Οι κατευθύνσεις της στρατηγικής, την οποία εξετάσαμε στο χτεσινό σημείωμα, βρίσκονται στο ίδιο το ιδρυτικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συγκρότηση της Ευρωζώνης προωθήθηκε στη συνέχεια με διακρατική συμφωνία ορισμένων κρατών-μελών, με στόχο την εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που προσέφερε το κοινό νόμισμα (το ευρώ) στο μεγάλο κεφάλαιο. Ενδεικτικά, ως τέτοια πλεονεκτήματα μπορούμε να αναφέρουμε την συναλλαγματική και νομισματική σταθερότητα, την βελτίωση των χρηματοδοτικών και πιστοληπτικών όρων για τις ιδιωτικές και τις δημόσιες επενδύσεις σε κράτη της Ευρωζώνης και την αύξηση των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης.
Σε ομιλία του στην Αθήνα, τον Οκτώβριο του 2009, ο πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας Λοράν Φαμπιούς είναι σύντομος και περιεκτικός: "Το ευρώ έχει επιτύχει. Έχει επιτύχει επειδή το ένα τρίτο του εξωτερικού εμπορίου διεκπεραιώνεται πλέον εντός των συνόρων της Ευρωζώνης έναντι του ενός τετάρτου δέκα χρόνια πριν, έχει επιτύχει επειδή το ένα τρίτο των συνολικών επενδύσεων της Ευρώπης γίνεται σήμερα στο εσωτερικό της Ευρωζώνης έναντι μόλις ενός πέμπτου δέκα χρόνια πριν. Και κάτι ακόμη σημαντικό: το ευρώ είναι το δεύτερο αποθεματικό νόμισμα και η αυξητική τάση, που παρουσιάζει στα πλαίσια των διεθνών αποθεματικών νομισμάτων, είναι συνεχής. Βρισκόταν στο 17,5% το 1999 και σήμερα αγγίζει το 27%. Σήμερα, λοιπόν, δέκα χρόνια μετά την εισαγωγή του, και δέκα χρόνια δεν είναι τίποτα αν τα υπολογίσουμε στην κλίμακα των μεγάλων διεθνών ανακατατάξεων, το ένα τέταρτο των εμπορικών συναλλαγών και περίπου οι μισές διεθνείς υποχρεώσεις διεκπεραιώνονται σε ευρώ".
Όμως, παρά την κοινή στόχευση του μεγάλου κεφαλαίου (το οποίο, ας μη ξεχνάμε, δεν έχει εθνικότητα, πατρίδα, θρησκεία, προκαταλήψεις κλπ), δεν αναιρεί την ανισόμετρη ανάπτυξη στο εσωτερικό της Ευρωζώνης. Είναι εύκολο να καταλάβουμε τις αιτίες της αυτής ανισόμετρης ανάπτυξης, αν σκεφτούμε ότι η καπιταλιστική δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στηρίζεται σε επί μέρους κρατική οργάνωση. Για παράδειγμα: παρ' ότι γερμανοί, ιρλανδοί και έλληνες κεφαλαιοκράτες έχουν κοινή στόχευση, είναι υποχρεωμένοι να δρουν μέσα στα πλαίσια που ορίζει η Γερμανία για τους πρώτους, η Ιρλανδία για τους δεύτερους και η Ελλάδα για τους τρίτους. Αυτό το χαρακτηριστικό έχει ως συνέπεια να προάγονται οι ανταγωνισμοί και οι αντιθέσεις ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ε.Ε.
Εφ'όσον, λοιπόν, αυτές οι ενδοκαπιταλιστικές "κόντρες" είναι δεδομένες, θα έπρεπε να πριμένουμε ότι το ευρώ, ως κοινό νόμισμα, όχι μόνο δεν θα μπορούσε να αμβλύνει την ανισομετρία στην ανάπτυξη -ή και στην διάρθρωση- των βιομηχανικών κλάδων αλλά θα την όξυνε. Συνεπώς, όσοι προσδοκούσαν πως το κοινό νόμισμα θα βελτίωνε την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, είτε έλεγαν ψέμματα είτε ήσαν άσχετοι.
Στην προηγούμενη δεκαετία, η Γερμανία υπήρξε η μεγάλη ωφελημένη από τη συγκρότηση της Ευρωζώνης. Από τη μια διατήρησε ισχυρό το ευρώ ως διεθνές αποθεματικό νόμισμα και από την άλλη έδωσε διέξοδο στις εξαγωγές της στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, διαμορφώνοντας μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα, τη στιγμή που αντίστοιχα διευρύνονταν τα ελλείμματα σε Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία, ακόμη και στη Γαλλία.
Η ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας, σε σχέση με τις άλλες ισχυρές οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Βρεττανία, Γαλλία, Ιταλία), εξαρτάται πολύ περισσότερο από τις εξαγωγές της. Χαρακτηριστικά, ο Μάρτιν Γουλφ καταγράφει στους "Finacial Times" της 7/9/2010: "Τα 2/3 της γερμανικής ανάπτυξης στην περίοδο 2000-2008 οφείλονταν στην αύξηση των εξαγωγών. Το 47% της συνολικής της ζήτησης προέρχεται από εξαγωγές, έναντι μέσου όρου στις άλλες τρεις μεγάλες οικονομίες 28%". Σ' αυτή την γερμανική "άνοιξη των εξαγωγών" το ευρώ συνέτεινε αφάνταστα, αφού διασφάλισε σταθερότερες ισοτιμίες και μικρότερες διακυμάνσεις σε σχέση με το μάρκο. Ειδικά στρις τρέχουσες συνθήκες κρίσης, το μάρκο θα είχε δεχτεί εντονώτατες πληθωριστικές πιέσεις και θα είχε επηρεάσει αρνητικά την εξέλιξη του γερμανικού εξαγωγικού εμπορίου.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι (σύμφωνα με τη βάση μακροοικονομικών δεδομένων της Ε.Ε.) το 60% του εμπορικού πλεονάσματος της Γερμανίας οφείλεται στις συναλλαγές της εντός της Ευρωζώνης. Αλλά και η εξαγωγή κεφαλαίων με τη μορφή δανείων στο εσωτερικό της Ευρωζώνης ήταν συμφέρουσα για τους γερμανικούς τραπεζικούς ομίλους πριν την εκδήλωση της κρίσης. Μάλιστα, σύμφωνα με το γερμανικό ινστιτούτο IFO, η συνολική εξαγωγή κεφαλαίου στην Ευρωζώνη κατά την πρώτη δεκαετία του ευρώ παρουσίασε σημαντική κερδοφορία. Τα παραδείγματα της εισόδου στην Ελλάδα της "Ντώυτσε Τέλεκομ" στις τηλεπικοινωνίες, της "Χόχτιφ" στο αεροδρόμιο των Σπάτων και της "Ζήμενς" σε μια σειρά κλάδους είναι χαρακτηριστικά και επιβεβαιώνουν αυτό το γενικό συμπέρασμα.
Βέβαια, η μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων υπέρ της Γερμανίας στο εσωτερικό της Ε.Ε., ως αποτέλεσμα της επίδρασης του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης, προϋπήρξε της κρίσης. Η κρίση απλώς όξυνε τις αντιθέσεις ακόμα και στον σκληρό πυρήνα της Ε.Ε. Αλλά για όλα αυτά θα συνεχίσουμε αύριο.
Σε ομιλία του στην Αθήνα, τον Οκτώβριο του 2009, ο πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας Λοράν Φαμπιούς είναι σύντομος και περιεκτικός: "Το ευρώ έχει επιτύχει. Έχει επιτύχει επειδή το ένα τρίτο του εξωτερικού εμπορίου διεκπεραιώνεται πλέον εντός των συνόρων της Ευρωζώνης έναντι του ενός τετάρτου δέκα χρόνια πριν, έχει επιτύχει επειδή το ένα τρίτο των συνολικών επενδύσεων της Ευρώπης γίνεται σήμερα στο εσωτερικό της Ευρωζώνης έναντι μόλις ενός πέμπτου δέκα χρόνια πριν. Και κάτι ακόμη σημαντικό: το ευρώ είναι το δεύτερο αποθεματικό νόμισμα και η αυξητική τάση, που παρουσιάζει στα πλαίσια των διεθνών αποθεματικών νομισμάτων, είναι συνεχής. Βρισκόταν στο 17,5% το 1999 και σήμερα αγγίζει το 27%. Σήμερα, λοιπόν, δέκα χρόνια μετά την εισαγωγή του, και δέκα χρόνια δεν είναι τίποτα αν τα υπολογίσουμε στην κλίμακα των μεγάλων διεθνών ανακατατάξεων, το ένα τέταρτο των εμπορικών συναλλαγών και περίπου οι μισές διεθνείς υποχρεώσεις διεκπεραιώνονται σε ευρώ".
Όμως, παρά την κοινή στόχευση του μεγάλου κεφαλαίου (το οποίο, ας μη ξεχνάμε, δεν έχει εθνικότητα, πατρίδα, θρησκεία, προκαταλήψεις κλπ), δεν αναιρεί την ανισόμετρη ανάπτυξη στο εσωτερικό της Ευρωζώνης. Είναι εύκολο να καταλάβουμε τις αιτίες της αυτής ανισόμετρης ανάπτυξης, αν σκεφτούμε ότι η καπιταλιστική δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στηρίζεται σε επί μέρους κρατική οργάνωση. Για παράδειγμα: παρ' ότι γερμανοί, ιρλανδοί και έλληνες κεφαλαιοκράτες έχουν κοινή στόχευση, είναι υποχρεωμένοι να δρουν μέσα στα πλαίσια που ορίζει η Γερμανία για τους πρώτους, η Ιρλανδία για τους δεύτερους και η Ελλάδα για τους τρίτους. Αυτό το χαρακτηριστικό έχει ως συνέπεια να προάγονται οι ανταγωνισμοί και οι αντιθέσεις ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ε.Ε.
Εφ'όσον, λοιπόν, αυτές οι ενδοκαπιταλιστικές "κόντρες" είναι δεδομένες, θα έπρεπε να πριμένουμε ότι το ευρώ, ως κοινό νόμισμα, όχι μόνο δεν θα μπορούσε να αμβλύνει την ανισομετρία στην ανάπτυξη -ή και στην διάρθρωση- των βιομηχανικών κλάδων αλλά θα την όξυνε. Συνεπώς, όσοι προσδοκούσαν πως το κοινό νόμισμα θα βελτίωνε την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, είτε έλεγαν ψέμματα είτε ήσαν άσχετοι.
Στην προηγούμενη δεκαετία, η Γερμανία υπήρξε η μεγάλη ωφελημένη από τη συγκρότηση της Ευρωζώνης. Από τη μια διατήρησε ισχυρό το ευρώ ως διεθνές αποθεματικό νόμισμα και από την άλλη έδωσε διέξοδο στις εξαγωγές της στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, διαμορφώνοντας μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα, τη στιγμή που αντίστοιχα διευρύνονταν τα ελλείμματα σε Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία, ακόμη και στη Γαλλία.
Η ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας, σε σχέση με τις άλλες ισχυρές οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Βρεττανία, Γαλλία, Ιταλία), εξαρτάται πολύ περισσότερο από τις εξαγωγές της. Χαρακτηριστικά, ο Μάρτιν Γουλφ καταγράφει στους "Finacial Times" της 7/9/2010: "Τα 2/3 της γερμανικής ανάπτυξης στην περίοδο 2000-2008 οφείλονταν στην αύξηση των εξαγωγών. Το 47% της συνολικής της ζήτησης προέρχεται από εξαγωγές, έναντι μέσου όρου στις άλλες τρεις μεγάλες οικονομίες 28%". Σ' αυτή την γερμανική "άνοιξη των εξαγωγών" το ευρώ συνέτεινε αφάνταστα, αφού διασφάλισε σταθερότερες ισοτιμίες και μικρότερες διακυμάνσεις σε σχέση με το μάρκο. Ειδικά στρις τρέχουσες συνθήκες κρίσης, το μάρκο θα είχε δεχτεί εντονώτατες πληθωριστικές πιέσεις και θα είχε επηρεάσει αρνητικά την εξέλιξη του γερμανικού εξαγωγικού εμπορίου.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι (σύμφωνα με τη βάση μακροοικονομικών δεδομένων της Ε.Ε.) το 60% του εμπορικού πλεονάσματος της Γερμανίας οφείλεται στις συναλλαγές της εντός της Ευρωζώνης. Αλλά και η εξαγωγή κεφαλαίων με τη μορφή δανείων στο εσωτερικό της Ευρωζώνης ήταν συμφέρουσα για τους γερμανικούς τραπεζικούς ομίλους πριν την εκδήλωση της κρίσης. Μάλιστα, σύμφωνα με το γερμανικό ινστιτούτο IFO, η συνολική εξαγωγή κεφαλαίου στην Ευρωζώνη κατά την πρώτη δεκαετία του ευρώ παρουσίασε σημαντική κερδοφορία. Τα παραδείγματα της εισόδου στην Ελλάδα της "Ντώυτσε Τέλεκομ" στις τηλεπικοινωνίες, της "Χόχτιφ" στο αεροδρόμιο των Σπάτων και της "Ζήμενς" σε μια σειρά κλάδους είναι χαρακτηριστικά και επιβεβαιώνουν αυτό το γενικό συμπέρασμα.
Βέβαια, η μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων υπέρ της Γερμανίας στο εσωτερικό της Ε.Ε., ως αποτέλεσμα της επίδρασης του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης, προϋπήρξε της κρίσης. Η κρίση απλώς όξυνε τις αντιθέσεις ακόμα και στον σκληρό πυρήνα της Ε.Ε. Αλλά για όλα αυτά θα συνεχίσουμε αύριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου