Τις τελευταίες μέρες ξανάρχισε η κουβέντα για το αν θα μειωθούν -κι αν πρέπει να μειωθούν- οι αμοιβές των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. Την αφορμή έδωσε προ ημερών ο υπουργός οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου μιλώντας στο δελτίο ειδήσεων της ΝΕΤ με την Έλλη Στάη. Εκεί, ο υπουργός, όταν ρωτήθηκε για το αν πρόκειται να μειωθούν οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα, απάντησε έμμεσα αλλά σαφώς θετικά, δηλώνοντας ότι "οι επιχειρήσεις ξέρουν πολύ καλά τι πρέπει να κάνουν".
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο υπουργός οικονομικών υποστήριζε αυτή την άποψη. Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα "Real news" (του Νίκου Χατζηνικολάου), στις 12 του περασμένου Δεκέμβρη, είχε δηλώσει ξεκάθαρα: "Αυτό που κάθε αναλυτής βλέπει παρατηρώντας τα επίσημα δεδομένα για την πορεία των μισθών, της απασχόλησης και του εισοδήματος, είναι ότι πράγματι το μισθολογικό κόστος αυξανόταν πολύ παραπάνω από την παραγωγικότητα. Αυτό είχε αρνητική επίδραση στην ανταγωνιστικότητα της χώρας". Αναρωτιέμαι, τί διαφορετικό θα υποστήριζε ένας εκπρόσωπος του κεφαλαίου, π.χ. ένας βιομήχανος ή ένας τραπεζίτης.
Τι λέει, με απλά λόγια, ο υπουργός; Λέει ότι το πρόβλημα της οικονομίας μας είναι ανταγωνιστικό (δηλαδή, τα προϊόντα που παράγουμε είναι ακριβά) και, συνεπώς, πρέπει να πέσει το κόστος παραγωγής τους. Κι αφού το κόστος εργασίας αποτελεί συντελεστή κόστους παραγωγής, πρέπει να "κοντύνουν" οι μισθοί των εργαζομένων ώστε να φτηνύνουν τα προϊόντα και να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητά μας.
Ας κουραστούμε λίγο σήμερα, εξετάζοντας όσα υποστηρίζει ο Παπακωνσταντίνου (και, μαζί μ' αυτόν, όλη η πασοκική κάστα που υπηρετεί το μνημόνιο). Θα κουραστούμε γιατί στην ανάλυσή μας θα χρησιμοποιήσουμε ως εργαλείο την μαρξιστική ανάλυση. Κι αν κάποιος διαμαρτύρεται ήδη για την επιλογή μας αυτή, ας έχει υπ' όψη του ότι σχεδόν στα ίδια συμπεράσματα θα καταλήγαμε κι αν χρησιμοποιούσαμε την κεϋνσιανή ανάλυση.
Υπ' αυτό το πρίσμα, όσα υποστηρίζει ο υπουργός είναι ανυπόστατα. Τολμώ να πω ότι όσοι υποστηρίζουν την ίδια άποψη είναι είτε αδαείς περί την οικονομική θεωρία είτε ψεύτες. Ας δούμε, λοιπόν, ποια είναι η πραγματικότητα.
Οποιαδήποτε μείωση μισθών δεν οδηγεί σε αύξηση της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου αλλά σε ισόποση αύξηση της υπεραξίας και, κατ' επέκταση, σε άνοδο του ποσοστού του κέρδους. Τούτο συμβαίνει επειδή η τιμή πώλησης του προϊόντος ποτέ δεν μειώνεται λόγω μείωσης του κόστους εργασίας. Γιατί; Επειδή ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας, οποίος καθορίζει την τιμή του προϊόντος, δεν αλλάζει αλλά παραμένει ο ίδιος. Το μόνο που αλλάζει με τη μείωση του μισθού είναι η αναλογία κατανομής της νέας αξίας που παράγει ο εργαζόμενος και μοιράζεται ανάμεσα στον κεφαλαιοκράτη και τον εργάτη με τη μορφή της υπεραξίας και του μισθού.
Δύσκολη η κατανόηση; Είπαμε ότι θα κουραστούμε σήμερα. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Έστω, λοιπόν, ότι για κάποιο προϊόν απαιτούνται 30 ευρώ κόστος πρώτης ύλης, 20 ευρώ κόστος κεφαλαίου και 50 ευρώ κόστος εργασίας. Έχουμε συνολικό κόστος 100 ευρώ. Ο βιομήχανος θέλει να δουλέψει με κέρδος 50%, οπότε πουλάει 150 ευρώ (μιας και βάζει 50% και στο κόστος εργασίας, δηλαδή κερδίζει υπεραξία και από την δουλειά του εργαζομένου κι όχι μόνο από τα κεφάλαιά του). Αν το κόστος εργασίας μειωθεί σε 40 ευρώ, το κόστος του προϊόντος θα πέσει στα 90 ευρώ, οπότε ο βιομήχανος θα πρέπει να πουλήσει 135 ευρώ, αν θέλει να συνεχίσει να δουλεύει με 50%.
Καλά ως εδώ; Ενώ, όμως, το ποσοστιαίο κέρδος του βιομήχανου παραμένει σταθερό, το ποσοτικό μειώνεται. Πουλώντας με 150 ευρώ, ο βιομήχανος έβγαζε (150-100=) 50 ευρώ κέρδος Πουλώντας, όμως, με 135 ευρώ, βγάζει (135-90=) 45. Για να συνεχίσει να βγάζει τα ίδια, θα πρέπει να πουλήσει 140. Εφ' όσον, όμως, οι άλλοι συντελεστές κόστους μένουν σταθεροί, ουσιαστικά αυξάνει την υπεραξία της εργασίας που βάζει στην τσέπη του.
Προχωρούμε την ανάλυσή μας. Πουλώντας ο βιομήχανος του παραδείγματός μας με αυξημένο συντελεστή κέρδους (το 50% έγινε 55% μετά την μείωση του μισθού), αντιμετωπίζει αυξημένη φορολογία, οπότε δεν βολεύεται ούτε με τιμή προϊόντος 140. Έτσι, προσανατολίζεται σε μια τελική τιμή η οποία θεωρητικώς προσεγγίζει την τιμή προ της μειώσεως, ουσιαστικώς δε η τιμή του προϊόντος μετά την μείωση του μισθού παραμένει αμετάβλητη. Εδώ επεμβαίνει το κράτος και μειώνει τους συντελεστές φορολογίας, ώστε να μη χάσουν κέρδη οι βιομήχανοι. Φυσικά, οι λιγότεροι φόροι συνεπάγονται μείωση των κοινωνικών παροχών (οπότε, τελικά, καλούνται οι εργαζόμενοι να καλύψουν τα κέρδη των βιομηχάνων) αλλά τώρα ας μη πάμε την σκέψη μας τόσο μακρυά.
Και για να τελειώνουμε. Πώς μπορεί να μειωθεί η τιμή ενός παραγόμενου προϊόντος; Μα, μόνο με την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας. Αύξηση της παραγωγικότητας σημαίνει ότι μειώνεται η ποσότητα της αναγκαίας εργασίας ανά μονάδα χρόνου για την παραγωγή ενός προϊόντος. Για παράδειγμα, αν εκεί όπου χρειαζόμαστε σήμερα 5 ώρες για να παραχθεί ένα προϊόν, καταφέρουμε με καινούργια τεχνική να το παράξουμε σε 4 ώρες, θα πετύχουμε άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας 20%, η οποία θα οδηγήσει σε μείωση της τιμής του παραγόμενου προϊόντος.
Λυπάμαι αν δεν μπόρεσα να εκφράσω τα παραπάνω όσο απλά ήθελα. Μερικά πράγματα, όμως, δεν μπορεί να είναι απλά αν δεν προορίζονται για πλύση εγκεφάλου ή αν δεν απευθύνονται σε χαχόλους.
Η γλώσσα κόκκαλα τσακίζει
- "Ο λόγος που μ' άφησες έξω από την υπόθεση", είπε ήσυχα, "ήταν ότι νόμισες πως η αστυνομία δεν θα πίστευε ότι σκέτη περιέργεια μ' έσπρωξε να κατέβω εκεί κάτω χτες το βράδυ. Θα υποψιάζονταν ίσως ότι είχα κάποιον ύποπτο λόγο και θα με σφυροκοπούσαν μέχρι να σπάσω".
- "Πώς ξέρεις αν δεν σκέφτηκα το ίδιο πράγμα;"
- "Οι αστυνομικοί είναι κι αυτοί άνθρωποι", είπε ξεκάρφωτα.
- "Έχω ακούσει ότι σαν τέτοιοι ξεκινάνε".
[Ραίημοντ Τσάντλερ, "Αντίο, γλυκειά μου", εκδόσεις Λυχνάρι, 1990 (σελ.: 54)]
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου