Στα προηγούμενα σημειώματα προσπαθήσαμε να αναλύσουμε και να καταλάβουμε την θέση της Γερμανίας (αλλά και των αγγλοαμερικανών) πάνω στο ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων. Παράλληλα, είδαμε το πώς η ελληνική διπλωματία -εκούσα ή ακούσα- "έπαιξε" το γερμανικό παιχνίδι σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων. Το ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι καίριο: μέσα στο δυσμενές πλαίσιο που όρισε ο διεθνής παράγων, τί θα μπορούσε να διεκδικήσει η μικρή Ελλάδα; Η απάντηση έχει αρκετό ενδιαφέρον.
Είδαμε ότι η Γερμανία οχυρώνεται -κατά κύριο λόγο- πίσω από το λογικοφανές επιχείρημα της αναχρονιστικότητας κάθε αιτήματος για αποζημιώσεις. Η Ελλάδα, λοιπόν, θα μπορούσε να γκρεμίσει αυτό το οχυρό παραιτούμενη επισήμως από κάθε διεκδίκηση πολεμικής αποζημιώσεως, υπό τον όρο να δεχτεί το Βερολίνο διαπραγματεύσεις επί της αποπληρωμής του κατοχικού δανείου. Λεπτομέρειες για το δάνειο αυτό υπάρχουν τόσο παρακάτω ("Τροφή για μελέτη") όσο και στο ένθετο "Ε-Ιστορικά" της προχτεσινής (12/06/2010) εφημερίδας "Ελευθεροτυπία". Εδώ, ας δούμε μια άγνωστη -σχετικά- ιστορική λεπτομέρεια.
Το 1945, λίγο πριν την λήξη του πολέμου, το υπουργείο οικονομικών του Χίτλερ κατέγραψε το χρέος της Γερμανίας προς την Ελλάδα από εκείνο το περίφημο δάνειο και προσδιόρισε το ύψος της οφειλής σε 476 εκατομμύρια μάρκα. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η σχετική έκθεση υποβλήθηκε τότε στο υπουργείο εξωτερικών του Ράιχ και στην κεντρική τράπεζα της Γερμανίας, με την παρατήρηση: "συντάχθηκε για μελλοντική χρήση".
Αντιλαμβάνεται κανείς, λοιπόν, ότι δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να χρησιμοποιηθεί αυτή η έκθεση ως βάση για την έναρξη των σχετικών διαπραγματεύσεων. Διαπραγματεύσεις που θα δώσουν τέρμα σε έναν μοναδικό παραλογισμό: από τη μια, το εγκληματικό και ναζιστικό Γ' Ράιχ αναγνωρίζει το χρέος του προς την Ελλάδα και αναθέτει στις ανώτερες υπηρεσίες του τον καθορισμό του ύψους αυτού του χρέους ώστε να αρχίσει η αποπληρωμή του κι από την άλλη, η ενωμένη και δημοκρατική Γερμανία κάνει πως τάχα δεν καταλαβαίνει τίποτε ούτε για υλικό ούτε για ηθικό χρέος.
Τελειώνουμε με ένα απόσπασμα από συνέντευξη του Ξενοφώντα Ζολώτα, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Οικονομικός Ταχυδρόμος" στις 3 Μαρτίου 1988:
Ο.Τ.: Πώς χρηματοδοτεί η Ελλάδα την πολεμική προσπάθεια; Πώς και πότε καταρρέουν οι ισορροπίες της οικονομίας και μπαίνουμε στη φάση του μεγάλου πληθωρισμού;
Ξ.Ζ.: Ήμαστε υπό την κατοχή των Γερμανών, είχαμε οικονομικές σχέσεις με τη Γερμανία αναγκαστικά. Με τις άλλες χώρες, δεν είχαμε σχέσεις. Μόνο ο Ερυθρός Σταυρός έστελνε από εκεί βοήθεια. Παράλληλα, οι γερμανικές δυνάμεις Κατοχής, εισέπρατταν από το ελληνικό δημόσιο τα καλούμενα "έξοδα κατοχής", με τα οποία προμηθεύονταν τρόφιμα και άλλα είδη από τις κατά τόπους εγχώριες αγορές. Για μια δε περίοδο προστέθηκε και ο καθημερινός ανεφοδιασμός του Ρόμελ στην Αφρική, κυρίως από την περιφέρεια Αττικής, όπου κάθε πρωί εξαφανίζονταν τα τρόφιμα. Για την κάλυψη των "εκτάκτων δαπανών", υποχρεώθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος να χορηγεί πιστώσεις προς τις γερμανικές αρχές, εξοφλητέες σε πρώτη ευκαιρία.Ηταν κανονικές τραπεζικές πιστώσεις, οι οποίες μάλιστα είχαν αρχίσει να εξοφλούνται μερικώς κατά τη διάρκεια του Πολέμου. Οταν όμως τελείωσε ο Πόλεμος και ανακινήσαμε το ζήτημα των πιστώσεων αυτών, συναντήσαμε άρνηση.
Ο.Τ.: Το θέμα αυτό, της μοναδικής οικονομικής επιβαρύνσεως της Ελλάδος, από τα στρατεύματα Κατοχής επανερχόταν κατά καιρούς, μεταπολεμικά, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Ξ.Ζ.: Ναι. Θυμάμαι ότι το 1955, είχαμε πει στη Γερμανία ότι άλλες ήταν οι πολεμικές αποζημιώσεις, που είχαν ανασταλεί και ουσιαστικά διαγραφεί, και άλλες οι κανονικές τραπεζικές πιστώσεις που θα έπρεπε οπωσδήποτε να εξοφληθούν.Το ίδιο θέμα, έθεσα πάλι πολύ αργότερα, όταν είχα πάει στο τέλος του 1974, ως υπουργός Συντονισμού της Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητας, στο Γερμανικό Υπουργείο των Εξωτερικών, αλλά πήρα την ίδια αρνητική απάντηση.Το μεγαλύτερο όμως σοκ, από την υπόθεση των ανεξόφλητων πιστώσεων της Κατοχής, το υπέστην κατά την περίοδο που είχαμε αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους Αμερικανούς ομολογιούχους, για το διακανονισμό των παγωμένων προπολεμικών κρατικών δανείων, οι οποίες κατέληξαν σε ικανοποιητική συμφωνία για τους ομολογιούχους και το Ελληνικό Δημόσιο. Ο τότε πρόεδρος της Deutsche Bank κ. Hermann Abs είχε πάει στη Νέα Υόρκη, όπου βρέθηκα κι εγώ μετά τη σύνοδο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ως αντιπρόσωπος της Ελλάδας. Σε ένα γεύμα, που με είχε καλέσει ο πρόεδρος της Federal Reserve Bank Νέας Υόρκης, και στο οποίο παρευρίσκοντο τα μέλη του ΔΣ της Τράπεζας αυτής, μου ανακοινώθηκε ότι ο κ. Abs τους εξέφρασε παράπονα γιατί η Ελλάς, δεν είναι συνεπής προς τις προπολεμικές δανειακές υποχρεώσεις της και ότι έπρεπε να εξαναγκαστεί να πληρώσει.Οταν το άκουσα αυτό, συγκράτησα την ψυχραιμία μου και τους δήλωσα ότι ο μόνος άνθρωπος που δεν έπρεπε να αναμειχθεί σ' αυτό το θέμα, είναι ο κ. Abs, γιατί η Ελλάς δεν έχει χρέη προς τη Γερμανία, ενώ αντιθέτως η τελευταία χρωστάει μεγάλα ποσά από τραπεζικές πιστώσεις, χορηγηθείσες προς τις γερμανικές αρχές κατά το διάστημά του πολέμου και τις οποίες αρνείται να εξοφλήσει.Όλοι οι παρόντες, εξέφρασαν την κατάπληξή τους για το γεγονός αυτό.
Τροφή για μελέτη
Το γερμανικό κατοχικό δάνειο (εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανάλυση και παρουσίαση του κατοχικού δανείου από τον καθηγητή Τάσο-Μηνά Ηλιαδάκη, δημοσιευμένη στην εφημερίδα "Η Πατρίς" της Κρήτης, στις 25/01/2010)
Η επιστροφή του Κατοχικού Δανείου: Ποιος έχει δίκιο σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο; (ανάλυση του Δημήτρη Μπρεδήμα από την εφημερίδα "Αυγή" της 07/03/2010)
Η γλώσσα κόκκαλα τσακίζει
- "Ο λόγος που μ' άφησες έξω από την υπόθεση", είπε ήσυχα, "ήταν ότι νόμισες πως η αστυνομία δεν θα πίστευε ότι σκέτη περιέργεια μ' έσπρωξε να κατέβω εκεί κάτω χτες το βράδυ. Θα υποψιάζονταν ίσως ότι είχα κάποιον ύποπτο λόγο και θα με σφυροκοπούσαν μέχρι να σπάσω".
- "Πώς ξέρεις αν δεν σκέφτηκα το ίδιο πράγμα;"
- "Οι αστυνομικοί είναι κι αυτοί άνθρωποι", είπε ξεκάρφωτα.
- "Έχω ακούσει ότι σαν τέτοιοι ξεκινάνε".
[Ραίημοντ Τσάντλερ, "Αντίο, γλυκειά μου", εκδόσεις Λυχνάρι, 1990 (σελ.: 54)]
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου