Πνευματικά δικαιώματα δεν υπάρχουν. Οι ιδέες πρέπει να κυκλοφορούν ελεύθερα. Άρα...
... η αντιγραφή όχι απλώς επιτρέπεται αλλά είναι και επιθυμητή, ακόμη και χωρίς αναφορά της πηγής!

Η γλώσσα κόκκαλα τσακίζει

- "Ο λόγος που μ' άφησες έξω από την υπόθεση", είπε ήσυχα, "ήταν ότι νόμισες πως η αστυνομία δεν θα πίστευε ότι σκέτη περιέργεια μ' έσπρωξε να κατέβω εκεί κάτω χτες το βράδυ. Θα υποψιάζονταν ίσως ότι είχα κάποιον ύποπτο λόγο και θα με σφυροκοπούσαν μέχρι να σπάσω".
- "Πώς ξέρεις αν δεν σκέφτηκα το ίδιο πράγμα;"
- "Οι αστυνομικοί είναι κι αυτοί άνθρωποι", είπε ξεκάρφωτα.
- "Έχω ακούσει ότι σαν τέτοιοι ξεκινάνε".

[Ραίημοντ Τσάντλερ, "Αντίο, γλυκειά μου", εκδόσεις Λυχνάρι, 1990 (σελ.: 54)]

6 Δεκεμβρίου 2011

Ανατομία του νεοφιλελευθερισμού - 34. Τριγμοί στην Σοβιετική Ένωση

Συνεχίζοντας την επίπονη προσπάθεια ανατομίας τού νεοφιλελευθερισμού, ας κάνουμε ένα σύντομο διάλειμμα για να ξεκαθαρίσουμε ένα βασικό σημείο, προς αποφυγή παρεξηγήσεων. Υπενθυμίζω ότι, όταν ξεκίνησα τούτη τη σειρά σημειωμάτων, είχα ξεκαθαρίσει ότι θα χρησιμοποιήσω εργαλεία παρμένα από το ίδιο το καπιταλιστικό οπλοστάσιο, ώστε να αποφύγω την κατηγορία πως τάχα γράφω επηρεασμένος από την μαρξιστική ιδεολογία. Για τον μαρξιστή αναλυτή, ο όρος "νεοφιλελευθερισμός" είναι αδόκιμος, με την έννοια ότι η χρήση του αφήνει υπόνοιες πως η φρηντμανική ιδεολογία αποτελεί μια "κακή" πλευρά του καπιταλισμού και πως αντ' αυτής θα μπορούσε να υιοθετηθεί ένας άλλος, "καλός" καπιταλισμός. Όσοι αναγνώστες δυσφορούν -κατά κάποιο τρόπο- για την μεθοδολογία μου, ας κάνουν λίγη υπομονή ώσπου να φτάσει η ώρα των συμπερασμάτων. Τέλος του διαλείμματος.


Δεν ξέρω πόσο ενδιαφέρον είχαν όλα όσα έχουμε πει μέχρι σήμερα αλλά νομίζω ότι τώρα φτάνουμε σε ένα όντως ενδιαφέρον σημείο, αφού θα εξετάσουμε με λεπτομέρεια τον τρόπο με τον οποίο ο νεοφιλελευθερισμός οργάνωσε την αντεπανάστασή του στην Σοβιετική Ένωση. Θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε την ανάλυσή μας από το 1956, όταν ο Χρουτσώφ -εκμεταλλευόμενος τις "περίεργες" αποφάσεις τού 20ου συνεδρίου τού κόμματος- ξεκίνησε τον "εκδημοκρατισμό" τής χώρας μέσω της "αποσταλινοποίησης", αλλά μια τόσο βαθειά ανάλυση θα ξέφευγε από τους στόχους αυτών των σημειωμάτων. Έτσι, λοιπόν, ας μεταφερθούμε κατ' ευθείαν στο 1991.

Πρόεδρος της ΕΣΣΔ είναι ο Μιχαήλ Σεργκέγιεβιτς Γκορμπατσόφ. Ο Γκορμπατσόφ, θέλοντας να στείλει στον δυτικό κόσμο το μήνυμα ότι η χώρα του δεν αποτελεί την "Αυτοκρατορία του κακού" (όπως έλεγε ο Ρέηγκαν), έχει αρχίσει να μιλάει για αναδιάρθρωση (περεστρόικα) και διαφάνεια (γκλάσνοστ). Μπορεί οι εξαιρετικά περίεργες -έως και ύποπτες- επιλογές του να προκαλούν τριγμούς και σεισμούς στις χώρες του ανατολικού μπλοκ αλλά ο "άνθρωπος με το βλαντί" γίνεται τόσο συμπαθής στην δύση ώστε οι αμερικανοί τον αποκαλούν χαϊδευτικά "Γκόρμπυ". Μάλιστα, το περιοδικό "Time" του απένειμε τον τίτλο τού "ανθρώπου τής χρονιάς" για το 1987, ενώ το 1990 η επιτροπή των βραβείων Νόμπελ τού απένειμε το βραβείο για την Ειρήνη, δηλώνοντας ότι "χάρη στο έργο του, ελπίζουμε πως γιορτάζουμε το τέλος τού ψυχρού πολέμου".

Τον Ιούλιο του 1991, λοιπόν, ο Γκορμπατσόφ πήγε στο Λονδίνο για να συμμετάσχει στην σύνοδο κορυφής τού G20, με την σιγουριά ότι θα γίνει δεκτός με τιμές ήρωα και δεν θα του αρνούνταν οποιαδήποτε βοήθεια ζητούσε. Και τότε ξύπνησε από τον βαθύ του ύπνο. Όχι μόνο δεν έγινε δεκτός με τιμές ήρωα αλλά οι σύνεδροι τού έδωσαν ένα ηχηρό κι ομόφωνο μήνυμα: αν δεν προχωρούσε σε ταχύτατη οικονομική θεραπεία-σοκ, θα τον άφηναν μετέωρο. "Οι υποδείξεις τους για τον ρυθμό και της μεθόδους τής μετάβασης με άφησαν εμβρόντητο", θα έγραφε ο ίδιος λίγο αργότερα.

Βρισκόμαστε στην εποχή όπου έχει συντελεστεί ο πρώτος κύκλος μιας θεραπείας-σοκ σε πρώην κομμουνιστική χώρα, στην Πολωνία. Έτσι, οι ηγέτες τού G7 και του G20 υπέδειξαν στον Γκορμπατσόφ ότι θα έπρεπε να ακολουθήσει το συγκεκριμένο παράδειγμα, τηρώντας μάλιστα ένα πιο σύντομο χρονοδιάγραμμα. Αμέσως μετά την σύνοδο του Λονδίνου, το ΔΝΤ και η παγκόσμια τράπεζα έστειλαν στον Γκορμπατσόφ το ίδιο μήνυμα. Ο Γκορμπατσόφ ζήτησε μερική διαγραφή του σοβιετικού χρέους, για να αποφύγει μια καταστρεπτική οικονομική κρίση αλλά η απάντηση που πήρε ήταν αρνητική: η Σοβιετική Ένωση έπρεπε να ξωφλήσει τα χρέη της. Από την στιγμή που το πολωνικό πείραμα πήγαινε καλά, η δύση δεν είχε λόγους να μη γίνει περισσότερο αυστηρή με την ΕΣΣΔ.

Ο Γκορμπατσόφ καταλάβαινε η θεραπεία-σοκ, που ζητούσαν οι δυτικοί, θα μπορούσε να επιβληθεί μόνο με την βία. Ο "Economist", με μια σειρά άρθρων του, παρότρυνε τον σοβιετικό ηγέτη να υιοθετήσει τακτικές Πινοτσέτ (μάλιστα, ένα από αυτά τα άρθρα είχε τον τίτλο "Μιχαήλ Σεργκέγιεβιτς Πινοτσέτ"!), ενώ η "Washington Post" δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο "Η Χιλή του Πινοτσέτ, ένα πραγματικό πρότυπο για την σοβιετική οικονομία". Ήταν σαφές ότι η νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση δεν βολευόταν με τα αργά βήματα μετασχηματισμού, τα οποία είχε επιλέξει ο Γκορμπατσόφ. Η φρηντμανική ιδέα περί κεραυνοβόλου και συνολικού σοκ ήταν σαφής και η εφαρμογή της απαιτούσε δικτατορικές πρακτικές. Ο αμερικανός "αναλυτής" Μάικλ Σρέητζ ήταν πεντακάθαρος στις συμβουλές του προς την σοβιετική κυβέρνηση: "θα έπρεπε να έχουν ως πρότυπό τους έναν δυνάστη, ο οποίος πραγματικά γνωρίζει πώς να υλοποιήσει ένα πραξικόπημα: τον απόστρατο χιλιανό στρατηγό Αουγκούστο Πινοτσέτ".

Μ' αυτά και μ' αυτά, μπαίνει το φθινόπωρο του 1991 και ο Γκορμπατσόφ διστάζει να γίνει ο νέος Πινοτσέτ. Όμως, πριν βγει η χρονιά, ο πρόεδρος της Σοβιετικής Ένωσης θα συνειδητοποιήσει ότι πλάι του βρίσκεται κάποιος άλλος, εξαιρετικά πρόθυμος γι' αυτόν τον ρόλο: ο πρόεδρος της Ρωσσίας Μπόρις Γέλτσιν.

2 σχόλια:

σωτ είπε...

καλησπερα,
μια απορια το χρεος της ΕΣΣΔ απο που κ πως προεκυψε?
καλη δυναμη κ παρακαλω συνεχιστε!!!

teddygr είπε...

@ σωτ

Πρόκειται κυρίως για ομόλογα, τα οποία εξέδωσε η ΕΣΣΔ (μετά την οπορτουνιστική στροφή του περίφημου 20ου συνεδρίου), προκειμένου να βρει χρήματα για να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ στις κούρσες των εξοπλισμών και της κυριαρχίας στο διάστημα. Πήγε, δηλαδή, να παίξει τους πολιτειακούς στο δικό τους γήπεδο και με τους δικούς τους κανονισμούς, οπότε η κατάρρευση επήλθε φυσιολογικά.

Σημειωτέον ότι μόνο για την μετά το 1982 περίοδο, η ΕΣΣΔ εξέδωσε ομόλογα ύψους 25 τρισ. ρουβλίων (πάνω από 600 δισ. ευρώ), την αποπληρωμή των οποίων "φορτώθηκε" η Ρωσσία, ως διάδοχός της.