Και ξαφνικά, μπήκαν στην ζωή μας κάτι περίεργα ονόματα εταιρειών, όπως Moody's, Fitch και Standard & Poor's. Ο λόγος για τους περίφημους "κακούς" οίκους αξιολόγησης, που υποβαθμίζουν αλλεπάλληλα την αξία των ελληνικών ομολόγων και "υποσκάπτουν την προσπάθεια της κυβέρνησης να βγάλει την χώρα από το αδιέξοδο" (σύμφωνα με την κυβερνητική ρητορεία). Ας ρίξουμε μια προσεκτικότερη ματιά σ' αυτούς τους οίκους, μπας και καταλάβουμε καλύτερα τι παίζεται.
Δουλειά των οίκων αξιολόγησης είναι να εκτιμούν τις πιθανότητες αποπληρωμής μίας υποχρέωσης. Αξιολογώντας τις επιδόσεις εταιρειών ή κρατών, βαθμολογούν την πιθανότητα να προκύψει θέμα στάσης πληρωμών. Ο βαθμός αυτός ποσοτικοποιεί το ρίσκο που συνδέεται με ένα δάνειο και, επομένως, καθορίζει το επιτόκιό του με βάση την αρχή "μεγαλύτερο ρίσκο = υψηλότερο επιτόκιο". Προφανώς η εκτίμηση των πιθανοτήτων υπόκειται σε υποκειμενικούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα οι προβλέψεις σχετικά με την πορεία ενός μακροοικονομικού μεγέθους το επόμενο διάστημα.
(Για παράδειγμα, μέχρι και τις αρχές του 2008 οι τρεις μεγάλοι οίκοι, που προαναφέραμε, υπέθεταν ότι οι τιμές των ακινήτων στις ΗΠΑ δεν πρόκειται να υποχωρήσουν πάνω από 5%, παρουσιάζοντας μια ψεύτικη ρόδινη εικόνα, ενώ η φούσκα...παραφούσκωνε. Βέβαια, αν δεν υπήρχε η χαλαρή νομισματική πολιτική της Ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας, η φούσκα δεν θα είχε καν δημιουργηθεί. Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Ενδεικτικό είναι ότι, μετά από 15 χρόνια αδιάκοπης ανόδου, οι τιμές των ακινήτων άρχισαν να υποχωρούν το καλοκαίρι του 2006. Τότε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ προχώρησε στην πρώτη αύξηση επιτοκίων μετά από έξι χρόνια χαλάρωσης.)
Φυσικά, αν υπήρχε η κατάλληλη πολιτική βούληση (δηλαδή, αν οι κυβερνήσεις δεν το είχαν επιτρέψει), οι οίκοι αξιολόγησης δεν θα είχαν τη δυνατότητα να ελέγχουν τον κρατικό δανεισμό σε τέτοιο σημείο ώστε να μπορούν να οδηγούν ολόκληρα κράτη σε χρεοκοπία. Ας θυμηθούμε εδώ ότι η υποβάθμιση της Ελλάδας από τη Moody's, λίγες ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα του 2009, υπήρξε ο καταλύτης για την πανευρωπαϊκή κρίση χρέους.
Τότε, η Moody's έπαιζε το ρόλο του "καλού μπάτσου", ενώ οι άλλοι δύο "κακοί" οίκοι είχαν ήδη προχωρήσει σε υποβάθμιση. Μένοντας τελευταία, η Moody's κατάφερε να κρατά μόνη της τον πυροκροτητή της κρίσης και τον πάτησε όταν εκείνη έκρινε. Τώρα πάλι, πριν λίγες μέρες, ανέλαβε πρωτοβουλία πριν από την κρίσιμη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωζώνης, υποβαθμίζοντας την Ελλάδα και την Ισπανία. Ήταν η δική της σειρά να παραστήσει τον "κακό μπάτσο".
Σε ένα διεθνές σύστημα όπου η αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας καθορίζει το κόστος δανεισμού των κρατών, λογικό θα ήταν αυτή να γίνεται από κάποια ανεξάρτητη αρχή (π.χ. μία αρμόδια επιτροπή του ΟΗΕ ή των κεντρικών τραπεζών). Όμως, όχι μόνο δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, αλλά οι τρεις οίκοι αξιολόγησης είναι κερδοσκοπικά ιδρύματα, με μετόχους, κοινή -αμερικανική- εθνική ταυτότητα και στενές σχέσεις με τις διοικήσεις των πολυεθνικών που αξιολογούν. Άλλωστε, σ' αυτές τις στενές σχέσεις αποδίδεται η καθυστερημένη αντίδραση των οίκων στην περίπτωση της Enron: μόλις τέσσερις ημέρες πριν χρεωκοπήσει η εταιρεία, οι οίκοι συνέχιζαν να αξιολογούν τους τίτλους της στην επενδυτική βαθμίδα! Να σημειωθεί ότι, στην πράξη, οι τιμές των τίτλων μιας εταιρείας υποχωρούν στην αγορά αρκετά πριν γίνει η πρώτη υποβάθμιση από κάποιον οίκο.
Αυτή η στάση των οίκων ερμηνεύεται εύκολα, αν αναλογιστεί κανείς ότι πελάτες τους είναι οι υπό αξιολόγηση εταιρείες και όχι οι επενδυτές. Δεν ισχύει, βέβαια, και το ίδιο για τη σχέση των οίκων με τις κυβερνήσεις. Μπορεί κι εδώ αυτές να έχουν το ρόλο του πελάτη, πλην όμως το διακύβευμα είναι συχνά πέραν των δυνάμεων μιας κυβέρνησης.
Οι οίκοι αξιολόγησης αντλούν την ισχύ τους από την ολιγοπωλιακή θέση που κατέχουν στην αγορά. Προφανώς, δεν είναι δύσκολο να συντονίσουν τις κινήσεις τους τρεις εταιρείες. Διεθνώς υπάρχουν τουλάχιστον δέκα οίκοι αξιολόγησης, με αμερικανική, ιαπωνική ή ακόμα και κινέζικη καταγωγή (και κανένας ευρωπαϊκός!). Μάλιστα, ο κινεζικός οίκος Dagong πρόσφατα υποβάθμισε εκ νέου την αξιολόγηση των ΗΠΑ, προειδοποιώντας για περαιτέρω υποβαθμίσεις. Πλην των τριών μεγάλων οίκων, όμως, όλοι οι υπόλοιποι έχουν ελάχιστη ισχύ. Η μονοπωλιακή αυτή δύναμη των τριών προφανώς και θα δικαιολογούσε την κρατική παρέμβαση και τη δημιουργία δημοσίων φορέων για την επιτέλεση του έργου της αξιολόγησης. Αλλά και το ίδιο το σύστημα χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, που γεννά την ανάγκη για τους οίκους, έχει χτυπητά προβλήματα, που όφειλαν να αντιμετωπίσουν με ρυθμιστική παρέμβαση οι κυβερνήσεις για ένα βασικό λόγο: όσο στις αγορές επικρατεί η εντύπωση ότι όλα πηγαίνουν καλά, οι οίκοι αδρανούν και δεν προειδοποιούν για τυχόν προβλήματα που συσσωρεύονται.
Όταν η αγορά αρχίσει να ανησυχεί, τότε οι οίκοι αντιδρούν μειώνοντας τις αξιολογήσεις, οδηγώντας στα ύψη τα επιτόκια και επιταχύνοντας έτσι την χρεωκοπία. Στην ακραία απρόσωπη διεθνή του εκδοχή, το τραπεζικό σύστημα διαφοροποιεί τόσο πολύ τα συμφέροντα δανειστή-δανειζόμενου ώστε, όταν προκύψει πρόβλημα, να αναδεικνύει τη σύγκρουση και να υπονομεύει τη συνεννόηση προς εξεύρεση λύσης.
Κλείνοντας το σημερινό σημείωμα, ας αναρωτηθούμε αν οι τρεις οίκοι είναι "κακοί" επειδή ανήκουν σε κάποιους άπληστους. Τυχόν κατηγορηματικά θετική απάντηση είναι αφελής. Ο σκοτεινός ρόλος των οίκων αυτών έγκειται σε κάτι περισσότερο από την απληστία κάποιων. Έγκειται στην ασυδοσία ενός καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο έχει στα κύτταρά του τις αντιφάσεις οι οποίες οδηγούν τις οικονομίες στην καταστροφή.
Δουλειά των οίκων αξιολόγησης είναι να εκτιμούν τις πιθανότητες αποπληρωμής μίας υποχρέωσης. Αξιολογώντας τις επιδόσεις εταιρειών ή κρατών, βαθμολογούν την πιθανότητα να προκύψει θέμα στάσης πληρωμών. Ο βαθμός αυτός ποσοτικοποιεί το ρίσκο που συνδέεται με ένα δάνειο και, επομένως, καθορίζει το επιτόκιό του με βάση την αρχή "μεγαλύτερο ρίσκο = υψηλότερο επιτόκιο". Προφανώς η εκτίμηση των πιθανοτήτων υπόκειται σε υποκειμενικούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα οι προβλέψεις σχετικά με την πορεία ενός μακροοικονομικού μεγέθους το επόμενο διάστημα.
(Για παράδειγμα, μέχρι και τις αρχές του 2008 οι τρεις μεγάλοι οίκοι, που προαναφέραμε, υπέθεταν ότι οι τιμές των ακινήτων στις ΗΠΑ δεν πρόκειται να υποχωρήσουν πάνω από 5%, παρουσιάζοντας μια ψεύτικη ρόδινη εικόνα, ενώ η φούσκα...παραφούσκωνε. Βέβαια, αν δεν υπήρχε η χαλαρή νομισματική πολιτική της Ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας, η φούσκα δεν θα είχε καν δημιουργηθεί. Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Ενδεικτικό είναι ότι, μετά από 15 χρόνια αδιάκοπης ανόδου, οι τιμές των ακινήτων άρχισαν να υποχωρούν το καλοκαίρι του 2006. Τότε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ προχώρησε στην πρώτη αύξηση επιτοκίων μετά από έξι χρόνια χαλάρωσης.)
Φυσικά, αν υπήρχε η κατάλληλη πολιτική βούληση (δηλαδή, αν οι κυβερνήσεις δεν το είχαν επιτρέψει), οι οίκοι αξιολόγησης δεν θα είχαν τη δυνατότητα να ελέγχουν τον κρατικό δανεισμό σε τέτοιο σημείο ώστε να μπορούν να οδηγούν ολόκληρα κράτη σε χρεοκοπία. Ας θυμηθούμε εδώ ότι η υποβάθμιση της Ελλάδας από τη Moody's, λίγες ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα του 2009, υπήρξε ο καταλύτης για την πανευρωπαϊκή κρίση χρέους.
Τότε, η Moody's έπαιζε το ρόλο του "καλού μπάτσου", ενώ οι άλλοι δύο "κακοί" οίκοι είχαν ήδη προχωρήσει σε υποβάθμιση. Μένοντας τελευταία, η Moody's κατάφερε να κρατά μόνη της τον πυροκροτητή της κρίσης και τον πάτησε όταν εκείνη έκρινε. Τώρα πάλι, πριν λίγες μέρες, ανέλαβε πρωτοβουλία πριν από την κρίσιμη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωζώνης, υποβαθμίζοντας την Ελλάδα και την Ισπανία. Ήταν η δική της σειρά να παραστήσει τον "κακό μπάτσο".
Σε ένα διεθνές σύστημα όπου η αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας καθορίζει το κόστος δανεισμού των κρατών, λογικό θα ήταν αυτή να γίνεται από κάποια ανεξάρτητη αρχή (π.χ. μία αρμόδια επιτροπή του ΟΗΕ ή των κεντρικών τραπεζών). Όμως, όχι μόνο δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, αλλά οι τρεις οίκοι αξιολόγησης είναι κερδοσκοπικά ιδρύματα, με μετόχους, κοινή -αμερικανική- εθνική ταυτότητα και στενές σχέσεις με τις διοικήσεις των πολυεθνικών που αξιολογούν. Άλλωστε, σ' αυτές τις στενές σχέσεις αποδίδεται η καθυστερημένη αντίδραση των οίκων στην περίπτωση της Enron: μόλις τέσσερις ημέρες πριν χρεωκοπήσει η εταιρεία, οι οίκοι συνέχιζαν να αξιολογούν τους τίτλους της στην επενδυτική βαθμίδα! Να σημειωθεί ότι, στην πράξη, οι τιμές των τίτλων μιας εταιρείας υποχωρούν στην αγορά αρκετά πριν γίνει η πρώτη υποβάθμιση από κάποιον οίκο.
Αυτή η στάση των οίκων ερμηνεύεται εύκολα, αν αναλογιστεί κανείς ότι πελάτες τους είναι οι υπό αξιολόγηση εταιρείες και όχι οι επενδυτές. Δεν ισχύει, βέβαια, και το ίδιο για τη σχέση των οίκων με τις κυβερνήσεις. Μπορεί κι εδώ αυτές να έχουν το ρόλο του πελάτη, πλην όμως το διακύβευμα είναι συχνά πέραν των δυνάμεων μιας κυβέρνησης.
Οι οίκοι αξιολόγησης αντλούν την ισχύ τους από την ολιγοπωλιακή θέση που κατέχουν στην αγορά. Προφανώς, δεν είναι δύσκολο να συντονίσουν τις κινήσεις τους τρεις εταιρείες. Διεθνώς υπάρχουν τουλάχιστον δέκα οίκοι αξιολόγησης, με αμερικανική, ιαπωνική ή ακόμα και κινέζικη καταγωγή (και κανένας ευρωπαϊκός!). Μάλιστα, ο κινεζικός οίκος Dagong πρόσφατα υποβάθμισε εκ νέου την αξιολόγηση των ΗΠΑ, προειδοποιώντας για περαιτέρω υποβαθμίσεις. Πλην των τριών μεγάλων οίκων, όμως, όλοι οι υπόλοιποι έχουν ελάχιστη ισχύ. Η μονοπωλιακή αυτή δύναμη των τριών προφανώς και θα δικαιολογούσε την κρατική παρέμβαση και τη δημιουργία δημοσίων φορέων για την επιτέλεση του έργου της αξιολόγησης. Αλλά και το ίδιο το σύστημα χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, που γεννά την ανάγκη για τους οίκους, έχει χτυπητά προβλήματα, που όφειλαν να αντιμετωπίσουν με ρυθμιστική παρέμβαση οι κυβερνήσεις για ένα βασικό λόγο: όσο στις αγορές επικρατεί η εντύπωση ότι όλα πηγαίνουν καλά, οι οίκοι αδρανούν και δεν προειδοποιούν για τυχόν προβλήματα που συσσωρεύονται.
Όταν η αγορά αρχίσει να ανησυχεί, τότε οι οίκοι αντιδρούν μειώνοντας τις αξιολογήσεις, οδηγώντας στα ύψη τα επιτόκια και επιταχύνοντας έτσι την χρεωκοπία. Στην ακραία απρόσωπη διεθνή του εκδοχή, το τραπεζικό σύστημα διαφοροποιεί τόσο πολύ τα συμφέροντα δανειστή-δανειζόμενου ώστε, όταν προκύψει πρόβλημα, να αναδεικνύει τη σύγκρουση και να υπονομεύει τη συνεννόηση προς εξεύρεση λύσης.
Κλείνοντας το σημερινό σημείωμα, ας αναρωτηθούμε αν οι τρεις οίκοι είναι "κακοί" επειδή ανήκουν σε κάποιους άπληστους. Τυχόν κατηγορηματικά θετική απάντηση είναι αφελής. Ο σκοτεινός ρόλος των οίκων αυτών έγκειται σε κάτι περισσότερο από την απληστία κάποιων. Έγκειται στην ασυδοσία ενός καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο έχει στα κύτταρά του τις αντιφάσεις οι οποίες οδηγούν τις οικονομίες στην καταστροφή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου