Η αναφορά μας σε Ράμσφελντ και Τσένυ θα ήταν ελλιπής αν δεν λέγαμε δυο λόγια και για το τρίτο φυντάνι αυτής της "επαναστατικής" παρέας, η οποία έμελλε να παραδώσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στα νύχια τού νεοφιλελευθερισμού. Αν κι αυτό το τρίτο φυντάνι είναι δεδομένο ότι διέθετε το λιγώτερο (αν διέθετε) και το χειρότερο μυαλό σ' αυτή την ιδιότυπη τρόικα, ήταν γραφτό να διαφεντέψει την μοίρα εκατομμυρίων ανθρώπων σε ολόκληρο τον πλανήτη. Φυσικά, μιλάμε για τον Τζωρτζ Μπους τον νεώτερο.
Το 1996, λοιπόν, ο εν λόγω βλαξ προκήρυξε έναν σημαντικό διαγωνισμό, όντας κυβερνήτης τού Τέξας. Κάλεσε τις ιδιωτικές εταιρείες να υποβάλουν προσφορές για να αναλάβουν το πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας. Βέβαια, σε έναν ιδεατό φρηντμανικό κόσμο η έννοια "κοινωνική πρόνοια" είναι ανύπαρκτη, αλλά εν όσω υπάρχει -και μέχρι να καταργηθεί ολοσχερώς- καλό είναι να την διαγουμίζουν ιδιώτες. Σ' αυτόν τον πανάκριβο διαγωνισμό των 2 δισ. δολλαρίων, πήραν μέρος και δυο κολοσσοί: η Lockheed (με την Λυν Τσένυ ως μέλος τού Δ.Σ.) και η Electronic Data System (με τον Ντικ Τσένυ ως μέλος τού Δ.Σ.) (*).
Το σκάνδαλο της διασπάθισης δισεκατομμυρίων ήταν τόσο προκλητικό, ώστε η κυβέρνηση Κλίντον επενέβη και ακύρωσε τον διαγωνισμό. Βέβαια, η επίσημη δικαιολογία της ακύρωσης ήταν διαφορετική: αν και η κυβέρνηση Κλίντον δεν είχε κανένα πρόβλημα με την ανάθεση εργολαβιών σε ιδιώτες, ισχυρίστηκε ότι η κοινωνική πρόνοια έπρεπε να παραμείνει στις αρμοδιότητες του κράτους. Φυσικά, αυτή η ακύρωση προκάλεσε την μήνη και τις έντονες διαμαρτυρίες τόσο του ζεύγους Τσένυ όσο και του Μπους τζούνιορ.
Για την θητεία τού τελευταίου ως κυβερνήτη του Τέξας έχουν γραφτεί πολλά. Άλλωστε, την φήμη τού βλάκα δεν την απέκτησε ως πρόεδρος των ΗΠΑ αλλά την κουβάλησε στην Ουάσιγκτον από το Ώστιν. Όμως, υπήρξε και ένας τομέας όπου τα κατάφερε άψογα: η διάλυση του κρατικού μηχανισμού. Ενώ οι κυβερνήτες εκλέγονται για να κουμαντάρουν και να βελτιώνουν την κρατική μηχανή, ο βλαξ την αποδόμησε τελείως, εκχωρώντας τις διοικητικές αρμοδιότητες σε ιδιώτες.
Εκεί όπου το ξεχαρβάλωμα της τεξανής μηχανής έβγαλε μάτια, ήταν ο τομέας τής ασφάλειας. Ο κυβερνήτης δεν γέμισε απλώς την πολιτεία του με ιδιώτες αστυνομικούς αλλά σχεδόν διπλασίασε και τις ιδιωτικές φυλακές, κάτι το οποίο χάρισε στο Τέξας τον τίτλο τής "πρωτεύουσας της βιομηχανίας των ιδιωτικών φυλακών".
Το 1997, ο βλαξ κυβερνήτης επανήλθε στην προσπάθειά του να διαλύσει το κράτος πρόνοιας. Τούτη την φορά αναζητούσε τρόπο να εκχωρήσει το σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων σε ιδιωτικές εταιρείες. Για σύμβουλο κάλεσε ένα μουσούδι για το οποίο έχουμε κάνει λόγο σε προηγούμενο σημείωμα: τον Χοσέ Πινιέρα, ο οποίος είχε ιδιωτικοποιήσει το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης της Χιλής, ως υπουργός τού Πινοτσέτ. Δεν είναι παράξενο το γεγονός ότι οι δυο άντρες αλληλοσυμπαθήθηκαν. Μερικά χρόνια αργότερα, ο Πινιέρα εξέφρασε τον ενθουσιασμό του για τον Μπους τζούνιορ στον δημοσιογράφο Ματ Μάφφετ:
"Από την προσήλωσή του, την γλώσσα τού σώματος και τις εύστοχες ερωτήσεις του, κατάλαβα αμέσως ότι ο κ. Μπους είχε καταλάβει πλήρως την ουσία τής ιδέας μου: η μεταρρύθμιση [του συστήματος] της Κοινωνικής Ασφάλισης θα μπορούσε από τη μια να προσφέρει μια αξιοπρεπή συνταξιοδότηση κι από την άλλη να δημιουργήσει έναν κόσμο εργατών-καπιταλιστών, μια κοινωνία ιδιοκτητών. Ήταν τόσο ενθουσιασμένος ώστε στο τέλος μου ψιθύρισε χαμογελώντας στο αφτί: "Πήγαινε και πες τα όλα αυτά στον μικρό μου αδελφό στην Φλόριδα(**). Θα τα λατρέψει κι αυτός"" ("Pension reform pied piper loves private accounts", Wall Street Journal 03/03/2005).
Βρισκόμαστε ακόμη στην περίοδο πριν από την ανάρρηση τού Μπους τζούνιορ στο αξίωμα του προέδρου, αλλά είναι σαφές τι πρόκειται να επακολουθήσει. Η μανία και των τριών "κολλητών" για ξεχαρβάλωμα του κράτους και παράδοσή του στις μεγάλες εταιρείες θα έπρεπε να είχε προϊδεάσει τους πάντες περί του είδους της διακυβέρνησης που θα ακολουθούσαν. Γι' αυτό, είναι εξαιρετικά "περίεργο" το γεγονός ότι κανένας από τους "σοβαρούς" αναλυτές ή πολιτικούς δεν πήρε έγκαιρα χαμπάρι το παραμικρό. Λες και συνωμότησαν οι πάντες, προκειμένου να δικαιωθεί ο Φρήντμαν...
Λεπτομέρεια: Το πλέον περίεργο είναι ότι κανένας δεν ξύπνησε ούτε όταν ο βλαξ δεν μπόρεσε να κρατήσει το στόμα του κλειστό και είπε σε μια ομιλία του, κατά την προεκλογική περίοδο του 2000, το εξής αμίμητο: "Υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες ομοσπονδιακοί υπάλληλοι πλήρους απασχόλησης, τα καθήκοντα των οποίων θα μπορούσαν να αναλάβουν εταιρείες τού ιδιωτικού τομέα. Θα κάνω μειοδοτικούς διαγωνισμούς για την ανάθεση όσο το δυνατόν περισσότερων τέτοιων καθηκόντων. Αν ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να κάνει καλύτερα την δουλειά, πρέπει να παραχωρηθούν αυτές οι συμβάσεις έργου στον ιδιωτικό τομέα". Πόσο πιο καθαρά και ξάστερα να το έλεγε ο άνθρωπος;
(*) Με την πρώτη ματιά, πρόκειται για καραμπινάτη περίπτωση αντικρουόμενων συμφερόντων ανάμεσα στο ζεύγος Τσένυ. Στην ουσία, όμως, δεν πρόκειται για "αντικρουόμενα" αλλά για σκέτα "συμφέροντα". Όλο το παρασκήνιο αυτής της πιπεράτης ιστορίας, στο "Clinton reining in role for business in welfare effort" (New York Times, 11/05/1997) και στο "Privatization of social programs curbed" (Washington Post, 10/05/1997)
(**) Την εποχή εκείνη, ο Τζεμπ Μπους ήταν κυβερνήτης τής Φλόριδας. Οι Δημοκρατικοί τον κατηγορούν ότι στις προεδρικές εκλογές τού 2000 νόθευσε έντεχνα το αποτέλεσμα, ώστε να εκλεγεί πρόεδρος ο αδελφός του αντί του δημοκρατικού υποψήφιου Αλ Γκορ.
Το 1996, λοιπόν, ο εν λόγω βλαξ προκήρυξε έναν σημαντικό διαγωνισμό, όντας κυβερνήτης τού Τέξας. Κάλεσε τις ιδιωτικές εταιρείες να υποβάλουν προσφορές για να αναλάβουν το πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας. Βέβαια, σε έναν ιδεατό φρηντμανικό κόσμο η έννοια "κοινωνική πρόνοια" είναι ανύπαρκτη, αλλά εν όσω υπάρχει -και μέχρι να καταργηθεί ολοσχερώς- καλό είναι να την διαγουμίζουν ιδιώτες. Σ' αυτόν τον πανάκριβο διαγωνισμό των 2 δισ. δολλαρίων, πήραν μέρος και δυο κολοσσοί: η Lockheed (με την Λυν Τσένυ ως μέλος τού Δ.Σ.) και η Electronic Data System (με τον Ντικ Τσένυ ως μέλος τού Δ.Σ.) (*).
Το σκάνδαλο της διασπάθισης δισεκατομμυρίων ήταν τόσο προκλητικό, ώστε η κυβέρνηση Κλίντον επενέβη και ακύρωσε τον διαγωνισμό. Βέβαια, η επίσημη δικαιολογία της ακύρωσης ήταν διαφορετική: αν και η κυβέρνηση Κλίντον δεν είχε κανένα πρόβλημα με την ανάθεση εργολαβιών σε ιδιώτες, ισχυρίστηκε ότι η κοινωνική πρόνοια έπρεπε να παραμείνει στις αρμοδιότητες του κράτους. Φυσικά, αυτή η ακύρωση προκάλεσε την μήνη και τις έντονες διαμαρτυρίες τόσο του ζεύγους Τσένυ όσο και του Μπους τζούνιορ.
Για την θητεία τού τελευταίου ως κυβερνήτη του Τέξας έχουν γραφτεί πολλά. Άλλωστε, την φήμη τού βλάκα δεν την απέκτησε ως πρόεδρος των ΗΠΑ αλλά την κουβάλησε στην Ουάσιγκτον από το Ώστιν. Όμως, υπήρξε και ένας τομέας όπου τα κατάφερε άψογα: η διάλυση του κρατικού μηχανισμού. Ενώ οι κυβερνήτες εκλέγονται για να κουμαντάρουν και να βελτιώνουν την κρατική μηχανή, ο βλαξ την αποδόμησε τελείως, εκχωρώντας τις διοικητικές αρμοδιότητες σε ιδιώτες.
Εκεί όπου το ξεχαρβάλωμα της τεξανής μηχανής έβγαλε μάτια, ήταν ο τομέας τής ασφάλειας. Ο κυβερνήτης δεν γέμισε απλώς την πολιτεία του με ιδιώτες αστυνομικούς αλλά σχεδόν διπλασίασε και τις ιδιωτικές φυλακές, κάτι το οποίο χάρισε στο Τέξας τον τίτλο τής "πρωτεύουσας της βιομηχανίας των ιδιωτικών φυλακών".
Το 1997, ο βλαξ κυβερνήτης επανήλθε στην προσπάθειά του να διαλύσει το κράτος πρόνοιας. Τούτη την φορά αναζητούσε τρόπο να εκχωρήσει το σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων σε ιδιωτικές εταιρείες. Για σύμβουλο κάλεσε ένα μουσούδι για το οποίο έχουμε κάνει λόγο σε προηγούμενο σημείωμα: τον Χοσέ Πινιέρα, ο οποίος είχε ιδιωτικοποιήσει το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης της Χιλής, ως υπουργός τού Πινοτσέτ. Δεν είναι παράξενο το γεγονός ότι οι δυο άντρες αλληλοσυμπαθήθηκαν. Μερικά χρόνια αργότερα, ο Πινιέρα εξέφρασε τον ενθουσιασμό του για τον Μπους τζούνιορ στον δημοσιογράφο Ματ Μάφφετ:
"Από την προσήλωσή του, την γλώσσα τού σώματος και τις εύστοχες ερωτήσεις του, κατάλαβα αμέσως ότι ο κ. Μπους είχε καταλάβει πλήρως την ουσία τής ιδέας μου: η μεταρρύθμιση [του συστήματος] της Κοινωνικής Ασφάλισης θα μπορούσε από τη μια να προσφέρει μια αξιοπρεπή συνταξιοδότηση κι από την άλλη να δημιουργήσει έναν κόσμο εργατών-καπιταλιστών, μια κοινωνία ιδιοκτητών. Ήταν τόσο ενθουσιασμένος ώστε στο τέλος μου ψιθύρισε χαμογελώντας στο αφτί: "Πήγαινε και πες τα όλα αυτά στον μικρό μου αδελφό στην Φλόριδα(**). Θα τα λατρέψει κι αυτός"" ("Pension reform pied piper loves private accounts", Wall Street Journal 03/03/2005).
Βρισκόμαστε ακόμη στην περίοδο πριν από την ανάρρηση τού Μπους τζούνιορ στο αξίωμα του προέδρου, αλλά είναι σαφές τι πρόκειται να επακολουθήσει. Η μανία και των τριών "κολλητών" για ξεχαρβάλωμα του κράτους και παράδοσή του στις μεγάλες εταιρείες θα έπρεπε να είχε προϊδεάσει τους πάντες περί του είδους της διακυβέρνησης που θα ακολουθούσαν. Γι' αυτό, είναι εξαιρετικά "περίεργο" το γεγονός ότι κανένας από τους "σοβαρούς" αναλυτές ή πολιτικούς δεν πήρε έγκαιρα χαμπάρι το παραμικρό. Λες και συνωμότησαν οι πάντες, προκειμένου να δικαιωθεί ο Φρήντμαν...
Λεπτομέρεια: Το πλέον περίεργο είναι ότι κανένας δεν ξύπνησε ούτε όταν ο βλαξ δεν μπόρεσε να κρατήσει το στόμα του κλειστό και είπε σε μια ομιλία του, κατά την προεκλογική περίοδο του 2000, το εξής αμίμητο: "Υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες ομοσπονδιακοί υπάλληλοι πλήρους απασχόλησης, τα καθήκοντα των οποίων θα μπορούσαν να αναλάβουν εταιρείες τού ιδιωτικού τομέα. Θα κάνω μειοδοτικούς διαγωνισμούς για την ανάθεση όσο το δυνατόν περισσότερων τέτοιων καθηκόντων. Αν ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να κάνει καλύτερα την δουλειά, πρέπει να παραχωρηθούν αυτές οι συμβάσεις έργου στον ιδιωτικό τομέα". Πόσο πιο καθαρά και ξάστερα να το έλεγε ο άνθρωπος;
(*) Με την πρώτη ματιά, πρόκειται για καραμπινάτη περίπτωση αντικρουόμενων συμφερόντων ανάμεσα στο ζεύγος Τσένυ. Στην ουσία, όμως, δεν πρόκειται για "αντικρουόμενα" αλλά για σκέτα "συμφέροντα". Όλο το παρασκήνιο αυτής της πιπεράτης ιστορίας, στο "Clinton reining in role for business in welfare effort" (New York Times, 11/05/1997) και στο "Privatization of social programs curbed" (Washington Post, 10/05/1997)
(**) Την εποχή εκείνη, ο Τζεμπ Μπους ήταν κυβερνήτης τής Φλόριδας. Οι Δημοκρατικοί τον κατηγορούν ότι στις προεδρικές εκλογές τού 2000 νόθευσε έντεχνα το αποτέλεσμα, ώστε να εκλεγεί πρόεδρος ο αδελφός του αντί του δημοκρατικού υποψήφιου Αλ Γκορ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου