Αλήθεια, γίνεται να περάσει κάποιος ένα ευχάριστο κυριακάτικο πρωινό, να γελάσει, να προβληματιστεί, να ευχαριστηθεί και να μη ξοδέψει πάνω από 10 ευρώ; Γίνεται! Το 80 σελίδων βιβλιαράκι τού Μπενουά Ντυτέρτρ με τίτλο "Υπηρεσία εξυπηρέτησης πελατών" (εκδόσεις "Εστία", 2005, σε θαυμάσια μετάφραση του Θωμά Σκάσση) όχι μόνο εγγυάται όλα τούτα αλλά μπορεί να σας δώσει κι ένα ευρώ ρέστα από το δεκάρικο, αν το αγοράσετε από μεγάλο βιβλιοπωλείο.
"Τα περασμένα Χριστούγεννα, οι γονείς μου μού χάρισαν ένα κινητό τηλέφωνο εξαιρετικά προηγμένης τεχνολογίας. Σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου κι αν βρισκόμουν στο εξής, μπορούσα να ψυχαγωγούμαι με ένα σωρό ηλεκτρονικά παιχνίδια, να καλώ ταξί, να στέλνω τη φωτογραφία μου, να συνδέομαι με τη μετεωρολογική υπηρεσία και να έχω -μέσω Διαδικτύου- πρόσβαση στα δισεκατομμύρια των πληροφοριών που χρησιμεύουν στο να μη χάσει κανείς το δρόμο του στη ζωή."
Κάπως έτσι αρχίζοντας την νουβέλα του, ο Ντυτέρτρ σκιαγραφεί έναν κόσμο όπου οι εταιρείες είναι οι φορείς της πραγματικής εξουσίας. Αυτοματοποιημένες, προσεχτικά σχεδιασμένες, πολύπλοκες κι απρόσωπες, μειώνουν ολόενα και περισσότερο το προσωπικό τους μετατοπίζοντάς το στις κατώτερες θέσεις, αποπροσωποποιώντας το, αφαιρώντας του κάθε ευθύνη, κάθε πρωτοβουλία, περιορίζοντάς το στο να διεκπεραιώνει, όχι αυτό που οι μηχανές δεν μπορούν να κάνουν, αλλά αυτό που το κοινό δεν έχει ακόμη μάθει να δέχεται. Από την άλλη, ο αφελής καταναλωτής, θαμπωμένος από διαβεβαιώσεις που υπόσχονται εξωφρενικά πολλά έναντι ευτελούς αντιτίμου, παρασύρεται υπογράφοντας συμβόλαια κι αναλαμβάνοντας δεσμεύσεις που υποθηκεύουν ευθέως την ελευθερία του.
Το έργο έχει ως κεντρικό ήρωα ένα σαραντάρη δημοσιογράφο που παροτρύνεται να εκσυγχρονιστεί. Του κάνουν δώρο ένα κινητό τελευταίας τεχνολογίας, αποκτά πιστωτική κάρτα, πιέζεται αφόρητα ν’ αναβαθμίσει τον υπολογιστή του. Όποτε όμως τολμά να παρεκκλίνει έστω κι ελάχιστα από τους κανόνες που διέπουν αυτά τα δελεαστικά μικρομηχανήματα, αλλά κι όποτε του συμβεί ένα μικρό ατύχημα ή έχει απλά παραβλέψει να ενημερωθεί εξονυχιστικά για το τι προβλέπεται σε κάθε περίπτωση, βλέπει τη ζωή του να καταρρέει. Αναγκάζεται να ξοδεύει χρόνο, χρήματα, να δεσμεύεται με ακόμη πιο ισχυρά συμβόλαια, μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι ο μόνος δρόμος για να του υποταχθούν τα μηχανήματα, περνά μέσα από τη δική του υποταγή σε αυτά. Είναι πλέον οι καταναλωτές που πρέπει να πληρούν τις προδιαγραφές που θέτει η εταιρεία, αν δε θέλουν ο νεοαποκτηθείς ‘θησαυρός’ να μετατραπεί σε άχρηστες χάντρες και καθρεφτάκια, τα οποία ούτως ή άλλως θα πληρώνουν για όσο προβλέπει το συμβόλαιο.
Ο Ντυτέρτρ κατασκευάζει ένα κείμενο χωρίς πραγματική πλοκή, με πρόσωπα που δε γίνονται χαρακτήρες, αλλά εμφανίζονται μόνο για όσο χρειάζεται να υπηρετηθεί η ατμόσφαιρα της ασφυξίας και του λαβυρινθώδους αδιεξόδου που προσπαθεί να χτίσει ο συγγραφέας. Ο αναγνώστης θα πρέπει να αρκεστεί στην παράθεση μικρών επεισοδίων, μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε λόγο απλό, άμεσο, διανθισμένο με χιούμορ, καίριο στις περιγραφές του, συχνά αιχμηρό και διεισδυτικό. Δεν είναι τυχαίο που, ως φορέα αυτού του λόγου, ο Ντυτέρτρ βάζει έναν δημοσιογράφο. Μπορεί να μη μαθαίνουμε πολλά για την προσωπικότητα αυτού του δυστυχή, που επιμένει να μάχεται αρνούμενος να κάνει εκπτώσεις στην αξιοπρέπειά του, αλλά ακριβώς αυτός είναι ο σκοπός του συγγραφέα. Δεν θέλει να μας δώσει έναν ήρωα με τον οποίο θα ταυτιστούμε ψυχικά, αλλά την εικόνα του ανώνυμου καταναλωτή απέναντι στους σύγχρονους μηχανισμούς του εμπορίου. Μιας μορφής εμπορίου που δεν παρέχει πια προϊόντα, αλλά υπηρεσίες από τις οποίες είναι όλο και πιο δύσκολο ν’ απαλλαγούμε.
Η νουβέλα αυτή είναι καλύτερα να διαβαστεί σαν δοκίμιο δοσμένο σε λογοτεχνική μορφή. Εκεί, άλλωστε, βρίσκεται η αξία της κι όχι στις λογοτεχνικές της αρετές. Ο Ντυτέρτρ κατορθώνει πάντως να περιβάλλει τις ιδέες του με μια ατμόσφαιρα που προβληματίζει κι αφυπνίζει, τρομάζοντας κι αναγκάζοντας τον αναγνώστη να πάρει θέση απέναντι στο θέμα που πραγματεύεται το βιβλίο.
Η γλώσσα κόκκαλα τσακίζει
- "Ο λόγος που μ' άφησες έξω από την υπόθεση", είπε ήσυχα, "ήταν ότι νόμισες πως η αστυνομία δεν θα πίστευε ότι σκέτη περιέργεια μ' έσπρωξε να κατέβω εκεί κάτω χτες το βράδυ. Θα υποψιάζονταν ίσως ότι είχα κάποιον ύποπτο λόγο και θα με σφυροκοπούσαν μέχρι να σπάσω".
- "Πώς ξέρεις αν δεν σκέφτηκα το ίδιο πράγμα;"
- "Οι αστυνομικοί είναι κι αυτοί άνθρωποι", είπε ξεκάρφωτα.
- "Έχω ακούσει ότι σαν τέτοιοι ξεκινάνε".
[Ραίημοντ Τσάντλερ, "Αντίο, γλυκειά μου", εκδόσεις Λυχνάρι, 1990 (σελ.: 54)]
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου