Σε προηγούμενα σημειώματα, σχετικά με την περίφημη "κρίση", διατύπωσα -και προσπάθησα να τεκμηριώσω, όσο ήταν δυνατόν- την άποψη ότι τόσο τα ελλείματα όσο και το δημόσιο χρέος οφείλουν την διόγκωσή τους στην στρεβλή καπιταλιστική ανάπτυξη. Στη χώρα μας, το δημόσιο χρέος διογκώθηκε μέσα από την υπέρογκη κρατική χρηματοδότηση και τις φοροελαφρύνσεις του μεγάλου κεφαλαίου, τις μεγάλες δαπάνες για εξοπλισμούς, την έλλειψη προστασίας της εγχώριας παραγωγής από τον ανεξέλεγκτο ανταγωνισμό των "απελευθερωμένων αγορών", την ληστρική διαχείριση του εθνικού μας πλούτου κλπ.
Η εκδήλωση της κρίσης των κεφαλαίων οξύνει πάντα τις συνέπειες της υπερχρέωσης και αυξάνει το κόστος δανεισμού του κράτους. Αυτό συμβαίνει και σήμερα. Έτσι, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις Η.Π.Α. (αλλά και σε άλλες καπιταλιστικές χώρες, όπως Ιαπωνία, Ρωσσία κλπ) επιχειρούνται αναδιαρθρώσεις που έχουν ως σκοπό την ανακούφιση του "χειμαζομένου κεφαλαίου". Ενός κεφαλαίου που αντιμετωπίζει με δέος τον κινεζικό δράκο και δεν ορρωδεί προ ουδενός προκειμένου να τον νικήσει.
Στα πλαίσια αυτού του πολέμου, λοιπόν, έχει προκριθεί ως στρατηγική επιλογή η μείωση του κόστους εργασίας (θυμίζω ότι το συνολικό κόστος παραγωγής αποτελεί το άθροισμα των επί μέρους κοστών πρώτων υλών, κεφαλαίων και εργασίας). Με άλλα λόγια, απαιτείται η μείωση της τιμής της εργασίας, προκειμένου να βοηθηθούν τα διεθνή ολιγοπώλια στην μάχη που δίνουν κατά της Κίνας και των άλλων ανερχόμενων ασιατικών χωρών. Όλα αυτά τα έχουμε ήδη εξετάσει σε προηγούμενα σημειώματα.
Σκοπός του σημερινού σημειώματος είναι να δούμε μια άλλη όψη του θέματος. Δηλαδή, το λιώσιμο της καραμέλλας πως τάχα η Ελλάδα συνιστά ιδιαίτερη περίπτωση και οι ανεπρόκοποι Έλληνες έχουν ατόφια την ευθύνη για την δύσκολη θέση στην οποία βρέθηκε το ευρώ και η Ευρωπαϊκή Ένωση γενικώτερα. Αυτή η καραμέλλα κοντεύει πια να λιώσει τελείως.
Πράγματι, για να θωρακιστεί η ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου, η εργατική τάξη δεν πληρώνει μόνο στις κρίσεις. Πληρώνει και όταν υπάρχουν υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και κερδοφορίας. Πληρώνει και όταν το δημόσιο χρέος είναι υψηλό και όταν μειώνεται. Απόδειξη είναι ότι η επίθεση στα εργατικά κεκτημένα γίνεται σήμερα ΚΑΙ κατά των γερμανών εργατών (των οποίων η χώρα δεν παρουσιάζει δημοσιονομικό εκτροχιασμό και εμφανίζει -έστω, αναιμική- ανάπτυξη) ΚΑΙ κατά των βρεττανών ή των δανών εργατών (οι χώρες των οποίων βρίσκονται εκτός ευρωζώνης) ΚΑΙ κατά των γάλλων εργατών (η χώρα των οποίων ανήκει στις ισχυρότερες ευρωπαϊκές οικονομίες).
Εδώ, θέλω να απευθύνω ένα απλοϊκό ερώτημα στους θιασώτες των μέτρων που λαμβάνονται διεθνώς για την στήριξη της οικονομίας. Αλήθεια, όταν κατά τα προηγούμενα χρόνια δεν υπήρχε κρίση και όλα έβαιναν καλώς, ποια βελτίωση είδε η εργατική τάξη; Όταν τα ολιγοπώλια σώρευαν κέρδη που δεν ήξεραν τι να τα κάνουν, πέταξαν κανένα κοκκαλάκι στους εργάτες; Πώς, λοιπόν, απαιτούν σήμερα θυσίες απ'αυτούς; Κι οι λαοπρόβλητες κυβερνήσεις (μερικές, μάλιστα, απ'αυτές επιμένουν να αυτοαποκαλούνται "σοσιαλιστικές"!), ποια μέτρα στήριξης των εργατικών κεκτημένων πήραν στο παρελθόν, ώστε να νομιμοποιούνται σήμερα να ζητούν περικοπές;
Οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα είναι εύλογες αλλά δεν συνιστούν ιστορικό παράδοξο. Οι Μαρξ και Ένγκελς είχαν διαπιστώσει από τον 18ο αιώνα ότι σε κάθε πιστώτρια χώρα οι εργάτες βρίσκονταν σε αφόρητη κατάσταση όπως ακριβώς και οι εργάτες κάθε οφειλέτριας χώρας. Μερικά χρόνια αργότερα, από το βήμα του Β΄Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ο Λένιν επεσήμαινε ότι η θέση της εργατικής τάξης επιδεινώνεται διαρκώς τόσο στα κράτη-πιστωτές όσο και στα κράτη-οφειλέτες.
Συμπερασματικά, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι όλα όσα συμβαίνουν σήμερα γύρω μας δεν είναι πρωτόγνωρα. Μια ματιά στην Ιστορία αρκεί για να μας πείσει ότι το αδηφάγο κεφάλαιο ποτέ δεν παραχώρησε το παραμικρό με "καλή καρδιά". Αν σήμερα αποτελεί παρελθόν η δουλειά 16 ωρών ημερησίως και αν το δικαίωμα στην σύνταξη είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο, δεν το χρωστάμε παρά σ'εκείνους που κάποτε (από το Σικάγο και το Κιλελέρ ίσαμε την εποχή μας) έχυσαν ιδρώτα και αίμα. Πάνω στον δικό τους ιδρώτα και στο δικό τους αίμα χτίστηκαν, λιθαράκι-λιθαράκι, όσα θεωρούμε εμείς "κεκτημένα". Κι είναι δικό μας καθήκον και δική μας υποχρέωση, απέναντι σ'εκείνους, να φυλάξουμε αυτά τα κεκτημένα. Με ιδρώτα και αίμα.
Η γλώσσα κόκκαλα τσακίζει
- "Ο λόγος που μ' άφησες έξω από την υπόθεση", είπε ήσυχα, "ήταν ότι νόμισες πως η αστυνομία δεν θα πίστευε ότι σκέτη περιέργεια μ' έσπρωξε να κατέβω εκεί κάτω χτες το βράδυ. Θα υποψιάζονταν ίσως ότι είχα κάποιον ύποπτο λόγο και θα με σφυροκοπούσαν μέχρι να σπάσω".
- "Πώς ξέρεις αν δεν σκέφτηκα το ίδιο πράγμα;"
- "Οι αστυνομικοί είναι κι αυτοί άνθρωποι", είπε ξεκάρφωτα.
- "Έχω ακούσει ότι σαν τέτοιοι ξεκινάνε".
[Ραίημοντ Τσάντλερ, "Αντίο, γλυκειά μου", εκδόσεις Λυχνάρι, 1990 (σελ.: 54)]
5 Ιουλίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου