Από προχτές μού 'χει καρφωθεί η επιθυμία να σας διηγηθώ πώς γνώρισα τον Φώτη Αγγουλέ. Κι επειδή ίσως κάποιοι από σας να μη γνωρίζουν (ή, τουλάχιστον, να μη γνωρίζουν πολλά) γι' αυτόν, επιτρέψτε μου να αρχίσω την διήγηση από πολύ παλιότερα. Όσο δε για σας που ήδη αναρωτιέστε "καλά, γνώρισε αυτός τον Αγγουλέ;", δείξτε λίγη υπομονή.
Η σημερινή μας ιστορία αρχίζει κάπου στα 1911, όταν στον Τσεσμέ ο ψαράς Σιδερής Χονδρουλάκης αποκτά επί τέλους, μετά από τρία κορίτσια, τον γυιο που τόσο ήθελε. Μόνο που ο μικρός Φώτης δεν έμελλε να μείνει πολύ στην Μικρασία. Με το που ξεσπάει ο Α' Παγκόσμιος κι οι τούρκοι αρχίζουν να κυνηγούν τους χριστιανούς, ο Σιδερής παίρνει την μεγάλη απόφαση να γίνει πρόσφυγας. Έτσι, το 1914, βάζει την οικογένειά του σ' ένα καΐκι και βγαίνει απέναντι από τον Τσεσμέ, στην Χίο.
Ο Φώτης μεγαλώνει ως παραχαϊδεμένο στερνοπούλι κι αυτό τον κάνει ατίθασο και πρώτο στις σκανταλιές. Όταν ο δάσκαλός του στην δευτέρα δημοτικού τον φώναξε στον πίνακα, προφανώς για να τον τιμωρήσει, ο Φώτης πήδηξε από το παράθυρο και δεν ξαναπάτησε σχολείο. Προτίμησε να πάει για δουλειά στο ψαρομανάβικο του πατέρα του. Εκεί, θά 'ταν - δεν θά 'ταν 15 χρόνων, σε μια από τις εφημερίδες που τύλιγαν τα ψάρια διάβασε ένα ποίημα και εντυπωσιάστηκε τόσο ώστε άρχισε να διαβάζει ό,τι έπεφτε στα χέρια του προκειμένου να μάθει γράμματα και να μπορέσει να γράψει κι αυτός ποιήματα.
Λίγο αργότερα, παρατάει το ψαράδικο και πάει μαθητευόμενος τυπογράφος στην τοπική εφημερίδα Ελευθερία. Ενώ μαθαίνει την δουλειά, συνεχίζει τα διαβάσματά του και σκαρώνει τους πρώτους του στίχους. Στα 18 του τολμά να εκδώσει μια βραχύβια σατιρική εφημεριδούλα με τον τίτλο Καμπάνα και τρία χρόνια αργότερα βγάζει την Μιχαλού. Σ' αυτές τις εφημεριδούλες δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα. Επειδή καταλαβαίνει ότι η σάτιρα ενοχλεί και θέλει να προφυλάξει την οικογένειά του, δεν υπογράφει ως Χονδρουλάκης αλλά υιοθετεί ένα παλιό παρατσούκλι τού πατέρα του, που θα πει λεβέντης, παλληκάρι: Αγγουλές.
Στην Μιχαλού, ο Φώτης δημοσιεύει ένα αιχμηρό κείμενο για δυο καθηγητές του γυμνασίου αρρένων Χίου, εκείνοι τον σέρνουν στα δικαστήρια και ο νεαρός Αγγουλές γεύεται για πρώτη φορά την γλύκα τής φυλακής. Δεν βάζει μυαλό. Λίγο αργότερα δημοσιεύει μια καυστική σάτιρα για τον Μουσολίνι και ξαναπάει κατηγορούμενος. Αυτή την φορά αθωώνεται αλλά στο εξής θα τον συνοδεύει διά βίου η "ρετσινιά" τού επικίνδυνου αριστερού.
Τον Αύγουστο του 1941 εγκαταλείπει την κατεχόμενη Ελλάδα. Περνάει στον Τσεσμέ και φτάνει διά ξηράς στην Μέση Ανατολή, όπου και κατατάσσεται στον ελληνικό στρατό. Λόγω φρονημάτων, εκτελεί βοηθητικές υπηρεσίες ώσπου μαθαίνεται ότι είναι τυπογράφος και του αναθέτουν να τυπώνει το στρατιωτικό περιοδικό Ελλάς. Λίγο αργότερα μετατίθεται στο Κάιρο, όπου γνωρίζεται με τον Γιώργο Σεφέρη, ο οποίος τότε ήταν προϊστάμενος του κυβερνητικού γραφείου τύπου (*).
Στις αρχές τού '44 παντρεύεται με την πηλιορείτισσα Έλλη Κυριαζή, μια δημοκράτισσα δασκάλα που είχε ένα μπαράκι όπου σύχναζαν έλληνες. Δεν ήταν γραφτό να μείνουν μαζί παρά λίγους μήνες. Τα ποιήματά του αλλά και όλος ο αγωνιστικός του βίος ενοχλούν. Συλλαμβάνεται και εξορίζεται στην Ασμάρα, απομονώνεται σε παλαιστινιακό στρατόπεδο, κλείνεται σε αιγυπτιακές φυλακές... Το 1945 αρρωσταίνει βαρειά και, ως άρρωστος, απολύεται και απελαύνεται στην Ελλάδα. Στην γυναίκα του δεν επιτρέπεται να τον ακολουθήσει. Δεν θα την ξαναδεί ποτέ.
Καθώς ο εμφύλιος μαίνεται, ο Φώτης επιστρέφει στην Χίο, όπου δεν διστάζει να συνεχίσει τον αγώνα, αν και άρρωστος. Επειδή, όμως, αυτός ο τόπος μπορεί να βγάζει λεβέντες αλλά βγάζει και ρουφιάνους, ένα βράδυ τού 1948 ο Φώτης με δυο φίλους του συλλαμβάνονται στον Βροντάδο την ώρα που τύπωναν μια παράνομη εφημεριδούλα και εκτοπίζονται στα Γιούρα. Στην δίκη που ακολούθησε, ο Φώτης καταδικάζεται σε 12 χρόνια ειρκτή και οι δυο φίλοι του σε θάνατο. Εκείνοι εκτελούνται. Αυτός γυρίζει από φυλακή σε φυλακή ώσπου το 1956 συμπληρώνει τα 2/3 της ποινής του και αποφυλακίζεται από την Κέρκυρα. Επιστρέφει στην Χίο, όπου πιάνει δουλειά στην εφημερίδα Χιακός λαός. Εκεί τυπώνει την περίφημη ποιητική συλλογή του "Πορεία μεσ' τη νύχτα".
Δυστυχώς, η φτώχεια, οι κακουχίες και οι αρρώστιες τον έχουν καταβάλει. Μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία, ενώ συνταξιοδοτείται πρόωρα λόγω υγείας. Στις 26 Μαρτίου 1964 επιβιβάζεται στο "Κολοκοτρώνης" για να πάει στον Πειραιά. Ξημερώματα της επομένης τον βρήκανε πεθαμένο, ξάπλα σ' έναν διάδρομο. Η σορός του επέστρεψε στην Χίο με φροντίδα τής ΕΔΑ και κηδεύτηκε με την παρουσία όλου του χιώτικου λαού και με έξοδα του δήμου. Σαν τό 'μαθε ο Ρίτσος, έγραψε: "Έφυγε ο Φώτης. Μη τον κλάψτε. Τραγουδήστε τον"...
Πάμε τώρα στην γνωριμία για την οποία σας μίλησα στην αρχή. Χειμώνας, τέλη 1979. Κυριακή πρωί. Κάνω την αγαπημένη μου βόλτα στο Μοναστηράκι. Διασκέδαση φτηνή και καλή, ίσως η καλύτερη για έναν φοιτητή που είναι και μπατίρης και μπακούρης. Με τα λίγα λεφτά που έχω στην τσέπη για να βγάλω τον μήνα, το μόνο έξοδο που επιτρέπω στον εαυτό μου είναι ένας γύρος με διπλή πίτα από τον Μπαϊρακτάρη. Μ' αρέσει όμως το τζάμπα χάζεμα. Άσε δε που όλο και κάποιος μερακλής παλιατζής βάζει στο γραμμόφωνο κανένα παλιό δισκάκι και μπορείς να το απολαύσεις, παριστάνοντας πως εξετάζεις την πραμάτεια του.
Από ένα τέτοιο παλιατζήδικο ακούω την Γυφτοπούλα με τον ίδιο τον Μπάτη. Ώπα! Σαρανταπεντάρι ή εβδομηνταοχτάρι; Μπαίνω για να ακούσω καλύτερα και κάνω πως σκαλίζω κάτι δίσκους σε ένα χαρτόκουτο. Τραβάω έναν με διπλό εξώφυλλο, απ' αυτούς που στο "σαλόνι" έχουν τους στίχους των τραγουδιών. Μπροστά ο τίτλος "Πορεία μεσ' τη νύχτα" και δυο ονόματα: Φώτης Αγγουλές (ποιός είναι αυτός;), Πάνος Τζαβέλλας (αυτόν τον ξέρω). Τον ανοίγω και το μάτι μου πέφτει κάτω δεξιά, στο τελευταίο κομμάτι: "Μην καρτεράτε να λυγίσουμε μήτε για μια στιγμή / μητ’ όσο στην κακοκαιριά λυγάει το κυπαρίσσι / έχουμε τη ζωή πολύ, πάρα πολύ αγαπήσει". Συγκλονίζομαι. "Πόσο;", ρωτάω τον παλιατζή, δίχως να το σκεφτώ. "Γράφει πίσω", μου απαντάει. Κοιτάζω την αυτοκόλλητη ετικεττούλα: 90. Μου φαίνονται πολλά. Ο παλιατζής με πιάνει. "Είναι καινούργιος", μου λέει χαμογελώντας συγκαταβατικά.
Ενενήντα δραχμές! Σκέφτομαι αν ένας μεταχειρισμένος δίσκος κάποιου Αγγουλέ (ποιός είναι αυτός, τελικά;) μπορεί να αξίζει πέντε πακέτα τσιγάρα επί δεκαοχτώ δραχμές... ή τριάντα αστικά φοιτητικά εισιτήρια επί τρεις... ή είκοσι σουβλάκια επί τεσσερεσήμισυ... ή δεκατρείς φρατζόλες ψωμί επί εφτά... Τί θα μου λείψει απ' όλα αυτά, αν τον αγοράσω; Πονοκέφαλος! Ποτέ δεν είχα σκεφτεί πως θα μπορούσε να κρύβονται τόσος καημός και τόσες σκοτούρες σε ενενήντα δραχμές...
Κάπως έτσι γνώρισα τον Φώτη Αγγουλέ. Και ποτέ δεν μετάνοιωσα που, για να ρεφάρω, επί κάμποσο (αλήθεια, πόσο;) καιρό έκανα χαράματα το δρομολόγιο Ζωγράφου-ΑΣΟΕΕ με τα πόδια. Κατήφορος ήταν άλλωστε!
-----------------------------------------------
(*) Ο Σεφέρης δεν είχε σε καμμιά εκτίμηση τον Αγγουλέ. Τον Ιανουάριο του 1944, μετά από μια συνάντησή τους, γράφει σχετικά με την αισθητική τού Αγγουλέ: "Νομίζει ότι δουλεύει με τον λαό ξεχαρβαλώνοντας τα άξια πράγματα, βρωμίζοντας τα καθαρά με πασαλείμματα, τσαπατσουλεύοντας, όπως του είπα. Οι άνθρωποι αυτοί νομίζουν ότι τέχνη για το λαό σημαίνει στιχάκια του τανγκό χωρίς μουσική" (Γ. Σεφέρης, Μέρες Δ', εκδ. Ίκαρος, σελ. 323).
[Δείτε, επίσης: Γιάννης Μότσιος, "Η ελληνική ποίηση της περιόδου 1940-1945 - Η ποίηση στην Μέση Ανατολή (Γιώργος Σεφέρης και Φώτης Αγγουλές)".
Η σημερινή μας ιστορία αρχίζει κάπου στα 1911, όταν στον Τσεσμέ ο ψαράς Σιδερής Χονδρουλάκης αποκτά επί τέλους, μετά από τρία κορίτσια, τον γυιο που τόσο ήθελε. Μόνο που ο μικρός Φώτης δεν έμελλε να μείνει πολύ στην Μικρασία. Με το που ξεσπάει ο Α' Παγκόσμιος κι οι τούρκοι αρχίζουν να κυνηγούν τους χριστιανούς, ο Σιδερής παίρνει την μεγάλη απόφαση να γίνει πρόσφυγας. Έτσι, το 1914, βάζει την οικογένειά του σ' ένα καΐκι και βγαίνει απέναντι από τον Τσεσμέ, στην Χίο.
Ο Φώτης Αγγουλές (αριστερά) στο κρατητήριο |
Λίγο αργότερα, παρατάει το ψαράδικο και πάει μαθητευόμενος τυπογράφος στην τοπική εφημερίδα Ελευθερία. Ενώ μαθαίνει την δουλειά, συνεχίζει τα διαβάσματά του και σκαρώνει τους πρώτους του στίχους. Στα 18 του τολμά να εκδώσει μια βραχύβια σατιρική εφημεριδούλα με τον τίτλο Καμπάνα και τρία χρόνια αργότερα βγάζει την Μιχαλού. Σ' αυτές τις εφημεριδούλες δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα. Επειδή καταλαβαίνει ότι η σάτιρα ενοχλεί και θέλει να προφυλάξει την οικογένειά του, δεν υπογράφει ως Χονδρουλάκης αλλά υιοθετεί ένα παλιό παρατσούκλι τού πατέρα του, που θα πει λεβέντης, παλληκάρι: Αγγουλές.
Στην Μιχαλού, ο Φώτης δημοσιεύει ένα αιχμηρό κείμενο για δυο καθηγητές του γυμνασίου αρρένων Χίου, εκείνοι τον σέρνουν στα δικαστήρια και ο νεαρός Αγγουλές γεύεται για πρώτη φορά την γλύκα τής φυλακής. Δεν βάζει μυαλό. Λίγο αργότερα δημοσιεύει μια καυστική σάτιρα για τον Μουσολίνι και ξαναπάει κατηγορούμενος. Αυτή την φορά αθωώνεται αλλά στο εξής θα τον συνοδεύει διά βίου η "ρετσινιά" τού επικίνδυνου αριστερού.
Τον Αύγουστο του 1941 εγκαταλείπει την κατεχόμενη Ελλάδα. Περνάει στον Τσεσμέ και φτάνει διά ξηράς στην Μέση Ανατολή, όπου και κατατάσσεται στον ελληνικό στρατό. Λόγω φρονημάτων, εκτελεί βοηθητικές υπηρεσίες ώσπου μαθαίνεται ότι είναι τυπογράφος και του αναθέτουν να τυπώνει το στρατιωτικό περιοδικό Ελλάς. Λίγο αργότερα μετατίθεται στο Κάιρο, όπου γνωρίζεται με τον Γιώργο Σεφέρη, ο οποίος τότε ήταν προϊστάμενος του κυβερνητικού γραφείου τύπου (*).
Στις αρχές τού '44 παντρεύεται με την πηλιορείτισσα Έλλη Κυριαζή, μια δημοκράτισσα δασκάλα που είχε ένα μπαράκι όπου σύχναζαν έλληνες. Δεν ήταν γραφτό να μείνουν μαζί παρά λίγους μήνες. Τα ποιήματά του αλλά και όλος ο αγωνιστικός του βίος ενοχλούν. Συλλαμβάνεται και εξορίζεται στην Ασμάρα, απομονώνεται σε παλαιστινιακό στρατόπεδο, κλείνεται σε αιγυπτιακές φυλακές... Το 1945 αρρωσταίνει βαρειά και, ως άρρωστος, απολύεται και απελαύνεται στην Ελλάδα. Στην γυναίκα του δεν επιτρέπεται να τον ακολουθήσει. Δεν θα την ξαναδεί ποτέ.
Καθώς ο εμφύλιος μαίνεται, ο Φώτης επιστρέφει στην Χίο, όπου δεν διστάζει να συνεχίσει τον αγώνα, αν και άρρωστος. Επειδή, όμως, αυτός ο τόπος μπορεί να βγάζει λεβέντες αλλά βγάζει και ρουφιάνους, ένα βράδυ τού 1948 ο Φώτης με δυο φίλους του συλλαμβάνονται στον Βροντάδο την ώρα που τύπωναν μια παράνομη εφημεριδούλα και εκτοπίζονται στα Γιούρα. Στην δίκη που ακολούθησε, ο Φώτης καταδικάζεται σε 12 χρόνια ειρκτή και οι δυο φίλοι του σε θάνατο. Εκείνοι εκτελούνται. Αυτός γυρίζει από φυλακή σε φυλακή ώσπου το 1956 συμπληρώνει τα 2/3 της ποινής του και αποφυλακίζεται από την Κέρκυρα. Επιστρέφει στην Χίο, όπου πιάνει δουλειά στην εφημερίδα Χιακός λαός. Εκεί τυπώνει την περίφημη ποιητική συλλογή του "Πορεία μεσ' τη νύχτα".
Δυστυχώς, η φτώχεια, οι κακουχίες και οι αρρώστιες τον έχουν καταβάλει. Μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία, ενώ συνταξιοδοτείται πρόωρα λόγω υγείας. Στις 26 Μαρτίου 1964 επιβιβάζεται στο "Κολοκοτρώνης" για να πάει στον Πειραιά. Ξημερώματα της επομένης τον βρήκανε πεθαμένο, ξάπλα σ' έναν διάδρομο. Η σορός του επέστρεψε στην Χίο με φροντίδα τής ΕΔΑ και κηδεύτηκε με την παρουσία όλου του χιώτικου λαού και με έξοδα του δήμου. Σαν τό 'μαθε ο Ρίτσος, έγραψε: "Έφυγε ο Φώτης. Μη τον κλάψτε. Τραγουδήστε τον"...
Πάμε τώρα στην γνωριμία για την οποία σας μίλησα στην αρχή. Χειμώνας, τέλη 1979. Κυριακή πρωί. Κάνω την αγαπημένη μου βόλτα στο Μοναστηράκι. Διασκέδαση φτηνή και καλή, ίσως η καλύτερη για έναν φοιτητή που είναι και μπατίρης και μπακούρης. Με τα λίγα λεφτά που έχω στην τσέπη για να βγάλω τον μήνα, το μόνο έξοδο που επιτρέπω στον εαυτό μου είναι ένας γύρος με διπλή πίτα από τον Μπαϊρακτάρη. Μ' αρέσει όμως το τζάμπα χάζεμα. Άσε δε που όλο και κάποιος μερακλής παλιατζής βάζει στο γραμμόφωνο κανένα παλιό δισκάκι και μπορείς να το απολαύσεις, παριστάνοντας πως εξετάζεις την πραμάτεια του.
Από ένα τέτοιο παλιατζήδικο ακούω την Γυφτοπούλα με τον ίδιο τον Μπάτη. Ώπα! Σαρανταπεντάρι ή εβδομηνταοχτάρι; Μπαίνω για να ακούσω καλύτερα και κάνω πως σκαλίζω κάτι δίσκους σε ένα χαρτόκουτο. Τραβάω έναν με διπλό εξώφυλλο, απ' αυτούς που στο "σαλόνι" έχουν τους στίχους των τραγουδιών. Μπροστά ο τίτλος "Πορεία μεσ' τη νύχτα" και δυο ονόματα: Φώτης Αγγουλές (ποιός είναι αυτός;), Πάνος Τζαβέλλας (αυτόν τον ξέρω). Τον ανοίγω και το μάτι μου πέφτει κάτω δεξιά, στο τελευταίο κομμάτι: "Μην καρτεράτε να λυγίσουμε μήτε για μια στιγμή / μητ’ όσο στην κακοκαιριά λυγάει το κυπαρίσσι / έχουμε τη ζωή πολύ, πάρα πολύ αγαπήσει". Συγκλονίζομαι. "Πόσο;", ρωτάω τον παλιατζή, δίχως να το σκεφτώ. "Γράφει πίσω", μου απαντάει. Κοιτάζω την αυτοκόλλητη ετικεττούλα: 90. Μου φαίνονται πολλά. Ο παλιατζής με πιάνει. "Είναι καινούργιος", μου λέει χαμογελώντας συγκαταβατικά.
Ενενήντα δραχμές! Σκέφτομαι αν ένας μεταχειρισμένος δίσκος κάποιου Αγγουλέ (ποιός είναι αυτός, τελικά;) μπορεί να αξίζει πέντε πακέτα τσιγάρα επί δεκαοχτώ δραχμές... ή τριάντα αστικά φοιτητικά εισιτήρια επί τρεις... ή είκοσι σουβλάκια επί τεσσερεσήμισυ... ή δεκατρείς φρατζόλες ψωμί επί εφτά... Τί θα μου λείψει απ' όλα αυτά, αν τον αγοράσω; Πονοκέφαλος! Ποτέ δεν είχα σκεφτεί πως θα μπορούσε να κρύβονται τόσος καημός και τόσες σκοτούρες σε ενενήντα δραχμές...
Κάπως έτσι γνώρισα τον Φώτη Αγγουλέ. Και ποτέ δεν μετάνοιωσα που, για να ρεφάρω, επί κάμποσο (αλήθεια, πόσο;) καιρό έκανα χαράματα το δρομολόγιο Ζωγράφου-ΑΣΟΕΕ με τα πόδια. Κατήφορος ήταν άλλωστε!
Στην πάνω δεξιά γωνία του οπισθόφυλλου υπάρχει ακόμη η ετικεττούλα: 90 |
-----------------------------------------------
(*) Ο Σεφέρης δεν είχε σε καμμιά εκτίμηση τον Αγγουλέ. Τον Ιανουάριο του 1944, μετά από μια συνάντησή τους, γράφει σχετικά με την αισθητική τού Αγγουλέ: "Νομίζει ότι δουλεύει με τον λαό ξεχαρβαλώνοντας τα άξια πράγματα, βρωμίζοντας τα καθαρά με πασαλείμματα, τσαπατσουλεύοντας, όπως του είπα. Οι άνθρωποι αυτοί νομίζουν ότι τέχνη για το λαό σημαίνει στιχάκια του τανγκό χωρίς μουσική" (Γ. Σεφέρης, Μέρες Δ', εκδ. Ίκαρος, σελ. 323).
[Δείτε, επίσης: Γιάννης Μότσιος, "Η ελληνική ποίηση της περιόδου 1940-1945 - Η ποίηση στην Μέση Ανατολή (Γιώργος Σεφέρης και Φώτης Αγγουλές)".
5 σχόλια:
Αγαπητέ κύριε Αθανασιάδη, με συγκινήσατε με τη σημερινή σας αναρτηση. Μου θυμίσατε τις δικές μου Κυριακάτικες φοιτητικές μπατίρικες βόλτες στο Μοναστηράκι (με κορίτσι, όμως). Επιπρόσθετα, αυτός ο δίσκος ήταν το πρώτο δώρο που μου έκανε η γυναίκα μου.
ΥΓ: πού να καταλάβει ο Σεφέρης απο λαό, αγώνες, διωγμούς, φυλακίσεις και βασανισμένους ανθρώπους
Κάτι εκτός γενικού θέματος, αλλα εντός υποθέματος.
Μεσούσης της δεκαετίας του 70, όταν το έκοψα το κουραστικό... σπόρ, γύρω στο 76, ο ντενεκές- πηλοφόρι του απολύτως ανειδίκευτου -μαζί με το ικα στο χέρι- ήταν 600 δρχ μεροκάματο, που το εύρισκες εύκολα (τεχνίτης πάνω από 800).
Τι έπαιρνες με 600 δρχ;
120 εφημερίδες, ή 75 σουβλάκια (βαρόμετρο τιμαριθμικό το είδος), ή δύο εγχώριας ραφής τζην... αυτά τα θυμάμαι γιατί ήταν στην καθημερινότητα.
Έξω κάθε μέρα, περίσσευαν κιόλας, όμως...
Το καλούτσικο αυτοκίνητο πλησίαζε το διακοσάρι,
οι τηλεοράσεις μία και να καίει, τα στερεοφωνικά απλησίαστα και τα άλλα εισαγόμενα... κάτσε κάτω από την μπάρα καταναλωτή, νο πασαραν στο σοπ θεραπι.
Και μετά ήλθον αι... ευρωμέλισσαι με τα γραφειοκρατικά μελισσόπουλα, μάλιστα.
Η ιστορία ενός εγκλήματος (παλιά ταινία τέλη του 60 με Πουατιέ και Στάιγκερ).
Θοδωρή έχεις την δυνατότητα να γινεσαι από "στυγνός" οικονομολόγος (χαχαχαααα) σ ένα ρομαντικό που μας ταξιδεύει, μαθαίνοντας από πράγματα πρόσωπα και καταστάσεις
ΜΠΡΑΒΟ!!!
ΥΓ Μ αρέσει πολυ ο τρόπος που παρουσιάζεις τέτοια θεματα!
Γειά σας!
Χάρηκα διαβάζοντας το άρθρο σας, γιατί και για μένα ο Φ.Α. είναι ο αγαπημένος μου ποιητής από τα μαθητικά μου χρόνια, όχι όμως αποκλειστικά σαν ποιητής! Ωστόσο διαβάζοντας σας, θυμήθηκα την μελοποίηση του "μην καρτεράτε" από τον Θωμά Μπακαλάκο. Έψαξα και την βρήκα.Σας προτείνω να την ακούσετε. Στην συγκεκριμένη εκτέλεση θα ακούσετε όλους τους στίχους του Φ.Α.
@ alex_m
Καλέ μου φίλε,
νομίζω πως δεν θα έπρεπε να υποθέτεις ότι δεν έχω υπ' όψη μου το κομμάτι του Μπακαλάκου! Εξαιρετική δουλειά, χωρίς αμφιβολία. Μόνο που το εν λόγω κομμάτι αποτελείται από δυο ξεχωριστά ποιήματα του Αγγουλέ, τα οποία ο Μπακαλάκος συνένωσε (προφανώς, λόγω του μικρού μεγέθους τους):
(α) Πρωτοχρονιά 1956
Κι εφέτος η πρωτοχρονιά στη φυλακή με βρίσκει,
κι άδειο κανίσκι είν’ η καρδιά και μαύροι γύρω μου ίσκιοι.
Κι έτσι καθώς σε σκέφτομαι χαρά που μούχεις λείψει,
μου σιγοτραγουδά η βροχή τού σύννεφου τη θλίψη.
(β) Μην καρτεράτε
Μην καρτεράτε να λυγίσουμε μήτε για μια στιγμή,
μήδ' όσο στην κακοκαιριά λυγά το κυπαρίσσι.
Έχουμε τη ζωή πολύ, πάρα πολύ αγαπήσει.
Δημοσίευση σχολίου