"Τα δόντια μου είναι άχρηστα πια... Όχι. Το ψωμί είναι ξερό, έχει μπαγιατέψει από μέρες. Ίσα ίσα που αν έχω ακόμα πάνω μου κάτι γερό, δεν είναι άλλο παρά τα δόντια μου. Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει ψωμί της προκοπής! Ας είχα τουλάχιστον ένα περιθώριο επιλογής. Δόντια ή ψωμί; Αυτό να είναι άραγε η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου;"
Ο Ατίκ Ραχιμί (Atiq Rahimi) γεννήθηκε στην Καμπούλ το 1962 και ανήκει στη δυτικότροπη αστική τάξη της πατρίδας του. Πήγε σε γαλλικό σχολείο και μετά το πραξικόπημα του 1973, όταν ο πατέρας του φυλακίστηκε, αφιερώθηκε στο γράψιμο, παρά το νεαρό της ηλικίας του, παθιασμένος με το γαλλικό σινεμά και τη γαλλική λογοτεχνία. Το 1984, όταν η κατάσταση στο Αφγανιστάν έγινε δραματική, διέφυγε στο Πακιστάν και από εκεί στη Γαλλία, όπου ζητάει πολιτικό άσυλο και σπουδάζει οπτικοακουστική επικοινωνία στην Σορβόννη. Ζει ακόμη στο Παρίσι και σκηνοθετεί ντοκυμανταίρ.
Η είδηση του θανάτου του αδελφού του στον πόλεμο του Αφγανιστάν τον ωθεί στη λογοτεχνία. Γράφει το "Στάχτες και Χώμα", το οποίο γίνεται δεκτό με θερμές κριτικές, πουλάει αμέσως σε 15 χώρες και μεταφέρεται στον κινηματογράφο ως "Ragard d' Avenir".
Το "Στάχτες και Χώμα" είναι η επιτομή του λακωνίζειν. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου ολόκληρο κεφάλαιο συμπυκνώνεται σε μία μόνο αράδα. ¨Ετσι, ο λόγος μετατρέπεται υποχρεωτικά σε νυστέρι. Ο Ραχιμί χειρουργεί χωρίς αναισθητικό. Κάθε φράση και κάθε λέξη χαράσσουν το δέρμα του αναγνώστη και χώνονται βαθειά μέσα του. Γυρίζεις τις σελίδες και νοιώθεις τα κόκκαλά σου να πονούν. Και κάπου εκεί, δοξάζεις τον θεό που αυτό το βιβλιαράκι δεν ξεπερνάει τις 90 σελίδες, γιατί είσαι σίγουρος ότι δεν θα άντεχες περισσότερο πόνο.
Το σκηνικό, λιτό. Η υπόθεση, απλή. Μια γέφυρα, ένα αποξηραμένο ποτάμι σε ένα έρημο τοπίο, το φυλάκιο ενός σκοπού, ένας δρόμος που χάνεται στον ορίζοντα, ένας έμπορος που σκέφτεται τον κόσμο, ένας γέρος, ένα μικρό παιδί και η αναμονή. Τίποτε δεν κινείται. Είμαστε στο Αφγανιστάν κατά τη διάρκεια του πολέμου με τη Σοβιετική Ένωση. Ο γέρος άντρας πηγαίνει να ανακοινώσει στον γυιο του που δουλεύει στα ορυχεία, τον πατέρα του μικρού, ότι στο χωριό τους σκοτώθηκαν όλοι σε ένα βομβαρδισμό. Μιλάει, σκέφτεται...μια κόλαση από αναμνήσεις, προσδοκίες, τύψεις, εικασίες, υποψίες… Ένας γυμνός λόγος που μιλάει για τον πόνο, τη μοναξιά και το φόβο τού να μη σ' ακούει κανείς.
Ένα βιβλίο επίκαιρο αλλά και παλιό όσο ο πόλεμος, σύγχρονο αλλά και γνώριμο όσο η τύψη. Ένα θέμα παγκόσμιο όσο και η πίκρα που σου μένει μόλις γυρίσεις την τελευταία του σελίδα. Ένα μικρό διαμαντάκι που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Ψυχογιός" και θα σας κοστίσει λιγώτερο από μια κυριακάτικη εφημερίδα, αφού θα πάρετε και ρέστα από 4 ευρώ. Αγοράστε το, απολαύστε το και μη ντραπείτε αν νοιώσετε ένα δάκρυ να ξεχειλίζει...
Η γλώσσα κόκκαλα τσακίζει
- "Ο λόγος που μ' άφησες έξω από την υπόθεση", είπε ήσυχα, "ήταν ότι νόμισες πως η αστυνομία δεν θα πίστευε ότι σκέτη περιέργεια μ' έσπρωξε να κατέβω εκεί κάτω χτες το βράδυ. Θα υποψιάζονταν ίσως ότι είχα κάποιον ύποπτο λόγο και θα με σφυροκοπούσαν μέχρι να σπάσω".
- "Πώς ξέρεις αν δεν σκέφτηκα το ίδιο πράγμα;"
- "Οι αστυνομικοί είναι κι αυτοί άνθρωποι", είπε ξεκάρφωτα.
- "Έχω ακούσει ότι σαν τέτοιοι ξεκινάνε".
[Ραίημοντ Τσάντλερ, "Αντίο, γλυκειά μου", εκδόσεις Λυχνάρι, 1990 (σελ.: 54)]
31 Οκτωβρίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου