Πέρα, όμως, από τις συντονισμένες προσπάθειες των αγγλοαμερικανών, έκαναν και οι Έλληνες ό,τι μπορούσαν για να ενισχύσουν την γερμανική αμνημοσύνη. Η πρώτη φορά που έλληνας πολιτικός επισκέφθηκε την Βόννη, ήταν τον Οκτώβριο του 1950. Ο Γεώργιος Παπανδρέου (τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης) ανέφερε γενικά και αόριστα στους συνομιλητές του ότι, κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα από την Μέση Ανατολή, βρήκε την χώρα κατεστραμμένη, δίχως να τολμήσει να πει ποιος ευθυνόταν γι' αυτήν την καταστροφή. Οι αοριστίες, όμως, πήγαν περίπατο όταν μίλησε για τον εμφύλιο και δεν δίστασε να μιλήσει λεπτομερώς για τον "αγώνα της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας κατά του κομμουνιστικού πανσλαβισμού". Αυτή η αυτολογοκρισία των πολιτικών μας και η προσπάθειά τους να μη δυσαρεστήσουν τον γοργά αναπτυσσόμενο δυτικογερμανικό γίγαντα συνεχίζονται σχεδόν αμείωτα μέχρι σήμερα.
Δεν πρέπει, επίσης, να παραβλέψουμε εδώ τον ισχυρισμό του βασιλιά Παύλου ότι "ο συμμοριτοπόλεμος στοίχισε στην χώρα πολύ περισσότερα θύματα απ' ότι ο πόλεμος κι η κατοχή". Φυσικά, αυτή η δήλωση υιοθετήθηκε ενθουσιωδώς από την γερμανική διπλωματία. Έτσι, είναι φυσιολογικό το ότι η Βόννη παρέπεμπε στην "ευρύτερη αμυντική προσφορά της Δυτικής Γερμανίας προς τον ελεύθερο κόσμο" κάθε φορά που κάποιος τολμούσε να βάλει θέμα πολεμικών αποζημιώσεων.
Ταυτόχρονα, οι γερμανοί αξιωματούχοι "ξεχνούσαν" ακόμα και ως γεγονός την κατοχή και δεν σταματούσαν να διαλαλούν -με πρώτο τον Αντενάουερ- ότι είχαν πάρει τα διαδάγματά τους από την ιστορία. Κι όποτε στριμώχνονταν, έκαναν λόγο για "εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο όνομα της Γερμανίας", αποφεύγοντας να μιλήσουν για "εγκλήματα της Γερμανίας" (λες κι αυτά τα εγκλήματα διαπράχθηκαν από κάποιον άγνωστο). Ας αναφέρουμε εδώ ένα χαρακτηριστικό ιστορικό στιγμιότυπο που κόντεψε να "χαλάσει την μανέστρα" των γερμανών:
Βρισκόμαστε στο 1995. Ο Κωστής Στεφανόπουλος (νεοεκλεγμένος Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας) υποδέχεται τον γερμανό ομόλογό του Ρόμαν Χέρτσογκ. Στον επίσημο χαιρετισμό του Στεφανόπουλου, ο Χέρτσογκ απάντησε με μια ομιλία που δεν έκανε την παραμικρή αναφορά στον πόλεμο. Αντίθετα, εκθείασε την παραδοσιακή φιλία των δυο λαών, αναφέρθηκε στους γερμανούς φιλέλληνες και στα εκατομμύρια των γερμανών τουριστών και υπογράμμισε ότι οι άριστες ελληνογερμανικές σχέσεις ουδέποτε είχαν διαταραχθεί. Ο Στεφανόπουλος δαγκώθηκε αλλά η επισημότητα της στιγμής δεν του επέτρεπε να στολίσει τον Χέρτσογκ όπως του άξιζε. Όμως, μετά την ολοκλήρωση της επίσκεψης, έστειλε στην γερμανική προεδρία εντονώτατη διαμαρτυρία για το περιεχόμενο της ομιλίας του Χέρτσογκ. Ήταν η σειρά του γερμανού προέδρου να δαγκωθεί.
Έναν χρόνο αργότερα, ο Στεφανόπουλος ανταποδίδει την επίσκεψη με τρόπο δηλητηριώδη: επιλέγει ως ημερομηνία της επίσκεψής του την 10η Ιουνίου, επέτειο της σφαγής του Διστόμου! Ο Χέρτσογκ υποχρεώνεται να θυμηθεί αυτά που έκανε πως είχε ξεχάσει και, αναγκαστικά, μίλησε και για το Δίστομο. Αλλά στην αναφορά του αυτή μπέρδεψε κάτι αοριστίες του στυλ "σκεφτόμαστε τα θύματα με δέος" με κάτι γενικότητες που ανακάτευαν τον Όμηρο με τον Όθωνα. Φυσικά, δεν τόλμησε να μιλήσει για τους δράστες και την εθνικότητά τους ούτε δέχτηκε να εκφράσει οποιοδήποτε αίσθημα λύπης, ντροπής ή -κυρίως- ευθύνης.
Το "πινέλλο" Στεφανόπουλου εξόργισε τους γερμανούς. Από τότε άρχισαν να αρνούνται ακόμη και την παραλαβή οποιουδήποτε ελληνικού εγγράφου σχετιζόταν με πολεμικές αποζημιώσεις, παραπέμποντας στην ελληνογερμανική σύμβαση του 1938 "περί αμοιβαίας δικαστικής αντιλήψεως επί υποθέσεων αστικού και εμπορικού δικαίου". Αναζωογόνησαν, δηλαδή, μια συμφωνία Χίτλερ-Μεταξά, η οποία όριζε ότι μια τέτοια άρνηση επιτρέπεται αν ένα από τα δύο μέρη κρίνει ότι η επίδοση των εγγράφων μπορεί να θίξει τα κυριαρχικά του δικαιώματα ή την ασφάλειά του!
Μέχρι σήμερα, λοιπόν, η Γερμανία κρύβεται πίσω από το σαθρό επιχείρημα πως οποιαδήποτε αξίωση για αποζημιώσεις είναι αναχρονιστική ύστερα από τόσες δεκαετίες ειρηνικής συνύπαρξης. Παραβλέπει, όμως, ότι αυτές οι δεκαετίες πέρασαν επειδή η ίδια η Γερμανία απέρριπτε κάθε αίτημα διευθέτησης, με βάση την συμφωνία του Λονδίνου που όριζε πως όλα θα τακτοποιηθούν όταν φτάσει η κατάλληλη ώρα.
Θα συνεχίσουμε -κι ελπίζω ότι ολοκληρώσουμε- στο επόμενο σημείωμα.
Η γλώσσα κόκκαλα τσακίζει
- "Ο λόγος που μ' άφησες έξω από την υπόθεση", είπε ήσυχα, "ήταν ότι νόμισες πως η αστυνομία δεν θα πίστευε ότι σκέτη περιέργεια μ' έσπρωξε να κατέβω εκεί κάτω χτες το βράδυ. Θα υποψιάζονταν ίσως ότι είχα κάποιον ύποπτο λόγο και θα με σφυροκοπούσαν μέχρι να σπάσω".
- "Πώς ξέρεις αν δεν σκέφτηκα το ίδιο πράγμα;"
- "Οι αστυνομικοί είναι κι αυτοί άνθρωποι", είπε ξεκάρφωτα.
- "Έχω ακούσει ότι σαν τέτοιοι ξεκινάνε".
[Ραίημοντ Τσάντλερ, "Αντίο, γλυκειά μου", εκδόσεις Λυχνάρι, 1990 (σελ.: 54)]
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου