Κι ενώ οι απλοί πολίτες έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας, η Γουώλ Στρητ συμπεριφερόταν σαν υπνωτισμένη. Ειδικά οι τράπεζες δεν κατάφεραν να προωθήσουν ούτε ένα σοβαρό επενδυτικό προϊόν, το οποίο να συμπεριλαμβάνει και προστασία από το ενδεχόμενο να μειωθούν οι τιμές των ακινήτων. Αντίθετα, οι τραπεζίτες αποδύθηκαν στο κυνήγι γρήγορου κέρδους, δίχως να υπολογίζουν ούτε καν τον κίνδυνο για τις ίδιες τις τράπεζες.
Το παιχνίδι τους ήταν απλό. Όσο μεγαλύτερα κέρδη καταγράφει η τράπεζα στο τέλος τής χρήσης, τόσο υψηλότερα μπόνους διεκδικούν οι διευθυντές της (τα περίφημα golden boys). Επομένως, ο κάθε τραπεζικός μάνατζερ έχει συμφέρον να "πουλήσει" όσο το δυνατόν περισσότερα δάνεια, ώστε η τράπεζά του να εισπράξει τις προμήθειες και ο ίδιος να τσεπώσει ένα καλό πακέττο στο τέλος τής χρονιάς. Στην προσπάθειά τους, λοιπόν, να προσελκύσουν πελάτες, οι τράπεζες άρχισαν να ανταγωνίζονται δίχως μέτρο η μια την άλλη. Σε ένα τέτοιο κλίμα ανταγωνισμού, ήταν φυσικό να φουντώσουν τα subprime δάνεια.
Στην οικονομική θεωρία, ένα δάνειο αποκαλείται subprime όταν ο δανειολήπτης δεν έχει αντικειμενικά την δυνατότητα να το αποπληρώσει δίχως πρόβλημα. Με απλά λόγια: όταν μια τράπεζα χορηγεί σε πελάτη της δάνειο με ετήσια δόση 10.000 ευρώ ενώ ο πελάτης έχει οικογενειακό εισόδημα 15.000, είναι προφανές ότι ο δανειολήπτης δεν θα καταφέρει να είναι συνεπής στην αποπληρωμή αυτού του δανείου, οπότε μιλάμε για subprime δάνειο. Οι τράπεζες, όμως, προκειμένου να "πουλήσουν", έψηναν τον υποψήφιο πελάτη να πάρει το subprime δάνειο χρησιμοποιώντας ως δόλωμα την αύξηση της αξίας του ακινήτου. Με αυτά τα δεδομένα, σύντομα όλο το σύστημα βρέθηκε να ισορροπεί σε τεντωμένο σκοινί.
Κατά βάθος, όμως, οι τράπεζες αντιλαμβάνονταν τον κίνδυνο να τιναχτούν στον αέρα από μια ξαφνική κατάρρευση της αξίας των ακινήτων. Έτσι, καθώς είχαν απαλλαγεί από τον έλεγχο τού καταργημένου νόμου Glass-Steagall, άρχισαν να επιδίδονται σε υψηλή μόχλευση και να παράγουν τοξικά προϊόντα. Ομολογοποιούσαν τα subprime δάνεια που είχαν χορηγήσει και πουλούσαν το τοξικό προϊόν, πετυχαίνοντας με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια: από τη μια ξεφορτώνονταν τον κίνδυνο των subprime δανείων κι από την άλλη κέρδιζαν τις προμήθειες από την πώληση των ομολόγων.
Το πρόβλημα, όμως, δεν ήταν τόσο απλό. Προσπαθώντας να "κουκουλώσουν" τον κίνδυνο, οι τράπεζες δημιουργούσαν πολυπλοκώτατα προϊόντα (πάντοτε βασισμένα στα ενυπόθηκα δάνεια), με συνέπεια να χάσουν τελικά τον μπούσουλα. Δεν ήταν μόνο η δυσκολία να διαπιστώσουν τα ανοίγματά τους. Το χειρότερο ήταν ότι η μια τράπεζα δεν γνώριζε σε ποια κατάσταση βρίσκονταν πραγματικά οι άλλες τράπεζες. Μπλεγμένες σε ένα απίθανο κουβάρι δομημένων ομολόγων και τοξικών παραγώγων, άρχισαν να χάνουν την εμπιστοσύνη μεταξύ τους.
Όπως λέγαμε στο προηγούμενο σημείωμα, τα πρώτα ανησυχητικά σύννεφα έκαναν την εμφάνισή τους τον Αύγουστο του 2007. Τότε, η διαφορά τού διατραπεζικού επιτοκίου (το επιτόκιο με το οποίο οι τράπεζες δανείζουν η μια την άλλη) με το επιτόκιο των εντόκων γραμματίων τού δημοσίου (το επιτόκιο με το οποίο δανείζεται το κράτος) σημείωσε κατακόρυφη αύξηση. Σε μια φυσιολογική οικονομία, αυτά τα δυο επιτόκια διαφέρουν ελάχιστα. Μια μεγάλη διαφορά σημαίνει, πολύ απλά, ότι οι τράπεζες δεν εμπιστεύονται η μια την άλλη. Και όχι άδικα, αφού η κάθε μια ξεχωριστά γνώριζε τους κινδύνους που κρύβονταν στους δικούς της ισολογισμούς.
Το πρόβλημα άρχισε να βγάζει μάτια και η στεγαστική αγορά όχι μόνο ανέκοψε την τρελλή της άνοδο αλλά άρχισε να βάζει και την όπισθεν. Τα πρώτα subprime δάνεια άρχισαν να "σκάνε", πολλαπλασιάζοντας τις ανησυχίες. Σύντομα οι τιμές των ακινήτων πήραν κανονικά την κατηφόρα και η αγορά πάγωσε. Με την αξία των σπιτιών τους να πέφτει, οι πολίτες είτε δεν μπορούσαν να ξωφλήσουν τα δάνειά τους πουλώντας τα ακίνητά τους είτε δεν τους συνέφερε να τα ξωφλήσουν.
Αυτή ανατροπή έφερε τα πάνω κάτω στην αγορά. Η μείωση των τιμών των ακινήτων σταμάτησε βίαια το παιχνιδάκι "αγοράζω σπίτι, το πουλάω με κέρδος και αγοράζω άλλο", με συνέπεια να μπει φρένο στην κατανάλωση. Παράλληλα, πολλοί δανειολήπτες άρχισαν να "φεσώνουν" τις πιστωτικές τους κάρτες, προσπαθώντας να εξοικονομήσουν χρήματα για να κρατήσουν το σπίτι τους. Έτσι, δημιουργήθηκε ένα ντόμινο: το "ξεφούσκωμα" των ακινήτων έφερε μείωση στην κατανάλωση, δημιουργώντας πρόβλημα σε πολλές επιχειρήσεις, οι οποίες μοιραία άρχισαν να αθετούν τις πληρωμές τους. Τελικά, οι τράπεζες δέχτηκαν διπλό πλήγμα: ένα από τα στεγαστικά δάνεια και ένα από τα εμπορικά.
Με την καταστροφή προ των πυλών, ο πρόεδρος Μπους ο Β(λαξ) επέμενε ότι επρόκειτο για μια μικρή αναταραχή. Στις 17 Οκτωβρίου 2007, με την αγορά κατοικίας στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων 14 ετών, ο Μπους δήλωνε: "Νοιώθω ικανοποίηση για πολλούς από τους οικονομικούς δείκτες εδώ στις ΗΠΑ". Στις 13 Νοεμβρίου ήταν καθησυχαστικός: "Τα υποστηλώματα της οικονομίας μας είναι ισχυρά". Έπρεπε να φτάσει ο Δεκέμβριος για να παραδεχτεί ότι ίσως υπήρχε πρόβλημα: "Είναι σαφές ότι υπάρχουν κάποια μαύρα σύννεφα και κάποιες ανησυχίες, αλλά τα υποστηλώματα είναι γερά".(*)
Θα συνεχίσουμε.
(*) Όλη η "ευφυΐα" τού προέδρου, στο "Bush mixes concern, optimism on economy" (USA Today, 23/03/2008)
Το παιχνίδι τους ήταν απλό. Όσο μεγαλύτερα κέρδη καταγράφει η τράπεζα στο τέλος τής χρήσης, τόσο υψηλότερα μπόνους διεκδικούν οι διευθυντές της (τα περίφημα golden boys). Επομένως, ο κάθε τραπεζικός μάνατζερ έχει συμφέρον να "πουλήσει" όσο το δυνατόν περισσότερα δάνεια, ώστε η τράπεζά του να εισπράξει τις προμήθειες και ο ίδιος να τσεπώσει ένα καλό πακέττο στο τέλος τής χρονιάς. Στην προσπάθειά τους, λοιπόν, να προσελκύσουν πελάτες, οι τράπεζες άρχισαν να ανταγωνίζονται δίχως μέτρο η μια την άλλη. Σε ένα τέτοιο κλίμα ανταγωνισμού, ήταν φυσικό να φουντώσουν τα subprime δάνεια.
Στην οικονομική θεωρία, ένα δάνειο αποκαλείται subprime όταν ο δανειολήπτης δεν έχει αντικειμενικά την δυνατότητα να το αποπληρώσει δίχως πρόβλημα. Με απλά λόγια: όταν μια τράπεζα χορηγεί σε πελάτη της δάνειο με ετήσια δόση 10.000 ευρώ ενώ ο πελάτης έχει οικογενειακό εισόδημα 15.000, είναι προφανές ότι ο δανειολήπτης δεν θα καταφέρει να είναι συνεπής στην αποπληρωμή αυτού του δανείου, οπότε μιλάμε για subprime δάνειο. Οι τράπεζες, όμως, προκειμένου να "πουλήσουν", έψηναν τον υποψήφιο πελάτη να πάρει το subprime δάνειο χρησιμοποιώντας ως δόλωμα την αύξηση της αξίας του ακινήτου. Με αυτά τα δεδομένα, σύντομα όλο το σύστημα βρέθηκε να ισορροπεί σε τεντωμένο σκοινί.
Κατά βάθος, όμως, οι τράπεζες αντιλαμβάνονταν τον κίνδυνο να τιναχτούν στον αέρα από μια ξαφνική κατάρρευση της αξίας των ακινήτων. Έτσι, καθώς είχαν απαλλαγεί από τον έλεγχο τού καταργημένου νόμου Glass-Steagall, άρχισαν να επιδίδονται σε υψηλή μόχλευση και να παράγουν τοξικά προϊόντα. Ομολογοποιούσαν τα subprime δάνεια που είχαν χορηγήσει και πουλούσαν το τοξικό προϊόν, πετυχαίνοντας με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια: από τη μια ξεφορτώνονταν τον κίνδυνο των subprime δανείων κι από την άλλη κέρδιζαν τις προμήθειες από την πώληση των ομολόγων.
Το πρόβλημα, όμως, δεν ήταν τόσο απλό. Προσπαθώντας να "κουκουλώσουν" τον κίνδυνο, οι τράπεζες δημιουργούσαν πολυπλοκώτατα προϊόντα (πάντοτε βασισμένα στα ενυπόθηκα δάνεια), με συνέπεια να χάσουν τελικά τον μπούσουλα. Δεν ήταν μόνο η δυσκολία να διαπιστώσουν τα ανοίγματά τους. Το χειρότερο ήταν ότι η μια τράπεζα δεν γνώριζε σε ποια κατάσταση βρίσκονταν πραγματικά οι άλλες τράπεζες. Μπλεγμένες σε ένα απίθανο κουβάρι δομημένων ομολόγων και τοξικών παραγώγων, άρχισαν να χάνουν την εμπιστοσύνη μεταξύ τους.
Όπως λέγαμε στο προηγούμενο σημείωμα, τα πρώτα ανησυχητικά σύννεφα έκαναν την εμφάνισή τους τον Αύγουστο του 2007. Τότε, η διαφορά τού διατραπεζικού επιτοκίου (το επιτόκιο με το οποίο οι τράπεζες δανείζουν η μια την άλλη) με το επιτόκιο των εντόκων γραμματίων τού δημοσίου (το επιτόκιο με το οποίο δανείζεται το κράτος) σημείωσε κατακόρυφη αύξηση. Σε μια φυσιολογική οικονομία, αυτά τα δυο επιτόκια διαφέρουν ελάχιστα. Μια μεγάλη διαφορά σημαίνει, πολύ απλά, ότι οι τράπεζες δεν εμπιστεύονται η μια την άλλη. Και όχι άδικα, αφού η κάθε μια ξεχωριστά γνώριζε τους κινδύνους που κρύβονταν στους δικούς της ισολογισμούς.
Το πρόβλημα άρχισε να βγάζει μάτια και η στεγαστική αγορά όχι μόνο ανέκοψε την τρελλή της άνοδο αλλά άρχισε να βάζει και την όπισθεν. Τα πρώτα subprime δάνεια άρχισαν να "σκάνε", πολλαπλασιάζοντας τις ανησυχίες. Σύντομα οι τιμές των ακινήτων πήραν κανονικά την κατηφόρα και η αγορά πάγωσε. Με την αξία των σπιτιών τους να πέφτει, οι πολίτες είτε δεν μπορούσαν να ξωφλήσουν τα δάνειά τους πουλώντας τα ακίνητά τους είτε δεν τους συνέφερε να τα ξωφλήσουν.
Αυτή ανατροπή έφερε τα πάνω κάτω στην αγορά. Η μείωση των τιμών των ακινήτων σταμάτησε βίαια το παιχνιδάκι "αγοράζω σπίτι, το πουλάω με κέρδος και αγοράζω άλλο", με συνέπεια να μπει φρένο στην κατανάλωση. Παράλληλα, πολλοί δανειολήπτες άρχισαν να "φεσώνουν" τις πιστωτικές τους κάρτες, προσπαθώντας να εξοικονομήσουν χρήματα για να κρατήσουν το σπίτι τους. Έτσι, δημιουργήθηκε ένα ντόμινο: το "ξεφούσκωμα" των ακινήτων έφερε μείωση στην κατανάλωση, δημιουργώντας πρόβλημα σε πολλές επιχειρήσεις, οι οποίες μοιραία άρχισαν να αθετούν τις πληρωμές τους. Τελικά, οι τράπεζες δέχτηκαν διπλό πλήγμα: ένα από τα στεγαστικά δάνεια και ένα από τα εμπορικά.
Με την καταστροφή προ των πυλών, ο πρόεδρος Μπους ο Β(λαξ) επέμενε ότι επρόκειτο για μια μικρή αναταραχή. Στις 17 Οκτωβρίου 2007, με την αγορά κατοικίας στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων 14 ετών, ο Μπους δήλωνε: "Νοιώθω ικανοποίηση για πολλούς από τους οικονομικούς δείκτες εδώ στις ΗΠΑ". Στις 13 Νοεμβρίου ήταν καθησυχαστικός: "Τα υποστηλώματα της οικονομίας μας είναι ισχυρά". Έπρεπε να φτάσει ο Δεκέμβριος για να παραδεχτεί ότι ίσως υπήρχε πρόβλημα: "Είναι σαφές ότι υπάρχουν κάποια μαύρα σύννεφα και κάποιες ανησυχίες, αλλά τα υποστηλώματα είναι γερά".(*)
Θα συνεχίσουμε.
(*) Όλη η "ευφυΐα" τού προέδρου, στο "Bush mixes concern, optimism on economy" (USA Today, 23/03/2008)
1 σχόλιο:
Ωραίος, όπως πάντα!
Ρίξε μια ματιά σε αυτό το βιντεάκι:
Το Αμερικάνικο Όνειρο
Δημοσίευση σχολίου