Η βιβλιογραφία για τα οικονομικά "επιτεύγματα" της δικτατορίας είναι μάλλον περιορισμένη. Σ' αυτό βόηθησε και η πολιτική των πρώτων μεταδικτατορικών κυβερνήσεων, οι οποίες έκλεισαν όπως-όπως τον φάκελλο της δικτατορίας, αποδίδοντας μεν ευθύνες στους πρωταίτιους αλλά αφήνοντας σχεδόν απείραχτους όλους τους άλλους οι οποίοι ευνοήθηκαν με κάθε τρόπο κατά την περίοδο εκείνης της εκτροπής.
Ειπώθηκε ότι ο πιο "καλλιεργημένος" στην τριανδρία Παπαδόπουλου-Παττακού-Μακαρέζου ήταν ο τελευταίος και, μάλλον, αυτό είναι σωστό. Ο Μακαρέζος δεν μπήκε ποτέ στο κάδρο που δημιουργούσε διεθνείς αντιδράσεις. Για παράδειγμα, το όνομά του δεν συνδέθηκε ποτέ με βασανιστήρια ή εκτοπίσεις. Αντίθετα, επέδειξε εξαιρετικές ικανότητες στην...αλχημεία, αποκρύπτοντας (συνήθως με επιτυχία) την ανερμάτιστη οικονομική πολιτική των συνταγματαρχών. Δεν πρέπει να έχουν άδικο εκείνοι που ισχυρίζονται ότι ο Μακαρέζος υπήρξε ο πρόδρομος της "δημιουργικής λογιστικής". Μάλιστα, όπως αποκαλύπτει ο Γιάννης Κάτρης στο βιβλίο του "Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα", όταν ένας αυστριακός εμπειρογνώμονας, απεσταλμένος του ΟΟΣΑ στην Ελλάδα, κατήγγειλε την διαστρέβλωση των στατιστικών στοιχείων, ο Μακαρέζος δεν αμφισβήτησε την καταγγελία αλλά έκανε κάτι απλούστερο: απέλασε τον εμπειρογνώμονα!
Μη έχοντας τον βραχνά του κοινοβουλευτικού ή δημοσιογραφικού ελέγχου στον λαιμό τους, οι κυβερνήσεις της δικτατορίας έκλεισαν ταχύτατα όλες τις συμφωνίες που είχαν προγραμματίσει οι προδικτατορικές κυβερνήσεις του Κέντρου και της ΕΡΕ. Κι είναι αλήθεια ότι ο Μακαρέζος απεδείχθη "μάστορας" σ' αυτό. Η περίοδος 1967-1973 θεωρείται "χρυσούς αιών" για τους εγχώριους και ξένους επιδρομείς. Για παράδειγμα, μόνο κατά την διετία από τον Απρίλιο του 1967 μέχρι τον Απρίλιο του 1969 εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα 231 ξένες εταιρείες και σχεδόν όλων η εγκατάσταση συνοδεύτηκε από ένα τουλάχιστον -μικρό ή μεγάλο- σκάνδαλο. Σχετική μνεία έχουμε κάνει σε προηγούμενα σημειώματα αυτής της σειράς κειμένων αλλά εδώ θα συνεχίσουμε.
Η χούντα απηύθυνε ανοιχτή πρόσκληση στους αμερικανούς επενδυτές, μέσα από τις σελίδες των Τάιμς της Νέας Υόρκης, προσφέροντας: απαλλαγή τόσο της εταιρείας όσο και του αλλοδαπού προσωπικού της από κάθε φόρο ή δασμό, εισαγωγή παντός είδους (από οικοσκευή μέχρι αυτοκίνητο) ατελώς, ελεύθερη εξαγωγή συναλλάγματος, πλήρη φορολογική ασυλία (τα λογιστικά βιβλία όλων των ξένων εταιρειών δεν ελέγχθηκαν ποτέ!) κλπ. Για να θεσμοθετήσει όλα αυτά τα προνόμια, η χούντα δεν δίστασε να τα κατοχυρώσει και συνταγματικά (άρθρο 23 του χουντικού "συντάγματος"). Η νόμιμη ληστεία του ξένου κεφαλαίου εις βάρος του εθνικού μας πλούτου ήταν τόσο μεγάλη ώστε αρκούσε μια πενταετία για να επιτευχθεί πλήρης επιστροφή του επενδεδυμένου κεφαλαίου (με απλά λόγια, τα κέρδη μιας πενταετίας ισούνταν με το κεφάλαιο της επένδυσης)!!
Όλα αυτά, φυσικά, αφορούσαν απλές, κοινές επενδύσεις. Όταν έμπαιναν στο παιχνίδι τα "μεγάλα ψάρια", το ξεπούλημα μετατρεπόταν σε όργιο. Θα κλείσουμε το σημερινό μας σημείωμα με ένα χαρακτηριστικό περιστατικό από τον σκληρό πόλεμο ανάμεσα σε δυο μεγάλους έλληνες καφαλαιοκράτες, τον Αριστοτέλη Ωνάση και τον Σταύρο Νιάρχο, έναν πόλεμο ο οποίος κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης επί σειρά ετών και ο οποίος απλώθηκε μέχρι τις...κρεββατοκάμαρες των δυο ανδρών, με τον ένα να εποφθαλμιά την σύζυγο του άλλου.
Τον Μάρτιο του 1969, ο Ωνάσης υποβάλλει στην χούντα μια επενδυτική προσφορά για τα διυλιστήρια, ύψους 400 εκατ. δολλαρίων. Ο Μακαρέζος πήρε την προσφορά και την έκανε βούκινο στα πέρατα της οικουμένης, ως την μεγαλύτερη οικονομική επιτυχία της Ελλάδας κατά την τελευταία δεκαετία. Έλα, όμως, που ο Νιάρχος μυρίστηκε το ψητό! Έτσι, έτρεξε και υπέβαλε προσφορά για 500 εκατ. δολλάρια, αιφνιδιάζοντας την χούντα. Παράλληλα, ο Νιάρχος προσφέρθηκε να προμηθεύει με πετρέλαιο την χώρα με μεταφορικά 11,8 δολλάρια τον τόννο, την ώρα που ο Ωνάσης ζητούσε 14 δολλάρια. Αυτή η "μικροδιαφορά" σήμαινε για το δημόσιο 150 εκατ. δολλάρια σε μια δεκαετία.
Οι συνταγματάρχες βρέθηκαν προ αδιεξόδου. Η προσφορά του Νιάρχου ήταν εντυπωσιακά καλύτερη αλλά ο Παπαδόπουλος υποστήριζε αναφανδόν τον Ωνάση. Από την άλλη, όμως, τόσο ο Μακαρέζος όσο και μερικοί υπουργοί προτιμούσαν τον Νιάρχο. Τότε, ο Ωνάσης κατήγγειλε στον Παπαδόπουλο ότι ο Ορλάνδος (τότε αναπληρωτής υπουργός συντονισμού) του ζήτησε ανταλλάγματα ώστε να πάει με το μέρος του. Ο Παπαδόπουλος κάλεσε αμέσως τον Ορλάνδο στο γραφείο του και, παρουσία του Ωνάση, τον ρώτησε αν αληθεύει η καταγγελία. "Ναι", απάντησε ο υπουργός, "ο κύριος Ωνάσης μου προσέφερε ένα σημαντικό ποσό". "Και γιατί δεν μου το είπες;" ρώτησε ο δικτάτορας, για να εισπράξει την απάντηση: "Μα, δεν ήθελα να εκθέσω τον κύριο Ωνάση". "Ρε συ", παρενέβη ο Ωνάσης, "εγώ είμαι επιχειρηματίας και χρησιμοποιώ όλα τα μέσα για να κάνω την δουλειά μου. Εσύ όμως είσαι υπουργός. Γιατί δέχτηκες να συζητήσεις πόσα θα πάρεις;" (σημ.: ο διάλογος μεταφέρεται αυτολεξεί από το προαναφερθέν βιβλίο του Κάτρη).
Τελικά, τόσο ο Ορλάνδος όσο και ο υφυπουργός συντονισμού Ευλάμπιος παραιτήθηκαν. Τα πράγματα έδειχναν να πηγαίνουν καλά για τον Ωνάση. Αλλά ο Παπαδόπουλος, φοβούμενος αποκαλύψεις εκ μέρους του Νιάρχου, δίσταζε να κλείσει την δουλειά και στις 20 Μαΐου προκήρυξε διεθνή διαγωνισμό. Αυτό περιέπλεξε τα πράγματα αφού η χούντα προτιμούσε τον Ωνάση αλλά ο Νιάρχος διέθετε πλήρη βρεττανική υποστήριξη.
Το ζήτημα διευθετήθηκε έναν χρόνο αργότερα. Ο Νιάρχος θα επένδυε 200 εκατ. δολλάρια, παίρνοντας ως αντάλλαγμα το 70% των κρατικών διυλιστηρίων, ενώ ο Ωνάσης θα μπορούσε να επενδύσει 600 εκατ. δολλάρια, φτιάχνοντας καινούργιο διυλιστήριο. Έτσι, έμειναν όλοι ευχαριστημένοι. Κυρίως, όμως, έμειναν ευχαριστημένα τα στελέχη της χούντας, αφού πήραν τα "δωράκια" τους (την ημέρα που υπέγραφε ο Ωνάσης, σε τράπεζα της Γενεύης κατατέθηκαν σε λογαριασμό του Παπαδόπουλου 4 εκατ. δολλάρια).
Επίλογος της ιστορίας; Ενάμιση χρόνο αργότερα, τα ναύλα μεταφοράς του πετρελαίου έχουν ανεβεί τόσο, ώστε ο Ωνάσης θεωρεί ασύμφορη την σύμβαση που έχει υπογράψει και ζητάει την αποδέσμευσή του. Ο Παπαδόπουλος όχι μόνο συναινεί ευχαρίστως αλλά επιστρέφει (με εντελώς παράνομο τρόπο) και την εγγυητική επιστολή ύψους 7 εκατ. δολλαρίων, την οποία είχε καταθέσει ο Ωνάσης ως εγγύηση για την καλή εκτέλεση της σύμβασης.
Θα συνεχίσουμε στο επόμενο, με περισσότερα "έργα και ημέρες" της "εθνικόφρονος" και "ηθικής" χούντας.
Ειπώθηκε ότι ο πιο "καλλιεργημένος" στην τριανδρία Παπαδόπουλου-Παττακού-Μακαρέζου ήταν ο τελευταίος και, μάλλον, αυτό είναι σωστό. Ο Μακαρέζος δεν μπήκε ποτέ στο κάδρο που δημιουργούσε διεθνείς αντιδράσεις. Για παράδειγμα, το όνομά του δεν συνδέθηκε ποτέ με βασανιστήρια ή εκτοπίσεις. Αντίθετα, επέδειξε εξαιρετικές ικανότητες στην...αλχημεία, αποκρύπτοντας (συνήθως με επιτυχία) την ανερμάτιστη οικονομική πολιτική των συνταγματαρχών. Δεν πρέπει να έχουν άδικο εκείνοι που ισχυρίζονται ότι ο Μακαρέζος υπήρξε ο πρόδρομος της "δημιουργικής λογιστικής". Μάλιστα, όπως αποκαλύπτει ο Γιάννης Κάτρης στο βιβλίο του "Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα", όταν ένας αυστριακός εμπειρογνώμονας, απεσταλμένος του ΟΟΣΑ στην Ελλάδα, κατήγγειλε την διαστρέβλωση των στατιστικών στοιχείων, ο Μακαρέζος δεν αμφισβήτησε την καταγγελία αλλά έκανε κάτι απλούστερο: απέλασε τον εμπειρογνώμονα!
Μη έχοντας τον βραχνά του κοινοβουλευτικού ή δημοσιογραφικού ελέγχου στον λαιμό τους, οι κυβερνήσεις της δικτατορίας έκλεισαν ταχύτατα όλες τις συμφωνίες που είχαν προγραμματίσει οι προδικτατορικές κυβερνήσεις του Κέντρου και της ΕΡΕ. Κι είναι αλήθεια ότι ο Μακαρέζος απεδείχθη "μάστορας" σ' αυτό. Η περίοδος 1967-1973 θεωρείται "χρυσούς αιών" για τους εγχώριους και ξένους επιδρομείς. Για παράδειγμα, μόνο κατά την διετία από τον Απρίλιο του 1967 μέχρι τον Απρίλιο του 1969 εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα 231 ξένες εταιρείες και σχεδόν όλων η εγκατάσταση συνοδεύτηκε από ένα τουλάχιστον -μικρό ή μεγάλο- σκάνδαλο. Σχετική μνεία έχουμε κάνει σε προηγούμενα σημειώματα αυτής της σειράς κειμένων αλλά εδώ θα συνεχίσουμε.
Η χούντα απηύθυνε ανοιχτή πρόσκληση στους αμερικανούς επενδυτές, μέσα από τις σελίδες των Τάιμς της Νέας Υόρκης, προσφέροντας: απαλλαγή τόσο της εταιρείας όσο και του αλλοδαπού προσωπικού της από κάθε φόρο ή δασμό, εισαγωγή παντός είδους (από οικοσκευή μέχρι αυτοκίνητο) ατελώς, ελεύθερη εξαγωγή συναλλάγματος, πλήρη φορολογική ασυλία (τα λογιστικά βιβλία όλων των ξένων εταιρειών δεν ελέγχθηκαν ποτέ!) κλπ. Για να θεσμοθετήσει όλα αυτά τα προνόμια, η χούντα δεν δίστασε να τα κατοχυρώσει και συνταγματικά (άρθρο 23 του χουντικού "συντάγματος"). Η νόμιμη ληστεία του ξένου κεφαλαίου εις βάρος του εθνικού μας πλούτου ήταν τόσο μεγάλη ώστε αρκούσε μια πενταετία για να επιτευχθεί πλήρης επιστροφή του επενδεδυμένου κεφαλαίου (με απλά λόγια, τα κέρδη μιας πενταετίας ισούνταν με το κεφάλαιο της επένδυσης)!!
Όλα αυτά, φυσικά, αφορούσαν απλές, κοινές επενδύσεις. Όταν έμπαιναν στο παιχνίδι τα "μεγάλα ψάρια", το ξεπούλημα μετατρεπόταν σε όργιο. Θα κλείσουμε το σημερινό μας σημείωμα με ένα χαρακτηριστικό περιστατικό από τον σκληρό πόλεμο ανάμεσα σε δυο μεγάλους έλληνες καφαλαιοκράτες, τον Αριστοτέλη Ωνάση και τον Σταύρο Νιάρχο, έναν πόλεμο ο οποίος κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης επί σειρά ετών και ο οποίος απλώθηκε μέχρι τις...κρεββατοκάμαρες των δυο ανδρών, με τον ένα να εποφθαλμιά την σύζυγο του άλλου.
Τον Μάρτιο του 1969, ο Ωνάσης υποβάλλει στην χούντα μια επενδυτική προσφορά για τα διυλιστήρια, ύψους 400 εκατ. δολλαρίων. Ο Μακαρέζος πήρε την προσφορά και την έκανε βούκινο στα πέρατα της οικουμένης, ως την μεγαλύτερη οικονομική επιτυχία της Ελλάδας κατά την τελευταία δεκαετία. Έλα, όμως, που ο Νιάρχος μυρίστηκε το ψητό! Έτσι, έτρεξε και υπέβαλε προσφορά για 500 εκατ. δολλάρια, αιφνιδιάζοντας την χούντα. Παράλληλα, ο Νιάρχος προσφέρθηκε να προμηθεύει με πετρέλαιο την χώρα με μεταφορικά 11,8 δολλάρια τον τόννο, την ώρα που ο Ωνάσης ζητούσε 14 δολλάρια. Αυτή η "μικροδιαφορά" σήμαινε για το δημόσιο 150 εκατ. δολλάρια σε μια δεκαετία.
Οι συνταγματάρχες βρέθηκαν προ αδιεξόδου. Η προσφορά του Νιάρχου ήταν εντυπωσιακά καλύτερη αλλά ο Παπαδόπουλος υποστήριζε αναφανδόν τον Ωνάση. Από την άλλη, όμως, τόσο ο Μακαρέζος όσο και μερικοί υπουργοί προτιμούσαν τον Νιάρχο. Τότε, ο Ωνάσης κατήγγειλε στον Παπαδόπουλο ότι ο Ορλάνδος (τότε αναπληρωτής υπουργός συντονισμού) του ζήτησε ανταλλάγματα ώστε να πάει με το μέρος του. Ο Παπαδόπουλος κάλεσε αμέσως τον Ορλάνδο στο γραφείο του και, παρουσία του Ωνάση, τον ρώτησε αν αληθεύει η καταγγελία. "Ναι", απάντησε ο υπουργός, "ο κύριος Ωνάσης μου προσέφερε ένα σημαντικό ποσό". "Και γιατί δεν μου το είπες;" ρώτησε ο δικτάτορας, για να εισπράξει την απάντηση: "Μα, δεν ήθελα να εκθέσω τον κύριο Ωνάση". "Ρε συ", παρενέβη ο Ωνάσης, "εγώ είμαι επιχειρηματίας και χρησιμοποιώ όλα τα μέσα για να κάνω την δουλειά μου. Εσύ όμως είσαι υπουργός. Γιατί δέχτηκες να συζητήσεις πόσα θα πάρεις;" (σημ.: ο διάλογος μεταφέρεται αυτολεξεί από το προαναφερθέν βιβλίο του Κάτρη).
Τελικά, τόσο ο Ορλάνδος όσο και ο υφυπουργός συντονισμού Ευλάμπιος παραιτήθηκαν. Τα πράγματα έδειχναν να πηγαίνουν καλά για τον Ωνάση. Αλλά ο Παπαδόπουλος, φοβούμενος αποκαλύψεις εκ μέρους του Νιάρχου, δίσταζε να κλείσει την δουλειά και στις 20 Μαΐου προκήρυξε διεθνή διαγωνισμό. Αυτό περιέπλεξε τα πράγματα αφού η χούντα προτιμούσε τον Ωνάση αλλά ο Νιάρχος διέθετε πλήρη βρεττανική υποστήριξη.
Το ζήτημα διευθετήθηκε έναν χρόνο αργότερα. Ο Νιάρχος θα επένδυε 200 εκατ. δολλάρια, παίρνοντας ως αντάλλαγμα το 70% των κρατικών διυλιστηρίων, ενώ ο Ωνάσης θα μπορούσε να επενδύσει 600 εκατ. δολλάρια, φτιάχνοντας καινούργιο διυλιστήριο. Έτσι, έμειναν όλοι ευχαριστημένοι. Κυρίως, όμως, έμειναν ευχαριστημένα τα στελέχη της χούντας, αφού πήραν τα "δωράκια" τους (την ημέρα που υπέγραφε ο Ωνάσης, σε τράπεζα της Γενεύης κατατέθηκαν σε λογαριασμό του Παπαδόπουλου 4 εκατ. δολλάρια).
Επίλογος της ιστορίας; Ενάμιση χρόνο αργότερα, τα ναύλα μεταφοράς του πετρελαίου έχουν ανεβεί τόσο, ώστε ο Ωνάσης θεωρεί ασύμφορη την σύμβαση που έχει υπογράψει και ζητάει την αποδέσμευσή του. Ο Παπαδόπουλος όχι μόνο συναινεί ευχαρίστως αλλά επιστρέφει (με εντελώς παράνομο τρόπο) και την εγγυητική επιστολή ύψους 7 εκατ. δολλαρίων, την οποία είχε καταθέσει ο Ωνάσης ως εγγύηση για την καλή εκτέλεση της σύμβασης.
Θα συνεχίσουμε στο επόμενο, με περισσότερα "έργα και ημέρες" της "εθνικόφρονος" και "ηθικής" χούντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου