Το Μπρέτον Γουντς, όπως είδαμε, απέδειξε το ένστικτο της επιβίωσης του καπιταλισμού. Οι δυτικές δυνάμεις υιοθέτησαν την αρχή ότι η μεταπολεμική οικονομία έπρεπε να εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή διαβίωση για τους απογοητευμένους πολίτες ώστε αυτοί να μη στραφούν στην ελκυστικώτατη ιδεολογία του κομμουνισμού. Αυτή η ανάγκη οδήγησε στην δημιουργία ενός "ευπρεπούς" καπιταλισμού με κοινωνική ασφάλιση, δημόσια ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, κράτος πρόνοιας, προστασία των εργαζομένων κλπ.
Όπως έχουμε ξαναπεί από τούτο το ιστολόγιο, ο κεϋνσιανισμός και ο μαρξισμός εκκινούν από κοινό σημείο, με τις ίδιες διαπιστώσεις, άλλο αν στο "διά ταύτα" προτείνουν διαφορετικές λύσεις. Οι κεϋνσιανοί οικονομολόγοι εφάρμοσαν τις ιδέες τους με θρησκευτική ευλάβεια, διοχετεύοντας τεράστια κονδύλια σε υποδομές, επιδοτώντας γενναιόδωρα την εγχώρια παραγωγή, ενισχύοντας την βιομηχανική ανάπτυξη και εφαρμόζοντας υψηλούς δασμούς για να αποτρέπουν τις εισαγωγές. Πάνω στις αρχές αυτές στήθηκε και το περίφημο "Νέο Συμβόλαιο (Νιού Ντηλ)".
Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής στον δυτικό κόσμο ήταν να κλείσει κάπως το χάσμα που χώριζε προπολεμικά την ελίτ από την εργατική τάξη, όσο κι αν τα επιτεύγματα των κομμουνιστικών χωρών σ' αυτόν τον τομέα έμεναν απλησίαστα. Οι εργάτες συγκροτούσαν ισχυρά συνδικάτα, διεκδικούσαν συνθήκες εργασίας που ούτε καν μπορούαν να διανοηθούν 30 χρόνια πριν και οι αμοιβές τους πλησίασαν -ή και έφτασαν- εκείνες των μεσοαστικών στρωμάτων. Ειδικά στην Νότια Αμερική, η ανάπτυξη υπήρξε τόσο έντονη ώστε άρχισε να διατυπώνεται η άποψη πως με τέτοια πολιτική θα μπορούσε σιγά-σιγά να εκλείψει ο ταξικός διαχωρισμός.
Όμως, για τις καπιταλιστικές πολυεθνικές η περίοδος της μεταπολεμικής άνθησης δεν ήταν και η καλύτερή τους, μιας κι έπρεπε να δραστηριοποιούνται σε ένα όλο και λιγώτερο φιλικό γι' αυτές περιβάλλον με όλο και περισσότερο διεκδικητικά συνδικάτα. Παρ' ότι παραγόταν τεράστιος πλούτος, οι καπιταλιστές ήσαν υποχρεωμένοι να χάνουν ένα μεγάλο κομμάτι από τα κέρδη τους μέσω της φορολογίας και των υψηλών -σύμφωνα μ' αυτούς- μισθών. Βεβαίως, όλοι ευημερούσαν αλλά η επιστροφή στους προπολεμικούς κανόνες θα επέτρεπε σε κάποιους λίγους να ευημερήσουν περισσότερο.
Ήταν φανερό ότι ο κεϋνσιανισμός στην δύση και ο κομμουνισμός στην ανατολή κόστιζαν στους κεφαλαιοκράτες. Κι αν ήταν δύσκολο να κάνουν κάτι κατά του κομμουνισμού, φαινόταν ευκολώτερο να οργανώσουν μια "αντεπανάσταση" κατά του κεϋνσιανισμού. Αλλά ποιος θα έβγαινε μπροστά; Ποιος θα τολμούσε να υποστηρίξει δημόσια ότι έπρεπε να καταργηθούν οι κατώτατοι μισθοί και η φορολόγηση των εταιρειών;
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του '50, στο πανεπιστήμιο του Σικάγου, ο Χάγεκ και ο Φρήντμαν δίδασκαν ότι κάθε κυβερνητική ανάμειξη στην οικονομία θα έπρεπε να αποτραπεί (Φρ. Χάγεκ, "Ο δρόμος προς την δουλοπαροικία"). To 2000, sε συνέντευξή του στο PBS, στα πλαίσια της εκπομπής "Η μάχη για την παγκόσμια οικονομία", ο καθηγητής Άρνολντ Χάρμπεργκερ εξήγησε ότι ο Χάγεκ και η παρέα του "θεωρούσαν κάθε κρατική παρέμβαση όχι απλώς λανθασμένη αλλά διαβολική... είναι σαν να υπάρχει εκεί έξω μια πανέμορφη αλλά εξαιρετικά πολύπλοκη εικόνα που βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με τον εαυτό της κι αν εμφανιστεί πάνω της μια κηλίδα αυτό αποτελεί φρίκη".
Όταν, το 1962, ο Μίλτον Φρήντμαν κυκλοφόρησε το μανιφέστο του "Καπιταλισμός και Ελευθερία", οι καπιταλιστές χαμογέλασαν. Μπορεί να μη τολμούσε κανένας απ'αυτούς να εκτεθεί υποστηρίζοντας ότι το κεφάλαιο έπρεπε να αφεθεί ανεξέλεγκτο, αλλά αν ένας λαμπρός μαθηματικός και ικανός συζητητής σαν τον Φρήντμαν χρησιμοποιούσε τα ίδια επιχειρήματα, θα ήταν αλλοιώς. Φυσικά, αναμένονταν αντιδράσεις στα επιχειρήματα τού Φρήντμαν και, ενδεχομένως, να απορρίπτονταν ως εσφαλμένα αλλά τουλάχιστον θα είχαν ένα επίχρισμα ακαδημαϊκής αμεροληψίας.
Έτσι, η φάμπρικα πήρε μπρος. Ξαφνικά, άρχισε μια τεράστια ροή δωρεών προς την περίφημη "σχολή του Σικάγου", με αντάλλαγμα την διοχέτευση των καπιταλιστικών απόψεων ως πορίσματα ακαδημαϊκής σκέψης. Ταυτόχρονα, άρχισε να δημιουργείται ένα παγκόσμιο δίκτυο φρηντμανικών "δεξαμενών σκέψης (think tank)", με σκοπό την παραγωγή στελεχών της "αντεπανάστασης" που προαναφέραμε.
Η κόντρα ξεκινούσε.
Όπως έχουμε ξαναπεί από τούτο το ιστολόγιο, ο κεϋνσιανισμός και ο μαρξισμός εκκινούν από κοινό σημείο, με τις ίδιες διαπιστώσεις, άλλο αν στο "διά ταύτα" προτείνουν διαφορετικές λύσεις. Οι κεϋνσιανοί οικονομολόγοι εφάρμοσαν τις ιδέες τους με θρησκευτική ευλάβεια, διοχετεύοντας τεράστια κονδύλια σε υποδομές, επιδοτώντας γενναιόδωρα την εγχώρια παραγωγή, ενισχύοντας την βιομηχανική ανάπτυξη και εφαρμόζοντας υψηλούς δασμούς για να αποτρέπουν τις εισαγωγές. Πάνω στις αρχές αυτές στήθηκε και το περίφημο "Νέο Συμβόλαιο (Νιού Ντηλ)".
Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής στον δυτικό κόσμο ήταν να κλείσει κάπως το χάσμα που χώριζε προπολεμικά την ελίτ από την εργατική τάξη, όσο κι αν τα επιτεύγματα των κομμουνιστικών χωρών σ' αυτόν τον τομέα έμεναν απλησίαστα. Οι εργάτες συγκροτούσαν ισχυρά συνδικάτα, διεκδικούσαν συνθήκες εργασίας που ούτε καν μπορούαν να διανοηθούν 30 χρόνια πριν και οι αμοιβές τους πλησίασαν -ή και έφτασαν- εκείνες των μεσοαστικών στρωμάτων. Ειδικά στην Νότια Αμερική, η ανάπτυξη υπήρξε τόσο έντονη ώστε άρχισε να διατυπώνεται η άποψη πως με τέτοια πολιτική θα μπορούσε σιγά-σιγά να εκλείψει ο ταξικός διαχωρισμός.
Όμως, για τις καπιταλιστικές πολυεθνικές η περίοδος της μεταπολεμικής άνθησης δεν ήταν και η καλύτερή τους, μιας κι έπρεπε να δραστηριοποιούνται σε ένα όλο και λιγώτερο φιλικό γι' αυτές περιβάλλον με όλο και περισσότερο διεκδικητικά συνδικάτα. Παρ' ότι παραγόταν τεράστιος πλούτος, οι καπιταλιστές ήσαν υποχρεωμένοι να χάνουν ένα μεγάλο κομμάτι από τα κέρδη τους μέσω της φορολογίας και των υψηλών -σύμφωνα μ' αυτούς- μισθών. Βεβαίως, όλοι ευημερούσαν αλλά η επιστροφή στους προπολεμικούς κανόνες θα επέτρεπε σε κάποιους λίγους να ευημερήσουν περισσότερο.
Ήταν φανερό ότι ο κεϋνσιανισμός στην δύση και ο κομμουνισμός στην ανατολή κόστιζαν στους κεφαλαιοκράτες. Κι αν ήταν δύσκολο να κάνουν κάτι κατά του κομμουνισμού, φαινόταν ευκολώτερο να οργανώσουν μια "αντεπανάσταση" κατά του κεϋνσιανισμού. Αλλά ποιος θα έβγαινε μπροστά; Ποιος θα τολμούσε να υποστηρίξει δημόσια ότι έπρεπε να καταργηθούν οι κατώτατοι μισθοί και η φορολόγηση των εταιρειών;
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του '50, στο πανεπιστήμιο του Σικάγου, ο Χάγεκ και ο Φρήντμαν δίδασκαν ότι κάθε κυβερνητική ανάμειξη στην οικονομία θα έπρεπε να αποτραπεί (Φρ. Χάγεκ, "Ο δρόμος προς την δουλοπαροικία"). To 2000, sε συνέντευξή του στο PBS, στα πλαίσια της εκπομπής "Η μάχη για την παγκόσμια οικονομία", ο καθηγητής Άρνολντ Χάρμπεργκερ εξήγησε ότι ο Χάγεκ και η παρέα του "θεωρούσαν κάθε κρατική παρέμβαση όχι απλώς λανθασμένη αλλά διαβολική... είναι σαν να υπάρχει εκεί έξω μια πανέμορφη αλλά εξαιρετικά πολύπλοκη εικόνα που βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με τον εαυτό της κι αν εμφανιστεί πάνω της μια κηλίδα αυτό αποτελεί φρίκη".
Όταν, το 1962, ο Μίλτον Φρήντμαν κυκλοφόρησε το μανιφέστο του "Καπιταλισμός και Ελευθερία", οι καπιταλιστές χαμογέλασαν. Μπορεί να μη τολμούσε κανένας απ'αυτούς να εκτεθεί υποστηρίζοντας ότι το κεφάλαιο έπρεπε να αφεθεί ανεξέλεγκτο, αλλά αν ένας λαμπρός μαθηματικός και ικανός συζητητής σαν τον Φρήντμαν χρησιμοποιούσε τα ίδια επιχειρήματα, θα ήταν αλλοιώς. Φυσικά, αναμένονταν αντιδράσεις στα επιχειρήματα τού Φρήντμαν και, ενδεχομένως, να απορρίπτονταν ως εσφαλμένα αλλά τουλάχιστον θα είχαν ένα επίχρισμα ακαδημαϊκής αμεροληψίας.
Έτσι, η φάμπρικα πήρε μπρος. Ξαφνικά, άρχισε μια τεράστια ροή δωρεών προς την περίφημη "σχολή του Σικάγου", με αντάλλαγμα την διοχέτευση των καπιταλιστικών απόψεων ως πορίσματα ακαδημαϊκής σκέψης. Ταυτόχρονα, άρχισε να δημιουργείται ένα παγκόσμιο δίκτυο φρηντμανικών "δεξαμενών σκέψης (think tank)", με σκοπό την παραγωγή στελεχών της "αντεπανάστασης" που προαναφέραμε.
Η κόντρα ξεκινούσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου