλισμένη ροή κεφαλαίων λόγω Ρου, μέσα σε λιγώτερο από ένα χρόνο ολοκληρώθηκε το στήσιμο των εγκαταστάσεων και άρχισε η παραγωγή αργύρου και μολύβδου.
Όλα πήγαιναν καλά για τους συνεταίρους μέχρι το 1871, οπότε το κλίμα άρχισε να χαλάει. Το πρόβλημα δημιουργήθηκε από το γεγονός ότι η άδεια της εταιρείας ήταν για την εκμετάλλευση των "σκωριών" οι οποίες προέρχονταν από εξόρυξη. Με βάση νόμο που ίσχυε τότε, η εταιρεία δεν απέδιδε φόρους στο ελληνικό κράτος για τα κέρδη που προέρχονταν από την εκμετάλλευση αυτή αλλά ούτε και οποιοδήποτε τέλος ή φόρο επί των εξορυσσομένων μετάλλων. Όμως, η εταιρεία δεν περιοριζόταν στις εξορύξεις. Το μεγαλύτερο έσοδό της προερχόταν από την εκμετάλλευση των εκβολάδων. Τί είναι, όμως, αυτές οι περίφημες εκβολάδες;
Λέγαμε χτες ότι από τα ορυχεία τού Λαυρίου έβγαζαν ασήμι και μόλυβδο οι αρχαίοι αθηναίοι. Μόνο που με τα μέσα εκείνης της εποχής, οι αρχαίοι έβγαζαν από το μετάλλευμα ελάχιστη ποσότητα μετάλλου και σκόρπιζαν τριγύρω τα υπολείμματα της κατεργασίας τους. Άλλωστε, έχοντας τόσο πολύ μέταλλο στην διάθεσή τους, δεν υπήρχε λόγος να ενδιαφέρονται για τα "ψιλολόγια". Εξ άλλου, η δουλειά γινόταν από δούλους, οι οποίοι θέλοντας να δείξουν μεγάλη παραγωγή, δεν ξόδευαν τον χρόνο τους στο "ξεψείρισμα" των μεταλλευμάτων. Έτσι, λοιπόν, η επιφάνεια της λαυρεωτικής γης ήταν κυριολεκτικά σπαρμένη με ασήμι και μόλυβδο, γεγονός που δεν διέφυγε της προσοχής τού δαιμόνιου Σερπιέρι, ο οποίος κατάλαβε ότι υπήρχε περισσότερος πλούτος στα υπολείμματα που σκόρπιζαν τριγύρω οι αρχαίοι (δηλαδή, στις εκβολάδες) παρά στο υπέδαφος.
Το κακό για τον Σερπιέρι και την εταιρεία του ήταν ότι το γεγονός μαθεύτηκε και ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης (τότε αρχηγός της αντιπολίτευσης) εξαπέλυσε μύδρους κατά της κυβέρνησης για ολιγωρία. Ο Δεληγεώργης είχε δίκιο για δυο λόγους. Πρώτον, η εταιρεία είχε άδεια εξόρυξης σκωριών και όχι άδεια επεξεργασίας των επιφανειακών γαιών. Δεύτερον, η φορολογική απαλλαγή δινόταν μόνο στα προϊόντα εξόρυξης και όχι στα προϊόντα επεξεργασίας των εκβολάδων, επομένως η εταιρεία έκλεβε το ελληνικό κράτος μη αποδίδοντας φόρους και τέλη.
Ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κουμουνδούρος θορυβήθηκε. Αναγνώρισε ως κατά βάση σωστή την θέση τού Δεληγεώργη και έσπευσε να προωθήσει νόμο που θα ρύθμιζε το θέμα των εκβολάδων. Πράγματι, η ελληνική βουλή ψήφισε τον Νόμο Υ' "Περί Λαυρίου", ο οποίος όριζε αφ' ενός μεν τις προϋποθέσεις για την εκμετάλλευση των εκβολάδων αφ' ετέρου δε αυστηρή φορολογία για την εκμετάλλευσή τους. Αν και ο συγκεκριμένος νόμος ψηφίστηκε με μεγάλη πλειοψηφία, δεν έλειψαν και οι βουλευτές οι οποίοι αντιτάχθηκαν σ' αυτόν. Αυτούς τους μειοψηφίσαντες βουλευτές χαρακτήρισε αργότερα ο Γιάννης Κορδάτος ως πληρωμένα όργανα του Σερπιέρη.
Φυσικά, η εταιρεία αντέδρασε έντονα. Τόσο έντονα ώστε απειλήθηκε διεθνές επεισόδιο. Τις πολύ ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες αυτής της αντίδρασης θα τις δούμε αύριο.
(*) Όπως πολλοί έλληνες λεφτάδες, έτσι και ο Θεόδωρος Ροδοκανάκης διέθεσε ένα μέρος τής μεγάλης περιουσίας του για να αγοράσει λίγη δόξα: ίδρυσε στην Οδησσό το "Ροδοκανάκειο Παρθεναγωγείο" και καταχωρίστηκε στην Ιστορία ως "ευεργέτης". Συγγενής του ήταν ο -γάλλος υπήκοος αλλά γεννημένος στο Λίβερπουλ- Τζωρτζ Ροδοκανάκης, ήρωας των γάλλων κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και μέλος της γαλλικής αντίστασης.
Και πώς να μην ενδιαφερθεί η Roux για τέτοια δουλειά; Δεν ήταν μόνο τα διαφαινόμενα υψηλά κέρδη. Ήταν, κυρίως, το ότι η τράπεζα είχε μεγάλη εμπειρία από μεταλλευτικές δραστηριότητες, όντας ήδη μέτοχος σε ένα μεγάλο παρόμοιο έργο στην Καρθαγένη. Εξ άλλου, ο εκ των ιδρυτών της Ιωσήφ Ρου συνεργαζόταν με τους Ρότσιλντ στα χυτήρια αργύρου και μολύβδου που είχαν εκείνοι στην Μασσαλία ενώ ο γυιος του Ιλαρίων Ρου είχε αναπτύξει μεταλλευτική δραστηριότητα σε Ισπανία και Γαλλία αλλά και στην Σαρδηνία, όπου γνωρίστηκε με τους Σερπιέρι.
Μ' αυτά και μ' αυτά, ο Ιλαρίων Ρου δέχτηκε να χρηματοδοτήσει το έργο υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα ήταν απλός χρηματοδότης αλλά μέτοχος της επένδυσης. Έτσι, λοιπόν, ο Τζανμπαττίστα Σερπιέρι επέστρεψε στην Ελλάδα το 1864 και ίδρυσε την εταιρεία Roux de Fraissinet - Serpieri C.E., η οποία σύντομα μετονομάστηκε (κατόπιν απαιτήσεως του Ιλαρίωνα Ρου) σε Hilarion Roux et Cie. Για πρακτικούς και διπλωματικούς λόγους, ο Σερπιέρι δέχτηκε ως μετόχους της εταιρείας δυο ακόμη πρόσωπα. Το ένα ήταν ο χιώτης μεγαλέμπορος Θεόδωρος Ροδοκανάκης, ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν πρόξενος στην Οδησσό, όπου είχε και την έδρα της εμπορικής του δραστηριότητας (*). Το άλλο ήταν ο γνωστός μας Γεώργιος Παχύς, η επιρροή τού οποίου στα πολιτικά πράγματα δεν ήταν αμελητέα παρά τα προβλήματα που αντιμετώπισε.
Φαίνεται πώς η σύσταση της εταιρείας ήταν αρκετή για να καμφθεί οποιαδήποτε άρνηση του ελληνικού κράτους για παραχώρηση της απαραίτητης άδειας εκμετάλλευσης. Προφανώς, η συνύπαρξη Ρου, Σερπιέρι, Ροδοκανάκη και Παχύ, σε συνδυασμό με την παρασκηνιακή στήριξη του Ανδρέα Κορδέλλα, έπεισαν την κυβέρνηση να συγκατατεθεί και να εκχωρήσει (με απόφαση του υπουργείου οικονομικών) στην νεοσύστατη εταιρεία προς εκμετάλλευση 10.571 στρέμματα της λαυρεωτικής γης. Ο κόμπος λύθηκε και, χάρη στην εξασφαλισμένη ροή κεφαλαίων λόγω Ρου, μέσα σε λιγώτερο από ένα χρόνο ολοκληρώθηκε το στήσιμο των εγκαταστάσεων και άρχισε η παραγωγή αργύρου και μολύβδου.
Όλα πήγαιναν καλά για τους συνεταίρους μέχρι το 1871, οπότε το κλίμα άρχισε να χαλάει. Το πρόβλημα δημιουργήθηκε από το γεγονός ότι η άδεια της εταιρείας ήταν για την εκμετάλλευση των "σκωριών" οι οποίες προέρχονταν από εξόρυξη. Με βάση νόμο που ίσχυε τότε, η εταιρεία δεν απέδιδε φόρους στο ελληνικό κράτος για τα κέρδη που προέρχονταν από την εκμετάλλευση αυτή αλλά ούτε και οποιοδήποτε τέλος ή φόρο επί των εξορυσσομένων μετάλλων. Όμως, η εταιρεία δεν περιοριζόταν στις εξορύξεις. Το μεγαλύτερο έσοδό της προερχόταν από την εκμετάλλευση των εκβολάδων. Τί είναι, όμως, αυτές οι περίφημες εκβολάδες;
Λέγαμε χτες ότι από τα ορυχεία τού Λαυρίου έβγαζαν ασήμι και μόλυβδο οι αρχαίοι αθηναίοι. Μόνο που με τα μέσα εκείνης της εποχής, οι αρχαίοι έβγαζαν από το μετάλλευμα ελάχιστη ποσότητα μετάλλου και σκόρπιζαν τριγύρω τα υπολείμματα της κατεργασίας τους. Άλλωστε, έχοντας τόσο πολύ μέταλλο στην διάθεσή τους, δεν υπήρχε λόγος να ενδιαφέρονται για τα "ψιλολόγια". Εξ άλλου, η δουλειά γινόταν από δούλους, οι οποίοι θέλοντας να δείξουν μεγάλη παραγωγή, δεν ξόδευαν τον χρόνο τους στο "ξεψείρισμα" των μεταλλευμάτων. Έτσι, λοιπόν, η επιφάνεια της λαυρεωτικής γης ήταν κυριολεκτικά σπαρμένη με ασήμι και μόλυβδο, γεγονός που δεν διέφυγε της προσοχής τού δαιμόνιου Σερπιέρι, ο οποίος κατάλαβε ότι υπήρχε περισσότερος πλούτος στα υπολείμματα που σκόρπιζαν τριγύρω οι αρχαίοι (δηλαδή, στις εκβολάδες) παρά στο υπέδαφος.
Το κακό για τον Σερπιέρι και την εταιρεία του ήταν ότι το γεγονός μαθεύτηκε και ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης (τότε αρχηγός της αντιπολίτευσης) εξαπέλυσε μύδρους κατά της κυβέρνησης για ολιγωρία. Ο Δεληγεώργης είχε δίκιο για δυο λόγους. Πρώτον, η εταιρεία είχε άδεια εξόρυξης σκωριών και όχι άδεια επεξεργασίας των επιφανειακών γαιών. Δεύτερον, η φορολογική απαλλαγή δινόταν μόνο στα προϊόντα εξόρυξης και όχι στα προϊόντα επεξεργασίας των εκβολάδων, επομένως η εταιρεία έκλεβε το ελληνικό κράτος μη αποδίδοντας φόρους και τέλη.
Ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κουμουνδούρος θορυβήθηκε. Αναγνώρισε ως κατά βάση σωστή την θέση τού Δεληγεώργη και έσπευσε να προωθήσει νόμο που θα ρύθμιζε το θέμα των εκβολάδων. Πράγματι, η ελληνική βουλή ψήφισε τον Νόμο Υ' "Περί Λαυρίου", ο οποίος όριζε αφ' ενός μεν τις προϋποθέσεις για την εκμετάλλευση των εκβολάδων αφ' ετέρου δε αυστηρή φορολογία για την εκμετάλλευσή τους. Αν και ο συγκεκριμένος νόμος ψηφίστηκε με μεγάλη πλειοψηφία, δεν έλειψαν και οι βουλευτές οι οποίοι αντιτάχθηκαν σ' αυτόν. Αυτούς τους μειοψηφίσαντες βουλευτές χαρακτήρισε αργότερα ο Γιάννης Κορδάτος ως πληρωμένα όργανα του Σερπιέρη.
Φυσικά, η εταιρεία αντέδρασε έντονα. Τόσο έντονα ώστε απειλήθηκε διεθνές επεισόδιο. Τις πολύ ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες αυτής της αντίδρασης θα τις δούμε αύριο.
(*) Όπως πολλοί έλληνες λεφτάδες, έτσι και ο Θεόδωρος Ροδοκανάκης διέθεσε ένα μέρος τής μεγάλης περιουσίας του για να αγοράσει λίγη δόξα: ίδρυσε στην Οδησσό το "Ροδοκανάκειο Παρθεναγωγείο" και καταχωρίστηκε στην Ιστορία ως "ευεργέτης". Συγγενής του ήταν ο -γάλλος υπήκοος αλλά γεννημένος στο Λίβερπουλ- Τζωρτζ Ροδοκανάκης, ήρωας των γάλλων κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και μέλος της γαλλικής αντίστασης.