Μαζί με την παραίτηση Καραμανλή, το 1958 έφερε κάτι πρωτόγνωρο στα παγκόσμια χρονικά της δυτικής δημοκρατίας: η υπηρεσιακή κυβέρνηση Γεωργόπουλου (υπουργού του Μεταξά, παρακαλώ!), δεν περιορίστηκε στην προετοιμασία των εκλογών αλλά άλλαξε και τον εκλογικό νόμο! Πράγματι, με την "αγαστή συνεργασία" Καραμανλή-Παπανδρέου, επιλέχθηκε ένα ιδιότυπο σύστημα ενισχυμένης αναλογικής, προκειμένου το αστικό καθεστώς να βάλει στην γωνία την ανερχόμενη αριστερά. Όμως, η ΕΔΑ τους χάλασε την σούπα, αφού στις εκλογές της 11ης Μαΐου αναδείχθηκε δεύτερο σε δύναμη κόμμα, υποχρεώνοντας την σύμπραξη Παπανδρέου-Φιλελεύθερων να περιοριστεί σε 25 μόλις βουλευτές! Η συνέχεια ήταν αναμενόμενη. Η σκληρή ΕΡΕ, με τις ευλογίες των αμερικανών, αποδύθηκε σε έναν απηνή διωγμό των αριστερών.
Αν και τα πολιτικά γεγονότα αυτής της περιόδου είναι ιδιαιτέρως σημαντικά, ας μείνουμε στην εξέταση των ζητημάτων που αφορούν την οικονομία. Από τους τελευταίους μήνες του 1958 παρουσιάζονται φαινόμενα χαλάρωσης της οικονομικής ανάπτυξης ως αποτέλεσμα της κάμψης της γεωργικής παραγωγής, των προβλημάτων διάρθρωσης της βιομηχανικής παραγωγής και της ύφεσης της αμερικανικής οικονομίας. Αν και παρατηρείται κάποια στοιχειώδης αύξηση της παραγωγής, αυτή είναι τελείως αναντίστοιχη και ως προς τον υπερδιπλασιασμό της χρηματοδότησης προς την βιομηχανία και προς τις τεράστιες διευκολύνσεις που παρασχέθηκαν στους βιομήχανους. Ο Ζολώτας εντοπίζει το πρόβλημα στην διοχέτευση των πιστώσεων που δίνονταν στους βιομηχάνους προς μη παραγωγικούς σκοπούς και γράφει σχετικά, στο περιοδικό "Νέα Οικονομία":
"Η αύξησις των πιστώσεων προς την βιομηχανίαν διηυκόλυνεν προφανώς την χρηματοδότησιν δραστηριοτήτων μη ανταποκρινομένων προς τας καθωρισμένας προτεραιότητας βάσει των γενικών επιδιώξεων της οικονομικής αναπτύξεως. Κυρίως η διαρροή εξεδηλώθη προς την εισαγωγήν καταναλωτικών αγαθών και την επέκτασιν των επί πιστώσει πωλήσεων, ήτοι απετέλεσε παράγοντα υπρμέτρου διογκώσεως της καταναλώσεως". Με απλά λόγια: οι βιομήχανοι έφαγαν τις πιστώσεις που τους χορήγησε το κράτος σε καταναλωτικά αγαθά κι όχι σε επενδύσεις.
Αποτέλεσμα της αδυναμίας της ελληνικής βιομηχανίας είναι η εκτόξευση του εμπορικού ελλείμματος του 1958 στα 250 εκατ. δολλάρια και του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στα 80 εκατ. δολλάρια. Παρά τις χορηγούμενες πιστώσεις, η απασχόληση στην μεταποίηση όχι μόνο δεν αυξάνεται αλλ' αντιθέτως μειώνεται. Οι άνεργοι ξεπερνούν πια τις διακόσιες χιλιάδες και οι υποαπασχολούμενοι αγγίζουν τις εξακόσιες πενήντα χιλιάδες. Η αστυφιλία διογκώνεται ακόμη περισσότερο και η μετανάστευση εντείνεται (24.521 μετανάστες μέσα στο 1958).
Παρ' ότι γίνονται μερικά βήματα στον εξηλεκτρισμό της χώρας, η Ελλάδα εξακολουθεί να καταλαμβάνει την τελευταία θέση στην Ευρώπη από απόψεως παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Σε κάθε έλληνα αναλογούν 206 κιλοβατώρες, την ώρα που σε κάθε τσεχοσλοβάκο αναλογούν 1372, σε κάθε ιταλό 884 και σε κάθε ρουμάνο 277.
Παράλληλα, οι υψηλές στρατιωτικές δαπάνες εξακολουθούν να απομυζούν πάνω από το μισό του διαθέσιμου εθνικού εισοδήματος, σε βάρος άλλων δαπανών. Ταυτόχρονα, η υπέρμετρη φορολόγηση (ιδίως οι έμμεσοι φόροι) πιέζει τα λαϊκά στρώματα και οδηγεί το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων σχεδόν στην εξαθλίωση. Η λαϊκή οργή δύσκολα συγκρατείται ενώ οι εξεγέρσεις των φοιτητών γίνονται συχνότερες από ποτέ.
Σημαντικό κονδύλι από τις δημόσιες επενδύσεις διοχετεύεται στην τουριστική ανάπτυξη της χώρας (δρόμοι, ξενοδοχεία κλπ). Πολλά απ' αυτά τα έργα χαρακτηρίζονται από απίθανες κακοτεχνίες (π.χ. η ανακατασκευή της πλατείας Ομονοίας) και όλα ανεξαιρέτως υπερβαίνουν κατά πολύ τον προϋπολογισμό τους (π.χ. οι λεωφόροι Βουλιαγμένης και Καβάλας). Είναι σαφές ότι οι εργολάβοι κάνουν πάρτυ αλλά η κυβέρνηση επιμένει ότι μόνο με την ανάπτυξη του τουρισμού μπορεί να δει ο τόπος καλύτερες μέρες.
Ο προσανατολισμός στην τουριστική ανάπτυξη και η υπερβολική διάθεση επενδύσεων σ' αυτόν τον σκοπό επιδεινώνουν το ζήτημα της εκβιομηχάνισης της χώρας. Αυτό το φαινόμενο προβληματίζει τον Καραμανλή, ο οποίος έχει βάλει στο μυαλό του την σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ. Έτσι, ο πρωθυπουργός εξαγγέλλει τον Απρίλιο του 1959 ένα "προσωρινό πενταετές πρόγραμμα οικονομικής αναπτύξεως". Στο πρόγραμμα αυτό περιλαμβάνεται και η κατασκευή του εργοστασίου αζωτούχων λιπασμάτων στην Πτολεμαΐδα, η σύμβαση για το οποίο έχει υπογραφεί από τον Ιανουάριο αλλά θα χρειαστούν πολλά χρόνια για την ολοκλήρωση του έργου.
Τελικά, το καλοκαίρι του 1959, η Ελλάδα ζητάει την σύνδεσή της με την ΕΟΚ. Η αίτηση γίνεται κατ' αρχήν δεκτή και αρχίζουν συζητήσεις για τους όρους της σύνδεσης. Παρά τις έντονες αντιρρήσεις (κυρίως Γαλλίας και Ιταλίας), η κυβέρνηση είναι αισιόδοξη ενώ και τα κόμματα του κέντρου συμφωνούν με την επιλογή Καραμανλή. Έντονη πολεμική ασκεί μόνον η ΕΔΑ. Ο Ηλίας Ηλιού τονίζει:
"Η τυχόν ενσωμάτωσις της χώρας...εις την τροχιάν της δυτικοευρωπαϊκής Κοινής Αγοράς αποτελεί τον μεγαλύτερον κίνδυνον διά τον ελληνικόν λαόν και πρόκειται να αποβή...γεγονός τόσον ολέθριον διά την Ελλάδα όσον η μικρασιατική καταστροφή ή η γερμανοβουλγαρική κατοχή... Η ελευθέρα εισβολή των προϊόντων χωρών με ασύγκριτα υψηλήν ανάπτυξιν των παραγωγικών των μέσων, με συντελεσμένην εκβιομηχάνισιν και εκσυγχρονισμένην τεχνικήν θα συντρίψη την ελληνικήν παραγωγήν..." (Ηλία Ηλιού, "Η Ελλάδα κάτω από τον οδοστρωτήρα της Κοινής Ευρωπαϊκής Αγοράς")
Αλλά και ο καθηγητής Άγγ. Αγγελόπουλος επισημαίνει τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύουν "αι ευρωπαϊκαί ενώσεις" για τις υπανάπτυκτες ή αναπτυσσόμενες χώρες "να χάσουν βαθμιαίως την ιδικήν των εθνικήν και οικονομικήν ανεξαρτησίαν" και προσθέτει: "η ανάπτυξις των οικονομικών και ιδία η εκβιομηχάνισις θα περιέλθει εις τας ξένας επιχειρήσεις, αι οποίαι διαθέτουν πέιραν, ικανότητα και κεφάλαια, αι δε εγχώριοι επιχειρήσεις, αι οποίαι λειτουργούν σήμερον υπό δυσμενείς συνθήκας, ή θα απορροφηθούν υπό των μεγάλων επιχειρήσεων της Κοινής Αγοράς ή θα εξαφανισθούν λόγω ελλείψεως ανταγωνιστικής ικανότητος...".
Σίγουρα, τόσο ο Ηλιού όσο και ο Αγγελόπουλος γνωρίζουν ότι ο Δημήτρης Μπάτσης, πολλά χρόνια νωρίτερα και χωρίς να έχει κατά νου την ΕΟΚ, είχε διατυπώσει παρόμοιες επιφυλάξεις για την πορεία μιας χώρας που δεν βασίζει την ανάπτυξή της στον λαό. Αλλά θα συνεχίσουμε.
Αν και τα πολιτικά γεγονότα αυτής της περιόδου είναι ιδιαιτέρως σημαντικά, ας μείνουμε στην εξέταση των ζητημάτων που αφορούν την οικονομία. Από τους τελευταίους μήνες του 1958 παρουσιάζονται φαινόμενα χαλάρωσης της οικονομικής ανάπτυξης ως αποτέλεσμα της κάμψης της γεωργικής παραγωγής, των προβλημάτων διάρθρωσης της βιομηχανικής παραγωγής και της ύφεσης της αμερικανικής οικονομίας. Αν και παρατηρείται κάποια στοιχειώδης αύξηση της παραγωγής, αυτή είναι τελείως αναντίστοιχη και ως προς τον υπερδιπλασιασμό της χρηματοδότησης προς την βιομηχανία και προς τις τεράστιες διευκολύνσεις που παρασχέθηκαν στους βιομήχανους. Ο Ζολώτας εντοπίζει το πρόβλημα στην διοχέτευση των πιστώσεων που δίνονταν στους βιομηχάνους προς μη παραγωγικούς σκοπούς και γράφει σχετικά, στο περιοδικό "Νέα Οικονομία":
"Η αύξησις των πιστώσεων προς την βιομηχανίαν διηυκόλυνεν προφανώς την χρηματοδότησιν δραστηριοτήτων μη ανταποκρινομένων προς τας καθωρισμένας προτεραιότητας βάσει των γενικών επιδιώξεων της οικονομικής αναπτύξεως. Κυρίως η διαρροή εξεδηλώθη προς την εισαγωγήν καταναλωτικών αγαθών και την επέκτασιν των επί πιστώσει πωλήσεων, ήτοι απετέλεσε παράγοντα υπρμέτρου διογκώσεως της καταναλώσεως". Με απλά λόγια: οι βιομήχανοι έφαγαν τις πιστώσεις που τους χορήγησε το κράτος σε καταναλωτικά αγαθά κι όχι σε επενδύσεις.
Αποτέλεσμα της αδυναμίας της ελληνικής βιομηχανίας είναι η εκτόξευση του εμπορικού ελλείμματος του 1958 στα 250 εκατ. δολλάρια και του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στα 80 εκατ. δολλάρια. Παρά τις χορηγούμενες πιστώσεις, η απασχόληση στην μεταποίηση όχι μόνο δεν αυξάνεται αλλ' αντιθέτως μειώνεται. Οι άνεργοι ξεπερνούν πια τις διακόσιες χιλιάδες και οι υποαπασχολούμενοι αγγίζουν τις εξακόσιες πενήντα χιλιάδες. Η αστυφιλία διογκώνεται ακόμη περισσότερο και η μετανάστευση εντείνεται (24.521 μετανάστες μέσα στο 1958).
Παρ' ότι γίνονται μερικά βήματα στον εξηλεκτρισμό της χώρας, η Ελλάδα εξακολουθεί να καταλαμβάνει την τελευταία θέση στην Ευρώπη από απόψεως παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Σε κάθε έλληνα αναλογούν 206 κιλοβατώρες, την ώρα που σε κάθε τσεχοσλοβάκο αναλογούν 1372, σε κάθε ιταλό 884 και σε κάθε ρουμάνο 277.
Παράλληλα, οι υψηλές στρατιωτικές δαπάνες εξακολουθούν να απομυζούν πάνω από το μισό του διαθέσιμου εθνικού εισοδήματος, σε βάρος άλλων δαπανών. Ταυτόχρονα, η υπέρμετρη φορολόγηση (ιδίως οι έμμεσοι φόροι) πιέζει τα λαϊκά στρώματα και οδηγεί το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων σχεδόν στην εξαθλίωση. Η λαϊκή οργή δύσκολα συγκρατείται ενώ οι εξεγέρσεις των φοιτητών γίνονται συχνότερες από ποτέ.
Σημαντικό κονδύλι από τις δημόσιες επενδύσεις διοχετεύεται στην τουριστική ανάπτυξη της χώρας (δρόμοι, ξενοδοχεία κλπ). Πολλά απ' αυτά τα έργα χαρακτηρίζονται από απίθανες κακοτεχνίες (π.χ. η ανακατασκευή της πλατείας Ομονοίας) και όλα ανεξαιρέτως υπερβαίνουν κατά πολύ τον προϋπολογισμό τους (π.χ. οι λεωφόροι Βουλιαγμένης και Καβάλας). Είναι σαφές ότι οι εργολάβοι κάνουν πάρτυ αλλά η κυβέρνηση επιμένει ότι μόνο με την ανάπτυξη του τουρισμού μπορεί να δει ο τόπος καλύτερες μέρες.
Ο προσανατολισμός στην τουριστική ανάπτυξη και η υπερβολική διάθεση επενδύσεων σ' αυτόν τον σκοπό επιδεινώνουν το ζήτημα της εκβιομηχάνισης της χώρας. Αυτό το φαινόμενο προβληματίζει τον Καραμανλή, ο οποίος έχει βάλει στο μυαλό του την σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ. Έτσι, ο πρωθυπουργός εξαγγέλλει τον Απρίλιο του 1959 ένα "προσωρινό πενταετές πρόγραμμα οικονομικής αναπτύξεως". Στο πρόγραμμα αυτό περιλαμβάνεται και η κατασκευή του εργοστασίου αζωτούχων λιπασμάτων στην Πτολεμαΐδα, η σύμβαση για το οποίο έχει υπογραφεί από τον Ιανουάριο αλλά θα χρειαστούν πολλά χρόνια για την ολοκλήρωση του έργου.
Τελικά, το καλοκαίρι του 1959, η Ελλάδα ζητάει την σύνδεσή της με την ΕΟΚ. Η αίτηση γίνεται κατ' αρχήν δεκτή και αρχίζουν συζητήσεις για τους όρους της σύνδεσης. Παρά τις έντονες αντιρρήσεις (κυρίως Γαλλίας και Ιταλίας), η κυβέρνηση είναι αισιόδοξη ενώ και τα κόμματα του κέντρου συμφωνούν με την επιλογή Καραμανλή. Έντονη πολεμική ασκεί μόνον η ΕΔΑ. Ο Ηλίας Ηλιού τονίζει:
"Η τυχόν ενσωμάτωσις της χώρας...εις την τροχιάν της δυτικοευρωπαϊκής Κοινής Αγοράς αποτελεί τον μεγαλύτερον κίνδυνον διά τον ελληνικόν λαόν και πρόκειται να αποβή...γεγονός τόσον ολέθριον διά την Ελλάδα όσον η μικρασιατική καταστροφή ή η γερμανοβουλγαρική κατοχή... Η ελευθέρα εισβολή των προϊόντων χωρών με ασύγκριτα υψηλήν ανάπτυξιν των παραγωγικών των μέσων, με συντελεσμένην εκβιομηχάνισιν και εκσυγχρονισμένην τεχνικήν θα συντρίψη την ελληνικήν παραγωγήν..." (Ηλία Ηλιού, "Η Ελλάδα κάτω από τον οδοστρωτήρα της Κοινής Ευρωπαϊκής Αγοράς")
Αλλά και ο καθηγητής Άγγ. Αγγελόπουλος επισημαίνει τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύουν "αι ευρωπαϊκαί ενώσεις" για τις υπανάπτυκτες ή αναπτυσσόμενες χώρες "να χάσουν βαθμιαίως την ιδικήν των εθνικήν και οικονομικήν ανεξαρτησίαν" και προσθέτει: "η ανάπτυξις των οικονομικών και ιδία η εκβιομηχάνισις θα περιέλθει εις τας ξένας επιχειρήσεις, αι οποίαι διαθέτουν πέιραν, ικανότητα και κεφάλαια, αι δε εγχώριοι επιχειρήσεις, αι οποίαι λειτουργούν σήμερον υπό δυσμενείς συνθήκας, ή θα απορροφηθούν υπό των μεγάλων επιχειρήσεων της Κοινής Αγοράς ή θα εξαφανισθούν λόγω ελλείψεως ανταγωνιστικής ικανότητος...".
Σίγουρα, τόσο ο Ηλιού όσο και ο Αγγελόπουλος γνωρίζουν ότι ο Δημήτρης Μπάτσης, πολλά χρόνια νωρίτερα και χωρίς να έχει κατά νου την ΕΟΚ, είχε διατυπώσει παρόμοιες επιφυλάξεις για την πορεία μιας χώρας που δεν βασίζει την ανάπτυξή της στον λαό. Αλλά θα συνεχίσουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου