Μια φορά κι έναν καιρό, κατά το σωτήριον έτος 1985, βγήκα στο κλαρί για δουλειά και αποφάσισα να γίνω ελεύθερος επαγγελματίας λογιστής, ήρθε το κράτος, με έπιασε από το αφτί, με πήγε σε ένα ωραίο μαγαζί με μια μεγάλη πινακίδα στην πόρτα που έγραφε "Τ.Ε.Β.Ε." και μου είπε αυστηρά:
- "Φιλαράκο, δεν ξέρω τι δουλειά πρόκειται να κάνεις. Και, μεταξύ μας, λίγο με ενδιαφέρει. Αλλά, πριν ξεκινήσεις, πρέπει να αγοράσεις ένα κοτουμάκι απ' αυτά που πουλάει αυτό το μαγαζί."
Τι να κάνω; Μπορούσα να αρνηθώ; Κράτος είναι αυτό. Μπήκα μέσα κι άρχισα να εξετάζω την πραμάτεια. Δε λέω, ωραία πραγματάκια είχε το μαγαζάκι, αν και φάνηκαν κομματάκι ακριβούτσικα. Επειδή, όμως, με υποχρέωνε το κράτος να ψωνίσω και το πορτοφόλι μου δεν είχε κάνει ακόμα σεφτέ, επικέντρωσα την προσοχή μου στο φτηνότερο. Τι φτηνότερο, δηλαδή... Θα έδινα 14.000 δραχμές κάθε μήνα, χώρια που για να με δεχτούν ως πελάτη έπρεπε να πληρώσω και κόντρα νταβατζηλίκι. Δεν το αποκαλούσαν "νταβατζηλίκι", βέβαια. "Δικαίωμα εγγραφής" το αποκαλούσαν.
Σκέφτηκα να ρωτήσω γιατί το λένε "δικαίωμα", αφού με βάζουν να το πληρώσω με το ζόρι, αλλά δεν μίλησα. Στο κάτω-κάτω, κάποιοι άλλοι μιλούσαν και για "εκλογικό δικαίωμα" αλλά θα μου ρίχνανε καμπάνα αν δεν πήγαινα να ψηφίσω. Άλλωστε, είχα πιο σοβαρά πράγματα να σκεφτώ. Μου ζητούσαν 14.000 δραχμές κάθε μήνα και υπολόγιζα ότι θα ήμουν ευτυχής αν έβγαζα από την δουλειά μου 50-60 χιλιάρικα τον μήνα. Δηλαδή, το κοστουμάκι, που με υποχρέωναν να ψωνίσω, θα μου κόστιζε το ένα τέταρτο των εισοδημάτων μου. Ξεροκατάπια.
- "Και τι παίρνω με αυτά τα λεφτά;" κατάφερα να ψελλίσω
- "Πολλά πράγματα, κύριε, πάρα πολλά", μου απάντησαν. Κι άρχισαν να μου τα αραδιάζουν. Ένοιωσα ένα κύμα ευφορίας να με κατακλύζει. Με τέτοιες παροχές, θα παρακαλούσα να αρρωστήσω! Και να πληρωμένοι γιατροί, και να πληρωμένα φάρμακα, και να πληρωμένα νοσοκομεία, και να επιδόματα...
- "Ξέρετε", τόλμησα να αντιμιλήσω, "επειδή δεν σκέφτομαι να αρρωστήσω αλλά σκέφτομαι να γεράσω κάποια στιγμή, τι πρόκειται να πάρω στα γηρατειά μου;"
Εκεί έδωσαν ρέστα. Μου εξήγησαν με υπομονή ότι το κοστουμάκι που είχα διαλέξει ήταν φτηνό και δεν έπρεπε να περιμένω να κρατήσει το πολύ κρύο των γηρατειών. Αλλά είχα την δυνατότητα, όποτε ήθελα και όποτε μπορούσα, να το πάω πίσω και να πάρω κάτι καλύτερο, πληρώνοντας κάτι παραπάνω. Ωραία πράγματα! Θέλοντας και μη, συμφώνησα, δώσαμε τα χέρια, βάλαμε και κάτι υπογραφές κι έφυγα. Ήμουν πλέον ασφαλισμένος του Τ.Ε.Β.Ε.! Όσο κι αν είχα πληρώσει με δανεικά, ένοιωσα περήφανος.
Πέρασαν κάμποσα χρόνια κι εγώ όλο και αμελούσα να πάω στο ίδιο μαγαζί και να βγάλω "βιβλιάριο υγείας". Βλέπετε, στο μεταξύ η δουλειά είχε πάει καλά και μου περίσσευαν κάτι λεφτά για ιδιωτική ασφάλιση. Έτσι, όποτε είχα πρόβλημα υγείας, πήγαινα σε όποιον γιατρό ήθελα, αγόραζα όσα φάρμακα μου έγραφαν, πλήρωνα τα πάντα από την τσέπη μου κι ύστερα πήγαινα τα δικαιολογητικά στην ασφαλιστική μου εταιρεία και εισέπραττα όλο το ποσό. Αν πήγαινα με το βιβλιάριο του Τ.Ε.Β.Ε. θα έπρεπε να επιβαρυνθώ με μια "συμμετοχή". Φαίνεται πως κάτι δεν είχα καταλάβει καλά. Νόμιζα ότι είχα πάρει ολόκληρο το κοστούμι αλλά, προφανώς, το γιλέκο και το αριστερό μπατζάκι δεν συμπεριλαμβάνονταν στην τιμή. Το ωραίο είναι ότι η ιδιωτική ασφάλιση μου κόστιζε κάθε χρόνο το ένα δέκατο της τιμής του -πετσοκομμένου- κοστουμιού του Τ.Ε.Β.Ε. αλλά τι να κάνω; Κράτος είναι αυτό και τραβάει αφτιά.
Από τότε πέρασαν 25 χρόνια. Στο μεταξύ, εκείνοι οι υποχρεωτικοί πωλητές του μαγαζιού, φρόντιζαν να βελτιώνουν από μόνοι τους το τσίτινο κοστούμι που είχα πρωτοδιαλέξει. Χωρίς να με ρωτήσουν και, βέβαια, με το αζημίωτο. "Δε βαριέσαι", έλεγα, "τουλάχιστον θα βρεθώ με κασμήρι πολυτελείας και δεν θα ξυλιάζω στα γεράματα".
Και, ξαφνικά, γύρισαν τα πάνω-κάτω. Το μαγαζί, λέει, δεν πάει καλά και είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα μπορέσει να μου δώσει τελικά το κοστούμι που είχαμε συμφωνήσει για τα γεράματά μου. Πρέπει, λέει, να πληρώσω μερικές μηνιαίες δόσεις παραπάνω και στο τέλος αντί για κασμηρένιο κοστούμι θα μου δώσουν ένα τσόχινο!
Φρύαξα από την οργή μου. Ανήκουστο! Εδώ τρέχει μια συμφωνία 25 χρόνων, την οποία έχω τηρήσει με υποδειγματική συνέπεια. Έχουμε δώσει τα χέρια. Έχουμε βάλει υπογραφές και σφραγίδες. Τα χαρτιά το έλεγαν καθαρά: θα πληρώσω τόσες δόσεις, με τόσα λεφτά η καθεμιά και μετά από τόσα χρόνια θα πάρω αυτό το συγκεκριμένο κοστούμι. Πώς είναι δυνατόν να αλλάζουν οι όροι μιας συμφωνίας, χωρίς την σύμφωνη γνώμη και των δυο συμβαλλομένων;
Οι ελάχιστες γνώσεις νομικών που έχω με έπεισαν πως είχα δίκιο. Πήγα, λοιπόν, σε έναν ονομαστό δικηγόρο και του ζήτησα να κάνει κατά των ιδιοκτητών του μαγαζιού αγωγές, μηνύσεις, εφέσεις, ανακοπές και ό,τι άλλο απαιτείται για να βρω το δίκιο μου. Ο δικηγόρος με κοίταξε με οίκτο.
- "Δεν κάνεις τίποτε, φίλε μου", μου είπε θλιμμένα. "Μπορεί να έχεις δίκιο κατά βάση αλλά το εθνικό συμφέρον επιβάλλει την τροποποίηση των όρων της σύμβασης που έχεις υπογράψει."
- "Και τότε, τι νόημα έχουν οι σφραγίδες και οι υπογραφές, αν ο καθένας μπορεί να τις αναιρεί με τόση άνεση και χωρίς να δίνει λόγο;" ρώτησα οργισμένα.
Ο δικηγόρος κούνησε το κεφάλι του και μου είπε με κουρασμένη φωνή:
- "Όχι ο καθένας, αγαπητέ μου. Όχι ο καθένας. Μόνο το κράτος..."
ΥΓ: Εκείνο το "βιβλιάριο υγείας" ακόμα δεν το έχω βγάλει. Λυπάμαι να χαραμίσω τη φωτογραφία που πρέπει να επικολληθεί.
Η γλώσσα κόκκαλα τσακίζει
- "Ο λόγος που μ' άφησες έξω από την υπόθεση", είπε ήσυχα, "ήταν ότι νόμισες πως η αστυνομία δεν θα πίστευε ότι σκέτη περιέργεια μ' έσπρωξε να κατέβω εκεί κάτω χτες το βράδυ. Θα υποψιάζονταν ίσως ότι είχα κάποιον ύποπτο λόγο και θα με σφυροκοπούσαν μέχρι να σπάσω".
- "Πώς ξέρεις αν δεν σκέφτηκα το ίδιο πράγμα;"
- "Οι αστυνομικοί είναι κι αυτοί άνθρωποι", είπε ξεκάρφωτα.
- "Έχω ακούσει ότι σαν τέτοιοι ξεκινάνε".
[Ραίημοντ Τσάντλερ, "Αντίο, γλυκειά μου", εκδόσεις Λυχνάρι, 1990 (σελ.: 54)]
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου