Η ταχύτητα με την οποία το καθεστώς Μπους τζούνιορ αποφάσισε την εισβολή στο Ιράκ, καθώς και η δημιουργία πλαστών στοιχείων ότι ο Σαντάμ ετοίμαζε πυρηνικά όπλα, πείθουν και τον πλέον δύσπιστο ότι η εισβολή ήταν σχεδόν προαποφασισμένη. Όμως, γιατί μπήκε στο στόχαστρο το Ιράκ; Στο κάτω-κάτω, οι αεροπειρατές των δίδυμων πύργων προέρχονταν από τον Λίβανο, την Σαουδαραβία, τα Εμιράτα και την Αίγυπτο, κανένας από το Ιράκ. Από την άλλη, η Χεζμπολλάχ εχρηματοδοτείτο από το Ιράν ενώ η Χαμάς είχε βρει καταφύγιο στην Συρία. Οπότε, γιατί το Ιράκ; Για να βρούμε την απάντηση, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Οι νεοσυντηρητικοί τής Ουάσιγκτον έψαχναν από καιρό την ευκαιρία για έναν "πόλεμο-πρότυπο". Εκτιμώντας ότι ο ισλαμισμός λειτουργεί ανασχετικά στις επιδιώξεις τους για παγκοσμιοποίηση του νεοφιλελευθερισμού (επειδή ευνοεί μια πολιτική και οικονομική κουλτούρα αντίθετη προς τα δυτικά πρότυπα), θεωρούσαν αναγκαίο να χρησιμοποιήσουν μια χώρα ως "καταλύτη", μιας και ήταν αδύνατον να επέμβουν σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο. Ο υπερσυντηρητικός δημοσιογράφος Τόμας Φρήντμαν είναι σαφής, μιλώντας για την εισβολή στο Ιράκ: "Θα μπορούσε να ωθήσει ολόκληρο τον αραβικό-μουσουλμανικό κόσμο σε μια προοδευτικώτερη διαδρομή. Κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την οικοδόμηση ενός διαφορετικού προτύπου στην καρδιά αυτού του κόσμου" (New York Times, "The long bomb", 02/03/2003).
Ο αρχισυντηρητικός Μάικλ Λεντήν είναι κυνικώτερος: "Μόλις μπούμε στο Ιράκ, θα αντιμετωπίσουμε ολόκληρο το τρομοκρατικό δίκτυο...Μπορεί να εξελιχθεί σε έναν πόλεμο που θα αναδημιουργήσει τον κόσμο...Μόλις απομακρυνθεί ο Σαντάμ, μπορεί να καταρρεύσει η δυναστεία των Σαούντ. Σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει να επεκτείνουμε τον πόλεμο στην αραβική χερσόνησο και σε κάθε πετρελαιοπαραγωγική περιοχή" (Ρόμπερτ Ντρέυφους, "Just the beginning", στο American Prospect, 14/03/2003).
Η αλήθεια είναι ότι η πρώτη χώρα που υποδείχθηκε ως στόχος ήταν το Ιράν και ο Λεντήν επέμενε φορτικά σ' αυτό. Όμως, αυτή η ιδέα είχε πολλά μειονεκτήματα: το Ιράν ήταν μια συμπαγής χώρα, δίχως εθνοτικά προβλήματα, με υψηλό επίπεδο συνοχής, με χαμηλό μέσο όρο ηλικίας και, κυρίως, παρέμενε terra incognita για τους αμερικανούς στην μετά-Σάχη εποχή. Παράλληλα, ως στόχος, το Ιράν δεν διέθετε κανένα από τα πλεονεκτήματα του Ιράκ, όπως: (α) εθνοτικές έριδες και, μάλιστα, μειονότητες με αποσχιστικές τάσεις, όπως οι κούρδοι στο βόρειο Ιράκ, (β) θρησκευτικές έριδες μεταξύ σιιτών και σουνιτών, (γ) γειτνίαση με πιθανές εστίες ανάφλεξης, όπως η Συρία ή η Σαουδική Αραβία, (δ) φιλικά γειτονικά εδάφη, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν οι δυνάμεις των ΗΠΑ, όπως η Τουρκία, (ε) έναν λαομίσητο ηγέτη, όπως ο Σαντάμ, η εξόντωση του οποίου δεν θα δημιουργούσε σοβαρές διαμαρτυρίες τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας.
Επί πλέον, τόσο οι υποδομές τού Ιράκ όσο και η στρατιωτική του μηχανή ήσαν εξουθενωμένες από το υπερδεκαετές μποϋκοτάζ που είχε επιβληθεί στην χώρα μετά τον "πόλεμο του Κόλπου", επί ημερών μπαμπά Μπους. Και, τέλος, εκείνος ο "πόλεμος του Κόλπου" είχε αναλυθεί σε βάθος από τους στρατηγικούς αναλυτές τού Πανεπιστημίου Εθνικής Άμυνας, οι οποίοι είχαν καταδείξει πώς θα μπορούσε να επαναληφθεί η "καταιγίδα της ερήμου" στον μισό χρόνο με καλύτερα αποτελέσματα.
Κάπως έτσι, λοιπόν, οι πολιτειακοί νεοφιλελεύθεροι επέλεξαν το Ιράκ για να μεταλαμπαδεύσουν την αντεπανάστασή τους στην ισλαμική Ασία. Όπως η Χιλή χρησίμευσε το 1973 ως πρότυπο για την νεοφιλελεύθερη εξάπλωση στην Λατινική Αμερική, έτσι και το Ιράκ, 30 χρόνια αργότερα, θα χρησίμευε ως υπόδειγμα για την δημιουργία νέων "ιδανικών" κρατών στον ευρύτερο αραβικό κόσμο. Σε άρθρο του με τίτλο "What were they thinking?", ο Τόμας Φρήντμαν εξηγεί με σαφήνεια: "Δεν κάνουμε ανοικοδόμηση ενός έθνους στο Ιράκ. Κάνουμε δημιουργία ενός έθνους..." (New York Times, 07/10/2005).
Θα κλείσουμε το σημερινό μας σημείωμα με έναν παραλληλισμό από τα παλιά. Το 1999, οι "σύμμαχοι" του ΝΑΤΟ βομβάρδισαν το Βελιγράδι, με την δικαιολογία ότι ο Μιλόσεβιτς παραβίαζε τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όμως, η αλήθεια ήταν τελείως διαφορετική, όπως αποκάλυψε λίγα χρόνια αργότερα ο Στρόουμπ Τάλμποτ, αναπληρωτής υπουργός εξωτερικών τού Κλίντον: "Ενώ τα έθνη σε όλη την περιοχή επεδίωκαν να μεταρρυθμίσουν τις οικονομίες τους...το Βελιγράδι συνέχιζε να κινείται προς αντίθετη κατεύθυνση. Δεν υπάρχει απορία για το ότι ΝΑΤΟ και Γιουγκοσλαβία κατέληξαν σε τροχιά σύγκρουσης. Η αντίσταση της Γιουγκοσλαβίας στην ευρύτερη τάση για πολιτική και οικονομική μεταρρύθμιση -όχι η καταπίεση των αλβανών τού Κοσσυφοπεδίου- εξηγεί κατά τον καλύτερο τρόπο τον πόλεμο του ΝΑΤΟ"(*).
Θα συνεχίσουμε.
(*) Από το βιβλίο τού Τζων Νόρρις "Collision Course: NATO, Russia and Kosovo", το οποίο δεν κυκλοφορεί στα ελληνικά. Το απόσπασμα που παραθέτω εδώ έχει δημοσιευθεί σε πολλούς ιστότοπους (Sahota, Antiwar, DeLong κλπ), απ' όπου το μετέφρασα, αφού το διασταύρωσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου