Η κάλπη και τα εκλογικά ποσοστά δεν αποτελούν κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τον φασισμό, για τον ναζισμό, για την ακροδεξιά. Αν ήταν έτσι, ο Χίτλερ με το 44% και το 33% που είχε πάρει στις εκλογές του 1933 στη Γερμανία θα ήταν «Άγιος». Αν ήταν έτσι η Λεπέν με το 25% στη Γαλλία θα ήταν «οσία». Ο Φάρατζ με το 29% στη Βρετανία και οι ακροδεξιοί με τα διψήφια ποσοστά από την Δανία και την Ουγγαρία μέχρι την Αυστρία και την Ολλανδία θα ήταν «ιεραπόστολοι».
Εκείνο που επιβεβαιώνουν αυτά τα ποσοστά είναι ότι το φίδι του φασισμού εκτρέφεται και μεγαλώνει μέσα στο πλαίσιο μιας δημοκρατίας, της αστικής δημοκρατίας, η οποία ενώ είναι η ίδια που το επωάζει και το ταΐζει σε πανευρωενωσιακό επίπεδο, είναι και η ίδια που παριστάνει την «σοκαρισμένη» από την ανάπτυξή του.
Η γέννηση του φασισμού, ή άνοδός του και η σημερινή του αναβίωση αποτελεί έκφραση της επιβεβαιωμένης ιστορικά αλήθειας ότι µια κοινωνία, κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες, μπορεί να οδηγείται κάποιες φορές σε παράκρουση. Το φαινόμενο δεν είναι απίθανο. Άλλωστε, με την κατάλληλη προπαγάνδα και την κατάλληλη πλύση εγκεφάλου, το ίδιο εύκολα µπορεί κάποιος να µάθει ότι 2+2 δεν κάνει 4 αλλά 5, όπως έλεγε ο Μπρεχτ. Συνέβη στις αρχές του 20ού αιώνα στην Αμερική, όταν οι «Αµερικαναράδες», οι ιδεολογικοί αντίστοιχοι των «Ελληναράδων», υποδείκνυαν ως υπαίτιους όλων των δεινών τους Έλληνες, τότε, µετανάστες. Συνέβη στη Γερµανία του Μεσοπολέµου, όταν ως «αιτία της κρίσης» στοχοποιούνταν το «διαφορετικό» και σταµπαριζόταν µε ένα κίτρινο αστέρι στο ύψος της καρδιάς. Τέτοιου είδους «µνήμες» φρεσκάρονται χρόνια τώρα στην ΕΕ. Ήταν ο Κάμερον, ο πρωθυπουργός της Βρετανίας (εκεί που οι ακροδεξιοί πήραν την πρώτη θέση στις εκλογές) από κοινού με την καγκελάριο Μέρκελ της Γερμανίας (εκεί που για πρώτη φορά οι ναζί εξέλεξαν ευρωβουλευτή) που συνομολογούσαν τον Φλεβάρη του 2011 ότι στην Ευρώπη επήλθε το «τέλος» του πολυπολιτιστικού μοντέλου» το οποίο «απέτυχε»…
Ο φασισμός γεννιέται μέσα στους υπονόμους του συστήματος της αγριότητας, της εκμετάλλευσης, της σήψης, της διαφθοράς. Σε συνθήκες κρίσης, δε, αυτού του συστήματος, του καπιταλιστικού συστήματος, γιγαντώνεται και αξιοποιείται από τις κυρίαρχες οικονομικές ελίτ ώστε να διατηρήσουν την κυριαρχία τους με μοχλό τον αυταρχισμό και την τρομοκρατία.
Ανάλογα με το μέγεθος της κρίσης ορίζονται και οι ανάγκες της οικονομικής ολιγαρχίας.
Για να τσακίσει τις αντιστάσεις ή για να ξεστρατίσει την οργή που προκαλεί η πολιτική της, με την οποία μετακυλίει τα βάρη της κρίσης στο λαό, ο φασισμός αξιοποιείται είτε ως επικουρικός παρακρατικός μηχανισμός της εξουσίας της, είτε ακόμα και ως επίσημη μορφή πολιτικής διαχείρισης των υποθέσεών της.
Αυτό συνέβη το 1919 στην Ιταλία όταν ο μεγιστάνας Ανιέλι έπαιρνε από το χεράκι τον Μουσολίνι και τον παρουσίαζε στους βιομηχάνους, στην έδρα του Συνδέσμου Βιομηχάνων της Ιταλίας, ως τον πιστότερο υπηρέτη της τάξης τους. Όταν συγκροτούνταν τάγματα εφόδου χρηματοδοτούμενα από εργοστασιάρχες και χτυπούσαν εργάτες και απεργίες, όπως γινόταν το 1920 στην Ιταλία από τους μελανοχίτωνες. Όταν ο βασιλιάς Βιτόριο Εμμανουέλε έπαιρνε υπό την αγκάλη του τον «Ντούτσε» και τον διόριζε πρωθυπουργό το 1922.
Αυτό συνέβη στη Γερμανία με τον Χίτλερ που έκανε πραξικόπημα το 1923 και δέκα χρόνια αργότερα οι τραπεζίτες και οι βιομήχανοι τον διόρισαν καγκελάριο. Χρειάζονταν εκείνη την μορφή πολιτικής διαχείρισης, που θα μπορούσε να εγγυηθεί μέσα από την θηριωδία και την κτηνωδία των μεθόδων της ότι τώρα πλέον ότι θα τεθεί «το κράτος στην υπηρεσία του ιδιωτικού κεφαλαίου», όπως τους υποσχέθηκε ο Χίτλερ από τη Λέσχη των Γερμανών Βιομηχάνων του Ντίσελντορφ το 1933.
Όταν δε απειλείται η εξουσία της άρχουσας τάξης ή σε συνθήκες πολιτικής αστάθειας αυτής της εξουσίας, οι ελίτ δεν αναμένουν πότε ο φασισμός θα αποκτήσει κοινωνικό έρεισμα για να τον αξιοποιήσουν. Τον επιβάλλουν «από τα πάνω»: Αυτό συνέβη το 1973 στη Χιλή, το 1936 στην Ισπανία, το 1936 και το 1967 στην Ελλάδα.
Ο φασισμός αξιοποιεί την φτωχοποίηση πλατιών κοινωνικών στρωμάτων για να αποκτήσει κοινωνική βάση. Ειδικά των μικρομεσαίων στρωμάτων που καταστρέφονται και που τα κηρύγματα περί «δημοκρατίας» ειδικά όταν προέρχονται από την αστική δημοκρατία που τους καταστρέφει, όταν προέρχονται από τα κόμματα ή από τα ΜΜΕ αυτής της δημοκρατίας, δεν τους λένε τίποτα. Το αντίθετο. Τα κόμματα και τα ΜΜΕ του κατεστημένου (όπως αυτά που διαφήμιζαν την σοβαρότητα των φασιστών) όσο περισσότερο «βρίζουν» τους φασίστες -χωρίς βέβαια ποτέ να αποκαλύπτουν το ρόλο τους- τόσο περισσότερο τους «ηρωοποιούν» στα μάτια των κατεστραμμένων. Τα στρώματα αυτά συνδέουν την επιβίωσή τους με την ικανοποίηση της οργής τους η οποία επαφίεται στους πιο λαϊκιστές και τους πιο... βαρβάτους «τιμωρούς».
Για την δυνατότητα του φασισμού να διεισδύει στην κοινωνική συνείδηση οι επισημάνσεις από την ιστορική εισήγηση του Γκεόργκι Δημητρόφ στο 7ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1935 αποκτούν δραματική επικαιρότητα και συνιστούν πολύτιμο εργαλείο:
(α) Ορισμένοι λένε ότι η κρίση και η φτωχοποίηση δεν είναι μια από τις αιτίες ενίσχυσης του φασισμού γιατί σε αντίθεση με την Ελλάδα των Μνημονίων σε άλλες χώρες της ΕΕ, επίσης γιγαντώνεται ο φασισμός, αλλά εκεί «δεν υπάρχει κρίση». «Ξεχνούν» ότι στην Ευρώπη έχει εγκαθιδρυθεί η κοινωνία των 2/3 και πάμε ολοταχώς για την κοινωνία του 1/3. «Ξεχνούν» ότι στη Γερμανία - «ατμομηχανή» της ΕΕ υπάρχουν 16 εκατομμύρια φτωχοί και κοινωνικά αποκλεισμένοι. Ότι υπάρχουν 7,5 εκατομμύρια εργαζόμενοι με μηνιαίο εισόδημα 400 ευρώ το μήνα. «Ξεχνούν» ότι στη Γαλλία υπάρχουν 8 εκατομμύρια φτωχοί, άνεργοι και κοινωνικά αποκλεισμένοι που αναζητούν καταφύγιο στα γκέτο και στις όχθες του Σηκουάνα. «Ξεχνούν» ότι στην Ολλανδία εκφράστηκε με τον πιο καθαρό τρόπο η βαρβαρότητα της καπιταλιστικής «ευημερίας» όταν η χώρα -παρότι εμφάνιζε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης- το 2012 πήγε σε εκλογές με επίδικο την επιβολή λιτότητας ύψους 16 δισ. ευρώ στις πλάτες του ολλανδικού λαού. «Ξεχνούν» ότι στη Βρετανία, αν και εκτός Ευρωζώνης και χωρίς την ανάγκη να βαφτίσει τη λιτότητα με τον όρο «μνημόνιο», εφαρμόζεται η πολιτική της κοινωνικής λεηλασίας, στην οποία οι ίδιοι οι φορείς της έχουν προσδώσει τον κωδικό «δάκρυα και αίμα». Προφανώς «ξεχνούν» ότι μιλάμε για
την ΕΕ των 30 εκατομμυρίων ανέργων και των 120 εκατομμυρίων απόκληρων.
(β) Η δημαγωγία του φασισμού, η φασιστική «ιδεολογία», ένα τόσο αντιδραστικό έκτρωμα της αστικής ιδεολογίας που συχνά στον παραλογισμό της φτάνει ως την τρέλα, αποκτά τη δυνατότητα να αποκτήσει επιρροή πάνω στις μάζες όσο η προχωρημένη σήψη του καπιταλισμού εισχωρεί στα κατάβαθα της ιδεολογίας του και του πολιτισμού του.
Όταν το σύστημα της διαφθοράς έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο σήψης ώστε να φτάνει να κάνει σημαία του το «όλοι μαζί τα φάγαμε», τότε, σε συνδυασμό με την απελπιστική κατάσταση πλατιών λαϊκών μαζών, ορισμένα τέτοια ευαίσθητα στρώματα κολλάνε από τα ιδεολογικά απορρίμματα της σήψης αυτής. Ουδείς πρέπει να υποτιμά την αποτελεσματική ικανότητα της ιδεολογικής επιδημίας του φασισμού να εισχωρεί στην κοινωνική συνείδηση, ειδικά σε συνθήκες σήψης που ξεκινά από τις πλαστές πινακίδες Λιάπη μέχρι τις μίζες της Ζήμενς και από τις «λίστες Λαγκάρντ» μέχρι τα σκάνδαλα των ΜΚΟ και των εξοπλιστικών προγραμμάτων.
(γ) Ο φασισμός αξιοποιεί την αποδυνάμωση των δημοκρατικών, πολιτικών και κοινωνικών ελευθεριών. Πριν κάνει ο Χίτλερ τη χρήση του άρθρου 48 του Συντάγματος της Βαϊμάρης που επέβαλε «γύψο» στη Γερμανία το είχαν κάνει οι φιλελεύθεροι και οι σοσιαλδημοκράτες.
Αυτή η αποδυνάμωση των δημοκρατικών αντανακλαστικών που επέρχεται από την τακτική μιας διακυβέρνησης μέσω Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου, επιβολής του «μαύρου» στις τηλεοπτικές οθόνες, επιβολή απαγορεύσεων συναθροίσεων λόγω έλευσης καγκελαρίων και υποπλανηταρχών, επιβολής Μνημονίων με συνοπτικές διαδικασίες κοκ, «εκπαιδεύει» κοινωνικά στρώματα στην λογική της αποδοχής των «εκτροπών». Το ίδιο συμβαίνει με την «καθαγίαση» των φασιστών και των ακροδεξιών μέσω της συμμετοχής τους σε κυβερνητικά σχήματα της αστικής δημοκρατίας, από την Αυστρία μέχρι τη Νορβηγία και την Ουκρανία – για να μην μιλήσουμε για την κυβέρνηση Παπαδήμου στην Ελλάδα… Το ίδιο συμβαίνει με την αποδοχή της ακροδεξιάς ατζέντας. Έχει αποδειχτεί από τη Γαλλία του Σαρκοζί μέχρι τον ημέτερο «Ξένιο Δία»: Όποτε η άρχουσα τάξη και τα κόμματά της αποφάσισαν να προωθήσουν τα ταξικά και ιδιαίτερα πολιτικά τους συµφέροντα παίζοντας το χαρτί της μισαλλοδοξίας, του ρατσισμού και του εθνικισµού, και µάλιστα στο όνοµα του «κατευνασµού» της Ακροδεξιάς, έσυραν την κοινωνία στη βαρβαρότητα και έγιναν τροφοί του φασιστικού φιδιού.
(δ) Ο φασισμός «παίζει» με το αίσθημα εθνικής αξιοπρέπειας. Ο φασισμός εκφράζει την πιο αντιδραστική μορφή του αστικού εθνικισμού. Για να διευκολύνει την διαιώνιση της ταξικής κυριαρχίας των ισχυρών, αποδίδει τα δεινά του λαού στην «εθνοτική του υποτίμηση» και όχι στην ταξική του καταπίεση. H φασιστική κλίκα, με το πρόσχημα ότι υπερασπίζεται τα πανεθνικά συμφέροντα, προωθεί την πολιτική καταπίεσης και εκμετάλλευσης του ίδιου της του λαού και της καταλήστευσης και υποδούλωσης άλλων λαών. Χρησιμοποιεί ως λίπασμα μετατροπής του πατριωτισμού σε σωβινισμό τον εθνικό μηδενισμό, που τον πλασάρουν με τη μάσκα του «διεθνισμού» οι ιδεολογικοί φορείς του κεφαλαίου που δεν έχει πατρίδα. Οι φασίστες μετατρέπουν την εθνική υπερηφάνεια του λαού για το παρελθόν του, για τους αγώνες του, για τη γλώσσα του, για την καταγωγή του, για τον τόπο του, για τα ιστορικά επιτεύγματά του, από εργαλείο φιλίας μεταξύ των λαών και εμπλουτισμού του ανθρώπινου πολιτισμού, σε «μαχαίρι» του μισανθρωπισμού. Ο φασίστας μαγαρίζει την έννοια του πατριωτισμού. Στη θέση της αγάπης για την πατρίδα και τον σεβασμό στις πατρίδες των άλλων, στη θέση
«Πατρίδα ή θάνατος» του Τσε Γκεβάρα, στη θέση
«Είμαστε γεμάτοι από αίσθημα εθνικής περηφάνειας» του Λένιν για το ρώσικο λαό το 1914, στη θέση του πατριωτισμού του ΕΑΜ που απελευθέρωνε την πατρίδα το 1944, ο φασισμός βάζει την πατριδοκαπηλεία και την μισαλλοδοξία.
Το κάνει πατώντας πάνω σε ό,τι θίγει το εθνικό αίσθημα κάθε λαού, το κάνει πατώντας πάνω στους εξευτελισμούς του αγγλικού δικαίου, της επιτήρησης, των ταπεινώσεων με «δόσεις» κοκ.
(ε) Οι φασίστες κατακρεουργούν ολόκληρη την ιστορία του κάθε λαού, για να παρουσιαστούν σαν απόγονοι και συνεχιστές του κάθε τι ανώτερου και ηρωικού στο παρελθόν του. Στα ναζιστικά βιβλία του μεσοπολέμου οι μεγάλοι άντρες του παρελθόντος του γερμανικού λαού παρουσιάζονταν σαν φασίστες. Ο Μουσολίνι καμωνόταν τον συνεχιστή του Γκαριμπάλντι. Οι Γάλλοι φασίστες φτιάχνουν σημαίες με την Παρθένα της Ορλεάνης σαν ηρωίδα τους. Οι Αμερικάνοι φασίστες επικαλούνται τις παραδόσεις των αμερικάνικων πολέμων ανεξαρτησίας, τις παραδόσεις του Ουάσινγκτον, του Λίνκολν.
Οι Έλληνες φασίστες, από τους οποίους βγήκαν οι Τσολάκογλου και οι Λογοθετόπουλοι, παριστάνουν τους «μαχητές της Πίνδου»! Όσοι λοιπόν συκοφαντούν, παραποιούν ή παρατάνε ό, τι έχει αξία από το ιστορικό παρελθόν του έθνους και της ανθρωπότητας στους φασίστες πλαστογράφους, όσοι συντάσσουν ευρω-μνημόνια για να συσχετίζουν και να ταυτίζουν (!) τον φασισμό με τον αμείλικτο εχθρό του, τον κομμουνισμό, όσοι παραχαράσσουν την Ιστορία βαφτίζοντας «φάρμακο» το ρετσινόλαδο του φασίστα Μεταξά ή «πρόοδο» το μυστρί του Παττακού, είναι υπόλογοι για την αποβλάκωση των λαϊκών μαζών. Χαρίζουν την κοινωνία στο φασισμό.
Συμπερασματικά: Ο φασισμός είναι μια επιδημία που με τη δημαγωγία του και την «αντισυστημική» μάσκα του εισχωρεί τόσο βαθύτερα στην κοινωνική συνείδηση όσο μεγαλύτερη είναι η σήψη του καπιταλιστικού συστήματος και η κοινωνική δυστυχία που αυτό προκαλεί, σε συνδυασμό με την αδυναμία του εργατικού κινήματος να βρεθεί στο ύψος των περιστάσεων της επίθεσης που δέχεται.
[Άρθρο του Νίκου Μπογιόπουλου από το enikos.gr - Υπογραμμίσεις τού συντάκτη]