Προχτές, λοιπόν, ξαναβγήκαμε στις αγορές με ένα "τεστ" εντόκων γραμματίων εξάμηνης διάρκειας. Το πώς παίζεται το παιχνίδι, το αναλύσαμε διεξοδικά στο πρόσφατο σημείωμά μας "Μαθήματα μνημονίου σε πέντε βήματα", στις 4 Οκτωβρίου. Ξαναδιαβάστε εκείνο το κείμενο, αντικαταστήστε το τότε επιτόκιο 4,82% με το προχτεσινό 4,54% και έχετε φρέσκια ενημέρωση!
Διαβάζοντας την σχετική είδηση στις εφημερίδες, κάτι σάλεψε στα μύχια της σκέψης μου. Ξεψάχνισα, λοιπόν, το αρχείο μου και βρήκα ένα παλιό κείμενο που είχα στείλει στην εφημερίδα "Τα Νέα" πριν 13 χρόνια. Σ' εκείνο το κείμενο (που, φυσικά, δεν δημοσιεύθηκε) βασίζεται το σημερινό μου σημείωμα.
Ας μεταφερθούμε στα τέλη του 1997. Μέχρι τότε, όταν το ελληνικό δημόσιο ήθελε να δανειστεί, κυκλοφορούσε τίτλους ορισμένης διάρκειας (έντοκα γραμμάτια και ομόλογα) με προκαθορισμένο επιτόκιο. Για παράδειγμα, όριζε 10% στα ετήσια έντοκα γραμμάτια και πούλαγε τον τίτλο των 100.000 δραχμών προς 90.909 κι όποιος ήθελε, έπαιρνε. Ή έβγαζε πενταετές ομόλογο των 200.000 με επιτόκιο 15% κι όποιος το αγόραζε, πήγαινε στην λήξη και έπαιρνε 350 χιλιάρικα. Όποιος ήθελε. Ο κάθε απλός πολίτης.
Τότε, λοιπόν, στα τέλη του 1997, η "σοσιαλιστική" κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη άλλαξε τους κανόνες του παιχνιδιού. Το νέο σύστημα διάθεσης τέτοιων τίτλων προέβλεπε ότι το δημόσιο δεν θα πούλαγε πλέον τίτλους προς το κοινό αλλά θα τους έδινε (μέσω του συστήματος των δημοπρασιών) στις τράπεζες, οι οποίες μετά ήσαν ελεύθερες να τους διαθέσουν σε κάθε ενδιαφερόμενο. Έτσι, ενώ μέχρι τότε το δημόσιο όριζε κάποιο επιτόκιο για τη διάθεση των εντόκων γραμματίων και των ομολόγων και με βάση αυτό το επιτόκιο αγόραζαν τίτλους τόσο οι τράπεζες όσο και οι ιδιώτες, από τις αρχές του 1998 οι τράπεζες (στα πλαίσια των δημοπρασιών) θα μπορούσαν να πιέζουν για να αποσπάσουν όσο γίνεται υψηλότερα επιτόκια από το δημόσιο και στη συνέχεια να διαθέτουν τους τίτλους αυτούς με χαμηλότερο επιτόκιο στο κοινό.
Βέβαια, αν εφαρμοζόταν σωστά η θεωρία της "φιλελεύθερης" οικονομίας και του "πλήρους" ανταγωνισμού, θα έπρεπε να σημειωθεί συμπίεση των επιτοκίων. Όμως, όπως έχουμε εξηγήσει κατ' επανάληψη σε τούτο το ιστολόγιο, στον καπιταλισμό δεν υπάρχει πλήρης ανταγωνισμός αλλά ολιγοπωλιακός, ο οποίος -μέσω τραστ, καρτέλ κλπ- εξελίσσεται σε μονοπωλιακό. Έτσι, η πολυαναμενόμενη κάμψη των επιτοκίων δεν εμφανίστηκε ποτέ.
Δεν τελειώσαμε ακόμη. Μόλις άλλαξε το πλαίσιο διάθεσης των τίτλων του δημοσίου, οι τραπεζίτες έκαναν πως στραβομουτσούνιασαν επειδή, τάχατες, θα υποχρεώνονταν να κάνουν τον μεταπωλητή (από το δημόσιο στο κοινό), λες και δεν θα κονόμαγαν τ' άντερά τους από την διαφορά του επιτοκίου. Έτσι, το δημόσιο δέχτηκε να πληρώνει στους τραπεζίτες...προμήθεια!! Πώς σας φαίνεται το κόλπο; Κλείστε τώρα το στόμα, μη καταπιείτε καμμιά μύγα.
Παρένθεση, για την ιστορία: Σ' εκείνη την δημοπρασία με αφορμή την οποία είχα στείλει εκείνο το κείμενο για δημοσίευση, οι τράπεζες δάνεισαν το κράτος με επιτόκιο 12,4% και προμήθεια 0,45%. Δηλαδή, πήραν συνολικά 12,85%. Αν από αυτό το ποσοστό αφαιρέσουμε τον αναλογούντα φόρο 10%, η καθαρή απόδοση των τραπεζών έφτασε το 11,565%. Αυτοί οι τίτλοι διατέθηκαν στο κοινό με επιτόκιο από 10,75% Citybank) μέχρι 11% (Εθνική και Εμπορική). Δηλαδή, οι τράπεζες έβγαλαν χέρι με χέρι από 0,565% μέχρι 0,815%. Αν τα ποσοστά κέρδους σας φαίνονται μικρά, υπολογίστε τα τεράστια ποσά που διακινούνται. Θα δείτε ότι στο ένα δισεκατομμύριο ευρώ (πενταροδεκάρες, δηλαδή) αυτό το "μικρό" ποσοστό δημιουργεί κέρδος για τις τράπεζες (και, συνεπώς, ζημιά για το δημόσιο) από 5,65 μέχρι 8,15 εκατομμύρια για μια δουλειά "χέρι με χέρι"! Κλείνει η παρένθεση.
Ποιος είπε ότι τα "μέτρα στήριξης" των τραπεζών οφείλονται στην κρίση; Φαίνεται ότι το αδηφάγο κι αχόρταγο (κατά τον θείο Κάρολο) κεφάλαιο έχει μονίμως προβλήματα και απαιτεί διαχρονική στήριξη. Άντε, να το καταλάβουμε επί τέλους, μπας και καταφέρουμε να πάμε παρακάτω.
ΥΓ: Παρεμπιπτόντως, κάτι "ειδικοί" δημοσιογράφοι που τόσες μέρες μας πιπίλιζαν το μυαλό με τα σπρεντ που πέφτουν 200 και 300 μονάδες, καλύπτονται από αυτό το 4,82% που έγινε 4,54%;
Η γλώσσα κόκκαλα τσακίζει
- "Ο λόγος που μ' άφησες έξω από την υπόθεση", είπε ήσυχα, "ήταν ότι νόμισες πως η αστυνομία δεν θα πίστευε ότι σκέτη περιέργεια μ' έσπρωξε να κατέβω εκεί κάτω χτες το βράδυ. Θα υποψιάζονταν ίσως ότι είχα κάποιον ύποπτο λόγο και θα με σφυροκοπούσαν μέχρι να σπάσω".
- "Πώς ξέρεις αν δεν σκέφτηκα το ίδιο πράγμα;"
- "Οι αστυνομικοί είναι κι αυτοί άνθρωποι", είπε ξεκάρφωτα.
- "Έχω ακούσει ότι σαν τέτοιοι ξεκινάνε".
[Ραίημοντ Τσάντλερ, "Αντίο, γλυκειά μου", εκδόσεις Λυχνάρι, 1990 (σελ.: 54)]
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου