Πνευματικά δικαιώματα δεν υπάρχουν. Οι ιδέες πρέπει να κυκλοφορούν ελεύθερα. Άρα...
... η αντιγραφή όχι απλώς επιτρέπεται αλλά είναι και επιθυμητή, ακόμη και χωρίς αναφορά της πηγής!

Η γλώσσα κόκκαλα τσακίζει

- "Ο λόγος που μ' άφησες έξω από την υπόθεση", είπε ήσυχα, "ήταν ότι νόμισες πως η αστυνομία δεν θα πίστευε ότι σκέτη περιέργεια μ' έσπρωξε να κατέβω εκεί κάτω χτες το βράδυ. Θα υποψιάζονταν ίσως ότι είχα κάποιον ύποπτο λόγο και θα με σφυροκοπούσαν μέχρι να σπάσω".
- "Πώς ξέρεις αν δεν σκέφτηκα το ίδιο πράγμα;"
- "Οι αστυνομικοί είναι κι αυτοί άνθρωποι", είπε ξεκάρφωτα.
- "Έχω ακούσει ότι σαν τέτοιοι ξεκινάνε".

[Ραίημοντ Τσάντλερ, "Αντίο, γλυκειά μου", εκδόσεις Λυχνάρι, 1990 (σελ.: 54)]

10 Ιουλίου 2011

"Ο ήλιος των μελλοθανάτων"

Σήμερα θα κάνουμε την γνωριμία μας με έναν σημαντικό εκπρόσωπο της σύγχρονης γαλλικής λογοτεχνίας, ο οποίος έφυγε πρόωρα από κοντά μας. Ο λόγος για τον Ζαν-Κλωντ Ιζζό, ο οποίος γεννήθηκε το 1945 στην Μασσαλία, δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα σε ηλικία 50 ετών και πρόλαβε να μας αφήσει πέντε μυθιστορήματα, πριν πεθάνει πέντε χρόνια αργότερα.

Μέσα από τα έργα του, ο Ιζζό περιγράφει, με νοσταλγία και μελαγχολία, τον κόσμο της Μασσαλίας, όπου γεννήθηκε και έζησε, μέσα από τις περιπέτειες των ηρώων του. Συνήθης πρωταγωνιστής στις ιστορίες του είναι ο Φαμπιό Μοντάλ, ένας ευαίσθητος αστυνόμος, απόγονος μεταναστών, εχθρός της βίας, ο οποίος αγαπά την ποίηση, την τζαζ, το ψάρεμα, τις γυναίκες και την πόλη του, τη Μασσαλία. Μια πόλη σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών, το μεγάλο λιμάνι της Γαλλίας. Η Μασσαλία, με το λιμάνι και τους ανθρώπους της, τους δρόμους και τα κορίτσια της, εκεί όπου διασταυρώνονται γάλλοι ρατσιστές, διεφθαρμένοι αστυνομικοί, φανατικοί ισλαμιστές, ενώ η σκιά της Μαφίας απλώνεται παντού, αποτελεί το ιδανικό σκηνικό για νουάρ ιστορίες.

Δυσκολεύτηκα μέχρι να επιλέξω το βιβλίο με το οποίο θα κάναμε την γνωριμία μας μαζί του. Τελικά, διάλεξα το κύκνειο άσμα του με τίτλο "Ο ήλιος των μελλοθανάτων". Εδώ, ο Ιζζό διατηρεί μεν το γνώριμο σκηνικό της Μασσαλίας με τις πόρνες της, τους αστέγους της και όλους τους "αθλίους" της, τους οποίους ο συγγραφέας περιβάλλει με την ίδια πάντα αγάπη και κατανόηση, αλλά το μυθιστόρημα ξεχειλίζει από έναν έντονο μελοδραματισμό. Ειπώθηκε πως αυτός ο μελοδραματισμός οφείλεται στο ότι ο Ιζζό γνώριζε ότι το τέλος της ζωής του πλησίαζε αλλά τί σημασία έχει ο λόγος;

Θα περίμενε κανείς ότι πρώτη επιλογή για μια γνωριμία με τον Ιζζό θα ήταν το πιο γνωστό του "Οι βατσιμάνηδες της Μασσαλίας". Όμως, "Ο ήλιος των μελλοθανάτων" μού φαίνεται -προσωπικά πάντα- ως το πιο ώριμο έργο του συγγραφέα, αν επιτρέπεται τέτοιος χαρακτηρισμός. Με κάποια δόση υπερβολής, θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι εδώ ο Ιζζό βαδίζει στα βήματα του Ουγκώ: χρησιμοποιεί τους "αθλιους" του ως πρόσχημα και τον μελοδραματισμό ως στήριγμα για να φτάσει στον σκοπό του, ο οποίος δεν είναι άλλος από την κατάδειξη (η οποία αγγίζει συχνά τα όρια της ανατομίας) των αιτίων που οδηγούν τον σύγχρονο κόσμο στην εξαθλίωση.

"Ο ήλιος των μελλοθανάτων" είναι ένα ρέκβιεμ στους μοναχικούς και ηττημένους της σύγχρονης κοινωνίας. Εδώ δεν πρωταγωνιστεί ο αστυνόμος Μοντάλ αλλά ένας άστεγος, ο Ρικό. Ο συγγραφέας περιγράφει το τελευταίο ταξίδι του Ρικό από το Παρίσι στην Μασσαλία, μετά τον θάνατο του μοναδικού φίλου του, επίσης απόκληρου, του Τιτί. Στην κόλαση, την απανθρωπιά και την σκληρότητα του δρόμου ήταν το στήριγμά του και μοιραζόταν μ' αυτόν τα τελευταία ψίχουλα ζεστασιάς, ανθρωπιάς και αλληλεγγύης που τους είχαν απομείνει. Και τώρα...

Το μυθιστόρημα δεν έχει ούτε συγκλονιστική πλοκή ούτε καταιγιστική δράση ούτε απίθανες ανατροπές. Έχει, όμως, άφθονη ανθρωπιά, αλληλεγγύη, σεβασμό και ευγένεια για τους άστεγους συντρόφους, τους "αφορισμένους", τους οποίους οι σύγχρονες κοινωνίες παραπετούν στα μετρό, στις πλατείες, στα γκετοποιημένα αποβιομηχανοποιημένα εργατικά προάστια. Στο κύκνειο άσμα του Ιζζό πρωταγωνιστούν οι "ευνοούμενοι της απόγνωσης και της δυστυχίας". Είναι αφιερωμένο σ’ αυτούς που δεν θα ξανακλάψουν στη ζωή τους από ευτυχία.

"Ο ήλιος των μελλοθανάτων" θα μπορούσε να είναι ένα καταθλιπτικό βιβλίο αλλά δεν είναι. Αντίθετα, αφήνει μια γεύση αισιοδοξίας ως ύστατο χαιρετισμό του συγγραφέα που πεθαίνει προς την κοινωνία που αφήνει πίσω του. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Πόλις" και, παρ' ότι δεν είναι ούτε το μικρότερο βιβλίο που έχουμε παρουσιάσει από τούτο το ιστολόγιο (σχεδόν 250 σελίδες) ούτε το φτηνότερο (κοστίζει περίπου 12-13 ευρώ) ούτε το πλέον κατάλληλο για χαλάρωμα στην παραλία, είμαι απολύτως σίγουρος ότι ο αναγνώστης θα το λατρέψει.

9 Ιουλίου 2011

Καπιταλισμός - χαρακτηριστικά και αδιέξοδα (5)

Σε συνέχεια όσων αναφέραμε χτες, πρέπει να σημειώσουμε ότι, σύμφωνα με την κεφαλαιοκρατική αντίληψη, η συνεχής αύξηση και υπερσυσσώρευση κεφαλαίων θα έπρεπε να συνοδευτεί από ανάλογη αύξηση της κερδοφορίας. Όμως, κάτι τέτοιο συμβαίνει μόνο σε θεωρητικό επίπεδο, με βάση τα διάφορα μοντέλα ανάλυσης. Στην πράξη, σε μια κοινωνία η οποία κυριολεκτικά λεηλατείται από το κεφάλαιο, δημιουργούνται αδιέξοδα.

Πράγματι, εφ' όσον ο πλουτισμός των ολίγων γίνεται με την απομύζηση των πολλών και οι μάζες υποχρεώνονται να ζουν σε καθεστώς συνεχούς απαξίωσης των εισοδημάτων τους, είναι αδύνατον το κεφάλαιο να εξασφαλίσει τέτοια κέρδη. Για να είμαστε, μάλιστα, ειλικρινείς, πρέπει να παραδεχτούμε ότι ακόμα και τα 26 δισ. κερδών του 2004 ήταν ένα αστρονομικό ποσό, το οποίο εξασφαλίστηκε επειδή το σύστημα ενεργοποίησε το τραπεζικό κύκλωμα για να χρηματοδοτηθεί η κεφαλαιακή λειτουργία και, κατ' επέκταση, η κερδοφορία. Πώς; Με την δίχως κανόνες χορήγηση επιχειρηματικών δανείων και, κυρίως, με τον εθισμό των μαζών σε κάθε είδους δάνεια (ακόμα και για διακοπές!), τα οποία έστελναν κατ' ευθείαν ζεστό χρήμα στα ταμεία των μεγάλων επιχειρήσεων.

Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος βαθύς γνώστης της οικονομικής επιστήμης για να αντιληφθεί ότι η τόνωση της κατανάλωσης με τεχνητά μέσα (δηλαδή, όχι με αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος αλλά με δανεικά) δεν μπορεί να αποτελέσει στήριγμα. Ο δανεισμός μπορεί να έδωσε κάποιες ανάσες στο σύστημα αλλά, ουσιαστικά, απλώς μετέθεσε για αργότερα το ξέσπασμα της κρίσης. Μιας κρίσης την οποία βιώνουμε σήμερα και η οποία σίγουρα ήταν αναπότρεπτη.

Σήμερα, όμως, δεν μιλάμε για κρίση σε κάποιον κλάδο (όπως π.χ. στην κλωστοϋφαντουργία, που αναφέραμε σε προηγούμενο σημείωμα) ή σε μια συνηθισμένη ιστορία συγχώνευσης ή, έστω, στο κλείσιμο κάποιας επιχείρησης. Σήμερα βρισκόμαστε στο σημείο όπου έχουν ανατραπεί συνολικά οι συνθήκες αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Έχουμε ενώπιόν μας μια κρίση, η οποία προκλήθηκε από την υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου σε τέτοια επίπεδα ώστε για το ξεπέρασμά της δεν αρκεί η απλή καταστροφή κάποιων μονάδων αλλά η μαζική καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων.

Στα προηγούμενα κάναμε λόγο για κάποιες "αντισταθμιστικές" παρεμβάσεις, οι οποίες απαιτούνται για την κερδοφορία του κεφαλαίου. Σήμερα, λοιπόν, τα υπερκέρδη του χτες επιβάλλουν την λήψη εξαιρετικά βίαιων παρεμβάσεων. Το σύστημα ενδιαφέρεται, κυρίως, να αυτοπροστατευτεί ώστε η κρίση να μη μετεξελιχθεί σε αμφισβήτησή του. Έτσι, δρομολογεί τις απαραίτητες διαδικασίες για την επανεκκίνησή του με όσες μονάδες επιβιώσουν από την καταστροφή.

Αυτή η καταστροφή έχει ήδη αρχίσει και, ειδικά στο επίπεδο της εργασίας, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Αδιάψευστοι μάρτυρές της είναι τα στοιχεία για την ανεργία και την υποαπασχόληση, την επέκταση των ελαστικών μορφών εργασίας (μάλλον για ελαστικές μορφές ανεργίας θα έπρεπε να μιλάμε), την μείωση των αμοιβών και την σύνθλιψη όλων εκείνων των εργασιακών δικαιωμάτων που είχαν κατακτηθεί με δεκαετίας αγώνων και θυσιών. Αλλά και οι άλλες παραγωγικές δυνάμεις καταστρέφονται με ταχείς ρυθμούς: εργοστάσια κλείνουν, εγκαταστάσεις απαξιώνονται, μηχανολογικός εξοπλισμός καταντάει παλιοσίδερα κλπ.

Αναπότρεπτα, πλησιάζει η σειρά του υπερσυσσωρευμένου τραπεζικού κεφαλαίου. Οι τράπεζες που θησαύρισαν μέσω της διαχείρισης των κρατικών χρεών νοιώθουν ήδη τριγμούς. Γι' αυτό άρχισαν και την κουβέντα περί "αναδιαρθρώσεων". Επειδή ψάχνουν εναγώνια το νέο σημείο ισορροπίας, ώστε να καταγράψουν τις λιγώτερες δυνατές απώλειες. Αυτή η αναζήτηση αναδεικνύει τα αντιτιθέμενα συμφέροντα, όχι μόνο ανάμεσα στις τράπεζες αλλά και ανάμεσα σε ολόκληρες χώρες. Όλων ο στόχος είναι ο ίδιος: να ελαχιστοποιηθεί η χασούρα.

Εδώ ο λαός πρέπει να αδιαφορεί. Η χασούρα του κεφαλαίου δεν πρέπει να τον ενδιαφέρει. Όποια κι αν είναι η λύση που θα επιλέξει το σύστημα (επιμήκυνση, αναδιάρθρωση, ελεγχόμενη ή μη χρεωκοπία, μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα προγράμματα κλπ), οι όροι εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης είναι σίγουρο ότι θα επιδεινωθούν για τους εργαζόμενους. Ο απλός λαός δεν πρέπει να έχει καμμιά ψευδαίσθηση για κάτι διαφορετικό. Ίσα-ίσα, πρέπει να συνειδητοποιήσει δυο πράγματα. Πρώτον, τις αγεφύρωτες ταξικές διαφορές ανάμεσα σ' αυτόν και τους κεφαλαιοκράτες. Και, δεύτερον, την ανάγκη για οργάνωση και αγώνα ώστε να ανατραπεί οριστικά όλο αυτό το σύστημα που τον εκμεταλλεύεται. Μόνον έτσι μπορούμε να δούμε κάποια μέρα τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου να λειτουργούν όχι με σκοπό τα κέρδη των ολίγων αλλά την ικανοποίηση των αναγκών των πολλών.

8 Ιουλίου 2011

Καπιταλισμός - χαρακτηριστικά και αδιέξοδα (4)

Μια από τις "επιχειρησιακές επιτυχίες", για τις οποίες γίνεται πολύς λόγος όποτε συμβαίνουν, είναι και οι συγχωνεύσεις ομοειδών (και όχι μόνο) επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, ο τόπος μας βούηξε τα τελευταία χρόνια με τους σχεδιαζόμενους τραπεζικούς "γάμους" ανάμεσα σε Εθνική και Άλφα ή Πειραιώς και Ταχυσρομικού Ταμιευτηρίου, οι οποίοι παρουσιάστηκαν ως βήματα προόδου κλπ. Παράλληλα, εκτός από τις συγχωνεύσεις, παρουσιάζουν εξαιρετικό επιχειρησιακό ενδιαφέρον και οι εξαγορές ολόκληρων μονάδων ή ακόμα και τμημάτων αυτών, όπως π.χ. η εξαγορά του κλάδου των παγωτών της Δέλτα από την Νεστλέ. Ας ρίξουμε, λοιπόν, μια ματιά να δούμε τι πραγματικά συμβαίνει πίσω από την βιτρίνα.

Οι εξαγορές επιχειρήσεων και οι συγχωνεύσεις ανάμεσα σε ομοειδείς ή μη επιχειρήσεις είναι επιχειρηματικές πρωτοβουλίες με δύο όψεις. Η μία όψη αφορά την συγκέντρωση τόσο των κεφαλαίων όσο και της παραγωγής από μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, οι οποίοι, μετά την επικράτησή τους σε κάποιον κλάδο, επεκτείνουν την δραστηριότητά τους σε όλο και περισσότερους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, ενισχύοντας την οικονομική τους ισχύ και τα κεφάλαια που διαχειρίζονται. Η άλλη όψη, αυτή που δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά, είναι ότι αυτές οι διαδικασίες σημαίνουν ταυτόχρονα και μία ελεγχόμενη καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων. Πολλές θέσεις εργασίας χάνονται, εργοστασιακές μονάδες μετατρέπονται σε αποθήκες εξυπηρέτησης των νέων επιχειρηματικών ομίλων, παραγωγικά τμήματα των απορροφούμενων επιχειρήσεων κλείνουν κλπ.

Σε μια μη καπιταλιστική κοινωνία, η ισχυροποίηση των παραγωγικών μονάδων αποβαίνει σε όφελος του κοινωνικού συνόλου, μιας και ο κεντρικός σχεδιασμός δρομολογεί τις παραγωγικές δυνάμεις στην κάλυψη των πραγματικών αναγκών της κοινωνίας. Όμως, στα πλαίσια του καπιταλισμού και των εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής, αυτές οι διαδικασίες στοχεύουν πάντοτε στην ενίσχυση της κερδοφορίας του μεγάλου κεφαλαίου. Κι όπως είδαμε και στα προηγούμενα σημειώματα, η ενίσχυση της κερδοφορίας περνάει μέσα από την καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων. Έτσι, οι εργαζόμενοι που περισσεύουν μένουν άνεργοι, τα εργοστάσια κλείνουν, τα μηχανήματα καταντούν παλιοσίδερα και οι παραγωγικές δυνατότητες μένουν αναξιοποίητες. Κάπως σαν τα ροδάκινα που καταλήγουν στις χωματερές ενώ υπάρχει γύρω μας κόσμος ο οποίος αναζητά την τροφή του στους σκουπιδοντενεκέδες.

Στον ίδιο ακριβώς παρονομαστή (δηλαδή, στην αναπότρεπτη καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων) οδηγεί και η διαδικασία συνεχούς συσσώρευσης κεφαλαίων, η υπερσυσσώρευση. Τι συμβαίνει στην χώρα μας; Το καθεστώς της όλο και μεγαλύτερης εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, μαζί με την πολιτική στήριξης του κεφαλαίου εκ μέρους των αστικών κυβερνήσεων, οδήγησαν σε μια πρωτοφανή αύξηση του πλούτου που συγκέντρωσαν στα χέρια τους οι μεγάλες επιχειρηματικές μονάδες. Με τα επίσημα στοιχεία των μεγάλων και πολύ μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων για την περίοδο 2004-2009, τα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια αγγίζουν εξωφρενικά επίπεδα. Συγκεκριμένα, το συνολικό ενεργητικό αυτών των ομίλων, από 388,5 δισ.ευρώ το 2004, εκτοξεύθηκε στα 832,7 δισ. το 2009, σημειώνοντας αύξηση της τάξης του 114,4%!!!

Για να καταλάβουμε περί τίνος πρόκειται, αρκεί να σημειώσουμε ότι, σε μια περίοδο που οι μισθοί και οι συντάξεις για την απόλυτη πλειοψηφία του λαού παρέμειναν ουσιαστικά καθηλωμένες (χάνοντας, μάλιστα, τμήμα της αγοραστικής τους αξίας), το ενεργητικό των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων από 230% του ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 354% του ΑΕΠ! Εκεί, δηλαδή, που η εταιρική περιουσίααυτών των ομίλων ήταν 2,3 φορές το ΑΕΠ της χώρας, μέσα σε πέντε χρόνια ανέβηκε στα 3,5 ΑΕΠ! Και όμως, κατά την ίδια περίοδο, και η ανεργία εκτινάχτηκε και οι εργαζόμενοι έφτασαν στο σημείο να κατηγορούνται ως...σπάταλοι!


Για όσους καταλαβαίνουν στοιχειωδώς τα οικονομικά πράγματα, αυτή η διαδικασία της απότομης, της ξέφρενης συγκέντρωσης πλούτου από τους κεφαλαιοκράτες αποτελούσε σαφές προμήνυμα ότι πολύ σύντομα θα ξεσπούσε μια οικονομική κρίση. Στο επόμενο σημείωμά μας θα δούμε αναλυτικώτερα το πώς οδηγηθήκαμε στο ξέσπασμα αυτής της κρίσης.

7 Ιουλίου 2011

Καπιταλισμός - χαρακτηριστικά και αδιέξοδα (3)

Η ύπαρξη των περιορισμών, που είδαμε στο προηγούμενο σημείωμα, δεν εμποδίζει τους μεμονωμένους κεφαλαιοκράτες να επιδιώκουν, ο καθένας για λογαριασμό του, την συνεχή αύξηση της παραγωγής, προσβλέποντας σε περισσότερα κέρδη. Έτσι, ο κάθε κεφαλαιούχος ενεργεί με διπλή στόχευση: πρώτον, την ενίσχυση των δικών του κεφαλαίων (δηλαδή, της δικής του παραγωγής), ώστε να αυξηθούν τα δικά του κέρδη και, δεύτερον, την αποδυνάμωση των ανταγωνιστών του, ώστε να ισχυροποιηθεί η θέση του στην αγορά.

Αυτό το χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού συστήματος έχει ως αποτέλεσμα την κατά καιρούς διατάραξη των ισορροπιών, οι οποίες διευκολύνουν την απρόσκοπτη συνέχιση της παραγωγικής δραστηριότητας και, κατ' επέκταση, της κερδοφορίας. Λογικό, αφού όπως καταλαβαίνει ο καθένας μας, είναι αδύνατον όλοι οι κεφαλαιούχοι να μπορούν να αυξάνουν συνεχώς τα κεφάλαιά τους και να διευρύνουν την παραγωγή και τα κέρδη τους, σε μια κοινωνία της οποίας τα όρια απορρόφησης της παραγωγής είναι συγκεκριμένα και δεν υπάρχει δυνατότητα πωλήσεων πέρα από τα όρια της ζήτησης, όπως αυτά χαράσσονται από τις -καπιταλιστικά δομημένες- παραγωγικές σχέσεις. Γι΄ αυτό, κάθε τόσο, απαιτούνται "αντισταθμιστικές παρεμβάσεις", ώστε να επανέλθουν τα κεφάλαια στα επίπεδα της ικανοποιητικής κερδοφορίας.

Θα μου πείτε ότι δεν νοούνται παρεμβάσεις στον καπιταλισμό, από την στιγμή που αυτός αναπνέει και αναπτύσσεται σε ελεύθερες αγορές και δεν ανέχεται παρεμβάσεις, οι οποίες θα του προκαλέσουν στρεβλώσεις. Καταλαβαίνω την ένσταση σε θεωρητικό επίπεδο, επειδή καταγράφει χαρακτηριστικά ένα από τα αδιέξοδα του καπιταλιστικού συστήματος. Όμως, άλλα υποστηρίζει η θεωρία και άλλα συμβαίνουν στην πράξη. Στην πράξη, απαιτείται μια βίαιη παρέμβαση ώστε το σύστημα να ξεφύγει από το αδιέξοδο και να ξαναρχίσει τον κύκλο του. Αν δεν υπήρχαν τέτοιες παρεμβάσεις, θα φτάναμε στο τέλος του καπιταλισμού. Ας δούμε δυο παραδείγματα, για να καταλάβουμε καλύτερα τα περί παρεμβάσεων.

Πρώτο παράδειγμα. Λέγεται (και είναι σωστό) ότι ένας από τους πλέον κερδοφόρους τομείς για το κεφάλαιο είναι και η βιομηχανία όπλων. Όταν η παραγωγή όπλων αντιμετωπίζει πρόβλημα μειωμένης ζήτησης, το παραγόμενο εμπόρευμα μένει αδιάθετο στις αποθήκες των βιομηχανιών και τα κέρδη του κλάδου κατακρημνίζονται. Επομένως, το συμφέρον του κεφαλαίου είναι να συντηρείται η αυξημένη ζήτηση, ακόμη και με τεχνητούς τρόπους. Με απλά λόγια, οι βιομηχανίες όπλων αντιμετωπίζουν την ειρήνη ως τον μεγαλύτερο εχθρό τους ενώ, αντίθετα, έχουν κάθε συμφέρον να συντηρούν τις υπάρχουσες αιτίες πολέμων αλλά και να φροντίζουν να δημιουργούν καινούργιες. Ας αναρωτηθούμε πόσοι πόλεμοι έγιναν και γίνονται μόνο και μόνο για να μπορούν κάποιοι να πουλάνε κανόνια, άρματα, υποβρύχια ή πολεμικά αεροπλάνα και θα καταλάβουμε.

Το δεύτερο παράδειγμα θα το πάρουμε από όσα έγιναν στον τόπο μας, τα τελευταία χρόνια, στον κλάδο των γαλακτοκομικών προϊόντων. Εδώ κυριαρχούσαν δυο μεγάλες εταιρείες: η ΔΕΛΤΑ του Δασκαλόπουλου και η ΦΑΓΕ των αδελφών Φιλίππου. Σε ένα υποτιθέμενο καθεστώς πλήρους ανταγωνισμού, αυτές οι δυο εταιρείες είχαν δημιουργήσει συνθήκες ολιγοπωλιακού ανταγωνισμού, καταπίνοντας δεκάδες μικρές γαλακτοκομικές βιοτεχνίες. Παράλληλα, με συνεχείς τοποθετήσεις νέων κεφαλαίων και συμπιέζοντας τα κόστη τους εις βάρος των κτηνοτρόφων (αγοράζοντας κοψοχρονιά το γάλα τους), έφτασαν την παραγωγή γάλακτος στα όριά της. Τα κέρδη τους εκτινάχτηκαν αλλά το αδιέξοδο δεν άργησε να εμφανιστεί, αφού οι καταναλωτές, από ένα σημείο και μετά, δεν μπορούσαν να απορροφήσουν όλη την ποσότητα γάλακτος, που ήταν σε θέση να παράγουν οι δυο βιομηχανίες.

Εκεί κορυφώθηκε ο πόλεμος ανάμεσα στις δυο εταιρείες. Ο Δασκαλόπουλος βρήκε στήριξη στα ξένα κεφάλαια της εβραϊκής Danone, με αποτέλεσμα η ΦΑΓΕ να μην αντέξει και να αποχωρήσει από την παραγωγή παστεριωμένου γάλακτος. Η αποχώρηση της ΦΑΓΕ συνοδεύτηκε από απολύσεις προσωπικού, κλείσιμο της γραμμής παραγωγής γάλακτος και συρρίκνωση του δικτύου διακίνησης των προϊόντων της.

Μπορούμε να αποτυπώσουμε το τελευταίο παράδειγμα με τον εξής θεωρητικό τρόπο: Η ολιγοπωλιακή παραγωγή γάλακτος, στοχεύοντας την μεγιστοποίηση του κέρδους, αύξησε τόσο την παραγωγή ώστε ξεπέρασε τα όρια της ζήτησης. Έτσι, το συσσωρευμένο κεφάλαιο (εργοστάσια, επενδύσεις, προϊόντα, εργαζόμενοι κλπ) ακινητοποιήθηκε, ρίχνοντας κατακόρυφα την απόδοσή του. "Αντισταθμιστικά", πάρθηκαν ορισμένα μέτρα (μείωση της τιμής αγοράς γάλακτος, αύξηση της -ολιγοπωλιακά οριζόμενης- τιμής πώλησης), τα οποία καθυστέρησαν την τελική ρήξη. Για να ξαναπάρει μπρος το σύστημα, μόνο ένας τρόπος υπήρχε κι αυτός δεν ήταν παρά η καταστροφή ενός τμήματος του συσσωρευμένου κεφαλαίου (στην θεωρία, αυτή η καταστροφή λέγεται αποεπένδυση). Μοιραία, ξέσπασε εσωτερικός κεφαλαιακός πόλεμος, ο οποίος έκρινε ποιο τμήμα του κεφαλαίου θα καταστρεφόταν.

Ας μη νομίσουμε, όμως, ότι καταστροφή συσσωρευμένου κεφαλαίου γίνεται μόνο με ανοιχτές συγκρούσεις. Στην συνέχεια θα δούμε ότι το οπλοστάσιο του καπιταλισμού είναι πολύ πλούσιο.

6 Ιουλίου 2011

Καπιταλισμός - χαρακτηριστικά και αδιέξοδα (2)

Το χαρακτηριστικό που εξετάσαμε στο χτεσινό σημείωμα, αποτελεί νομοτελειακή αρχή του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, η κατανόηση της οποίας μας διευκολύνει να κατανοήσουμε το επόμενο χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλισμού. Αφού, λοιπόν, αυτό το σύστημα θεοποιεί το κέρδος, είναι λογικό ότι η καπιταλιστική παραγωγή διέπεται από αυστηρούς κανόνες και περιορισμούς, οι οποίοι προσδιορίζονται από την κερδοσκοπική δυνατότητα των κεφαλαιοκρατών. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι αυτοί οι κανόνες τηρούνται με θρησκευτική ευλάβεια, όσο ανταγωνιστικά ή άναρχα κι αν εξελίσσεται αυτή η παραγωγή.

Ο σκεπτόμενος αναγνώστης θα διαγνώσει εύκολα την αντίφαση που ενυπάρχει στην παραπάνω διατύπωση: αφού το κέρδος περνάει μέσα από τη συνεχή αύξηση της παραγωγής (ώστε να αυξηθούν οι πωλήσεις που αποφέρουν κέρδος), πώς μπορεί να υπάρχουν περιορισμοί στην παραγωγή; Εδώ βρίσκεται μια από τις εγγενείς αδυναμίες του καπιταλισμού: η ιδιοποίηση του παραγόμενου πλούτου.

Ας δούμε λίγο καλύτερα αυτό το τελευταίο. Η έφεση του καπιταλισμού για μεγιστοποίηση του κέρδους οδηγεί στην ιδιοποίηση του πλούτου εκ μέρους των κεφαλαιοκρατών εις βάρος των εργαζομένων, μέσω της αύξησης της υπεραξίας της εργασίας την οποία καρπούται το κεφάλαιο. Έτσι, ο πλούτος συσσωρεύεται στα χέρια λίγων, μειώνοντας την δυνατότητα των πολλών να καταναλώσουν το σύνολο της παραγωγής. Αυτή η αντίφαση ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση προσδιορίζει και τα όρια της καπιταλιστικής παραγωγής, αφού η αύξηση της παραγωγής δεν μπορεί να συνδυαστεί με αντίστοιχη αύξηση της αγοράς των παραγόμενων προϊόντων, μιας κι είναι εύκολα κατανοητό ότι η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων εξαρτάται απόλυτα από την αξία της εργασίας τους.

Με άλλα λόγια, ο κεφαλαιοκράτης καρπώνεται μεν το κέρδος της υπεραξίας της εργασίας αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί ισόποση μείωση της κατανάλωσης. Αυτό δημιουργεί φαινόμενα ντόμινο: η μείωση της κατανάλωσης οδηγεί σε μείωση της παραγωγής, η μείωση της παραγωγής οδηγεί σε μείωση του εργατικού εισοδήματος κι αυτή έχει ως συνέπεια την περαιτέρω μείωση της κατανάλωσης. Τώρα πια, ακόμη κι ο πλέον αδύνατος νους μπορεί να καταλάβει πώς η τελική κατάληξη αυτών των αλληλοδιάδοχων καταστάσεων δημιουργεί αυτό που μάθαμε να αποκαλούμε "κρίση".

Εκτός, λοιπόν, από το γεγονός ότι η παραγωγή στον καπιταλισμό είναι αποσυνδεδεμένη από τις ανάγκες της κοινωνίας και εξαρτάται αποκλειστικά από το κέρδος του κεφαλαίου, υπάρχουν και συγκεκριμένα όρια του όγκου της παραγωγής, με βάση τις δυνατότητες απορρόφησης των παραγόμενων προϊόντων τις οποίες έχει το μεγάλο μέρος του πληθυσμού, οι λαϊκές μάζες. Αυτό σημαίνει όρια στην ανάπτυξη της παραγωγής, όρια στις θέσεις εργασίας, όρια στο πλαίσιο κάλυψης των κοινωνικών αναγκών και, μαζί με όλα αυτά, όρια και περιορισμούς των δυνατοτήτων ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, οι οποίες αναγκάζονται να μένουν υποταγμένες στα ασφυκτικά όρια που καθορίζουν οι κεφαλαιοκράτες.

Για να καταδείξουμε σαφέστερα αυτή την πραγματικότητα, ας δούμε ένα παράδειγμα. Η δόμηση της οικονομίας έχει να παρουσιάσει μια σειρά διαφόρων επενδύσεων, οι οποίες έχουν διαμορφώσει ένα παραγωγικό δυναμικό. Επειδή, όμως, ισχύουν όσα προαναφέραμε, αυτό το δυναμικό βρίσκεται μονίμως σε κατάσταση υπολειτουργίας. Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΟΒΕ, κατά τον Δεκέμβριο του 2009, το ποσοστό χρησιμοποίησης του εργοστασιακού δυναμικού ήταν 71,4%, ενώ υπήρχαν κλάδοι που το σχετικό ποσοστό ήταν σημαντικά χαμηλότερο (π.χ. στον κλάδο των μεταλλικών προϊόντων ήταν 61,6% ενώ στην επεξεργασία ξύλου και στην κλωστοϋφαντουργία 62%). Δηλαδή, η δυνατότητα παραγωγής ήταν, κατά μέσον όρο, σχεδόν 30% "κρατημένη". Τώρα πια, όποιος κατάλαβε όσα είπαμε παραπάνω, μπορεί άνετα να καταλάβει το γιατί.

Φυσικά, το κεφάλαιο δεν παρακολουθεί παθητικά τις εξελίξεις. Το πώς αντιδρά θα το δούμε στην συνέχεια.

5 Ιουλίου 2011

Καπιταλισμός - χαρακτηριστικά και αδιέξοδα (1)

Το ερώτημα έχει τεθεί από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, στα μέσα του 18ου αιώνα: η ανάπτυξη της τεχνολογίας οδηγεί νομοτελειακά ή όχι στην χειροτέρευση της κατάστασης των εργαζομένων; Το βασικό επιχείρημα των απαισιόδοξων ήταν απλοϊκό: αν μια μηχανή μπορεί να κάνει την δουλειά 10 εργατών στον ίδιο χρόνο, απομένει μια θέση εργασίας για τον χειριστή της μηχανής και οι υπόλοιποι 9 εργάτες μένουν άνεργοι. Ας δούμε, όμως, πού έχουν φτάσει τα πράγματα δυόμιση αιώνες μετά, επιχειρώντας ταυτόχρονα μια προσέγγιση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος πάνω στο οποίο έχει δομηθεί η δυτικού τύπου οικονομία στην οποία, θέλοντας και μη, ανήκουμε κι εμείς.

Κατ' αρχάς, επειδή δεν μου αρέσει να λύνω προβλήματα στα οποία βάζουν άλλοι τα δεδομένα, με σκοπό να με παγιδέψουν, ας ανασκευάσω τα δεδομένα του προλόγου. Η εισαγωγή νέων τεχνολογιών επιτρέπει στον εργαζόμενο να παράγει περισσότερα σε λιγότερο χρόνο, εξακοντίζοντας έτσι την παραγωγικότητά του. Έτσι, λοιπόν, με την αύξηση της παραγωγής από τη μια και του διαθέσιμου χρόνου από την άλλη, θα έπρεπε να βελτιώνεται το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων. Θα έπρεπε, λόγου χάρη, να καλυτερεύουν οι συνθήκες εργασίας, να ενισχύονται οι υποδομές για την παροχή δωρεάν παιδείας, να καλύπτονται πλήρως οι κοινωνικές παροχές υγείας και ασφάλισης, να εξασφαλίζεται περισσότερος ελεύθερος χρόνος κλπ

Αυτά λένε τα δικά μου δεδομένα αλλά άλλα βλέπουμε στην αυγή του εικοστού πρώτου αιώνα. Αντί για βελτίωση του λαϊκού βιοτικού επιπέδου, έχουμε αλλεπάλληλες πολιτικές λιτότητας σε βάρος των εργαζομένων, άνοδο της ανεργίας, διευκόλυνση των απολύσεων, ραγδαία αύξηση των ελαστικών μορφών απασχόλησης, συστηματικό περιορισμό των κρατικών δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα, κλείσιμο παραγωγικών μονάδων, συνολική υπολειτουργία του παραγωγικού δυναμικού, ελλείμματα, χρέη... και μια οικονομική κρίση, για την οποία κανείς ακόμη δεν μπορεί να προβλέψει πότε θα ολοκληρώσει τον κύκλο της. Πού οφείλονται τελικά όλα αυτά;

Η μαρξική ανάλυση βάζει τα δεδομένα στην θέση τους και δίνει την απάντηση: οι -επαναλαμβανόμενες χρονικά- διεθνείς οικονομικές κρίσεις του καπιταλισμού δεν αποτελούν φαινόμενα δυσλειτουργίας του συστήματος αλλά αποτέλεσμα της ίδιας της φύσης του συστήματος αυτού. Η εκμετάλλευση των τριών συντελεστών παραγωγής (κεφάλαιο, εργασία, πρώτες ύλες) και η ανάγκη των κεφαλαιοκρατών για όλο και περισσότερη υπεραξία βάζουν τη σφραγίδα τους, καθορίζουν κάθε πλευρά των οικονομικών σχέσεων ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, προσδιορίζουν τα όρια της ανάπτυξης και -κυρίως- προδιαγράφουν το ποιος καρπώνεται το όφελος ακόμα και σε περιόδους παραγωγικής ανάπτυξης.

Επειδή αυτή η τελευταία παράγραφος είναι μεν σαφέστατη αλλά ακούγεται "πολύ κομμουνιστική" στα αφτιά τόσο των μη υποψιασμένων όσο και των αμύητων στις διαδικασίες υπό τις οποίες λειτουργεί το όλο σύστημα, ας αφήσουμε πίσω μας τα τσιτάτα κι ας δούμε με ψύχραιμο βλέμμα μερικά χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού συστήματος, ώστε να καταλάβουμε καλύτερα και το τί γίνεται γύρω μας αλλά και το γιατί γίνεται αυτό.

Πρώτο χαρακτηριστικό, λοιπόν, είναι ότι αποκλειστικός στόχος της οποιασδήποτε παραγωγικής δραστηριότητας στον καπιταλισμό είναι το κέρδος. Εδώ, παραπέμπω τον αναγνώστη σε ένα παλαιότερο κείμενο με τίτλο "Ας κάνουμε και λίγη θεωρία", το οποίο θα βοηθήσει στην κατανόηση όσων θα ακολουθήσουν, κυρίως δε του βασικού κεφαλαιοκρατικού γνωρίσματος που λέει ότι, όσες και αν είναι οι ανάγκες της κοινωνίας για το ένα ή το άλλο είδος μαζικής κατανάλωσης, η παραγωγή του είναι απόλυτα συνυφασμένη από το πόσο κερδοφόρα είναι για το κεφάλαιο. Τι σημαίνει αυτό; Αν η παραγωγή ενός προϊόντος βγάζει κέρδος, τότε η αγορά θα "μπουκώσει" απ' αυτό και, αν δεν υπάρχει κέρδος, τότε η παραγωγή θα σταματήσει, ακόμα και στις περιπτώσεις εκείνες όπου η αγορά διψά για τέτοια είδη.

Το παράδειγμα με τα είδη κλωστοϋφαντουργίας και το έτοιμο ένδυμα είναι από τα πιο χαρακτηριστικά και τα πλέον κατανοητά. Είναι σαφές ότι η κατανάλωση ειδών κλωστοϋφαντουργίας και έτοιμου ενδύματος παρουσιάζει συνολικά μια εξαιρετικά ανοδική πορεία. Όμως, οι επιχειρήσεις του κλάδου σ' ολόκληρο τον δυτικό κόσμο κλείνουν η μια μετά την άλλη και οι δείκτες που καταγράφουν τα επίπεδα της παραγωγής εμφανίζουν ένα τοπίο σχεδόν γενικευμένης καταστροφής των παραγωγικών δυνάμεων (εργαζομένων και μέσων παραγωγής) των συγκεκριμένων κλάδων. Γιατί; Μα από την στιγμή που ο καπιταλισμός εξασφάλισε την απελευθέρωση της κίνησης εμπορευμάτων και κεφαλαίων, η παραγωγή σε αυτούς τους κλάδους έγινε... ασύμφορη! Το κόστος παραγωγής σε χώρες όπου οι συνθήκες παραγωγής θυμίζουν άλλες εποχές, έκανε πιο συμφέρουσες τις εισαγωγές από την εδώ παραγωγή αυτών των ειδών.

Θα συνεχίσουμε.

4 Ιουλίου 2011

Τα όπλα μάς μάραναν!

Την θηλειά στο λαιμό μας έχει βάλει η τρόικα, ε; Και η σοσιαληστρική μας κυβέρνηση παίρνει μέτρα για να ορθοποδήσει ο τόπος, ε; Κι οι περισπούδαστοι επιβήτορες της δημοσιογραφίας μας κουνάνε το δάχτυλο στη μούρη, απειλώντας μας πως θα καταστραφούμε αν δεν συγκατανεύσουμε στην σωτηρία μας, ε; Αμ, το άλλο, πώς το είπε ο Βενιζέλος, καλέ; Τα μέτρα, λέει, είναι επώδυνα και, ίσως, είναι και κάπου άδικα (αχ, πώς μ' ανακουφίζουν αυτό το "ίσως" κι αυτό το "κάπου"!) αλλά πρέπει να μαζευτούν τα λεφτά που προβλέπονται από το πρόγραμμα εξυγίανσης του τόπου!

Ωραία όλα αυτά. Αλλά έλα που πήρε το μάτι μου μια εκθεσούλα του "Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη" της Στοκχόλμης και έβγαλα καντήλες! Για δείτε:

Λέει, λοιπόν, το Ινστιτούτο ότι, από το 1974 μέχρι σήμερα, η Ελλάδα κατέχει σταθερά μια από τις 10 πρώτες θέσεις παγκόσμια στις εισαγωγές οπλικών συστημάτων! Ειδικά το διάστημα 2007-2010 (προσοχή, είναι και τα χρόνια της κρίσης μέσα!) κατέχει την 5η θέση στη λίστα των μεγαλύτερων εισαγωγέων όπλων ανάμεσα σε όλες τις χώρες του κόσμου, πραγματοποιώντας εισαγωγές όπλων που αντιστοιχούν στο 4% της παγκόσμιας δαπάνης για εισαγωγές όπλων! Μάλιστα, το 2009 καταλάβαμε την 4η θέση παγκόσμια! Στην ίδια λίστα των παγκόσμιων "πρωταθλητών" στις εισαγωγές όπλων για το διάστημα 2007-2010, την 1η θέση κατέχει η Ινδία, την 2η η Νότια Κορέα, την 3η το Πακιστάν, την 4η η Κίνα και, όπως προαναφέραμε, την 5η θέση η Ελλάδα. Ακολουθούν κατά σειρά:  Σιγκαπούρη, Αλγερία, ΗΠΑ, Αυστραλία, Μαλαισία, Αραβικά Εμιράτα, Τουρκία, Βενεζουέλα κ.λπ.

Όμως, εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει η διαχρονική εξέλιξη της δαπάνης της Ελλάδας για εισαγωγές όπλων. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ινστιτούτου και σε σταθερές τιμές 1990, η Ελλάδα δαπάνησε την 50ετία 1960-2010 περίπου 37 δισ. δολλάρια (13η θέση παγκόσμια), την περίοδο 1974-2010 περίπου 32 δισ.. δολλάρια (10η θέση παγκόσμια), την 30ετία 1980-2010 περίπου 26 δισ. δολλάρια (10η θέση παγκόσμια), την 20ετία 1990-2010 κάτι πάνω από 21 δισ. δολλάρια (7η θέση παγκόσμια) και την 10ετία 2000-2010 περίπου 11 δισ. δολάρια (4η θέση παγκόσμια). Επαναλαμβάνω, τα ποσά ανάγονται σε σταθερές τιμές 1990. Αν θέλουμε να κάνουμε αναγωγή στο παρόν, πρέπει να τριπλασιάσουμε (τουλάχιστον) αυτά τα ποσά.

Να δούμε κι αλλιώς αυτά τα νούμερα; Με το δεδομένο ότι το ΑΕΠ του 2010 ήταν περίπου 230 δισ. ευρώ, χρησιμοποιώντας ένα απλό κομπιουτεράκι μπορούμε να βρούμε ότι από το 1974 μέχρι σήμερα διαθέσαμε για όπλα το 1/3 του περυσινού μας ΑΕΠ χωρίς τους τόκους! Και προσοχή: αυτό το ποσό αφορά μόνο την αξία των αγορασμένων όπλων και όχι το σύνολο της αμυντικής μας δαπάνης (μισθοδοσία προσωπικού, λειτουργικά έξοδα, υποδομές, συντήρηση, εισφορές στο ΝΑΤΟ, τόκοι, μίζες κλπ). Αν συνυπολογίσουμε και την "σάλτσα", τότε διαπιστώνουμε πανεύκολα ότι οι αμυντικές μας δαπάνες είναι υπεύθυνες σχεδόν για τα δύο τρίτα του σημερινού μας χρέους. Και να πεις χαλάλι για την άμυνά μας; Ούτε λόγος! Δείτε μερικές "ομορφιές":

Παραγγείλαμε 3 υποβρύχια Τ-214, πληρώσαμε 2,3 δισ. ευρώ για δαύτα κι έχουμε παραλάβει μόνο ένα, που γέρνει κιόλας! Το 2006 σκάσαμε 1,7 δισ. ευρώ για 170 γερμανικά άρματα Leopard, αλλά τα χρησιμοποιούμε μόνο στις παρελάσεις γιατί "ξεχάσαμε" να πάρουμε...πυρομαχικά! Λίγο πριν τις εκλογές του 2000, υπογράψαμε σύμβαση για αγορά 50 F-16, αλλά στην συμφωνημένη τιμή δεν περιλαμβάνονταν οι...κινητήρες των αεροσκαφών και χρειάστηκε να υπογράψουμε συμπληρωματική σύμβαση! Μετά το 1991, αγοράσαμε 5 αντιτορπιλλικά Adams, τα οποία είχαν ναυπηγήσει οι αμερικανοί...30 χρόνια πριν, επί 10 χρόνια πληρώσαμε ένα σκασμό λεφτά για να τα ανακατασκευάσουμε και να τα εκσυγχρονίσουμε και μετά...τα αποσύραμε! Φέραμε από Ρωσία και Ουκρανία 4 χόβερκραφτ Zubr, τα οποία το Πολεμικό ναυτικό δεν κατάφερε ποτέ να τα κάνει να δουλέψουν!

Και τώρα το ωραιότερο. Ποιοι ωφελήθηκαν απ' αυτήν την "εμπνευσμένη" πολιτική μας; Πρώτα-πρώτα, οι ΗΠΑ, που "μάσησαν" 15,5 δισ. δολλάρια (πάντοτε σε σταθερές τιμές 1990). Δεύτερη η Γερμανία, με 6,5 δισ. δολλάρια. Τρίτη η Γαλλία, με 4 δισ. δολλάρια. Κι από πίσω η Ολλανδία, η Ρωσσία, η Ιταλία κλπ. Δηλαδή, όλοι εκείνοι που σήμερα μας έχουν βάλει το μαχαίρι στον λαιμό και μας ζητάνε να ξοφλήσουμε τα χρέη μας με το αίμα μας. Η Γερμανία, μάλιστα, που μας τα έχει παρασκοτίσει με τις μαλακίες της Μέρκελ και του Σόιμπλε, μας πουλάει -κατά μέσο όρο- το 10% περίπου της ετήσιας παραγωγής της σε όπλα.

Α, ρε δόλιε έλληνα... Δεν είναι που σε ρίξανε στην ανεργία, σου κατάντησαν ελεημοσύνη τον μισθό, σου τσεκουρώσανε την σύνταξη, σου τσάκισαν την περίθαλψη, σε αφήνουν αγράμματο και θα πεθάνεις χρωστώντας. Είναι που σε τρώει ο καημός επειδή ξέρεις τι σου ζητούν να πληρώσεις.

Μη πληρώσεις, λοιπόν!