Το "περονικό" σακάκι τού νέου προέδρου άντεξε μόλις έναν χρόνο, πριν γίνει ξεσκλίδι. Υπό την ασφυκτική πίεση του ΔΝΤ, ο Μένεμ υιοθέτησε την "πολιτική βουντού", που λέγαμε σε προηγούμενο σημείωμα. Και για να στείλει ένα καθαρό σημάδι στις "αγορές", διόρισε ως υπουργό οικονομικών έναν παλιό μας γνώριμο: τον Ντομίνγκο Καβάγιο, δεξί χέρι της χούντας. Στο άκουσμα του ονόματος του Καβάγιο, το χρηματιστήριο του Μπουένος Άυρες εκτινάχτηκε κατά 30%.
Ο Καβάγιο ήξερε καλά το μάθημα: σε όλες τις κορυφαίες οικονομικές θέσεις διόρισε "παιδιά του Σικάγου". Και η νέα "αδελφότητα" έβαλε αμέσως σε εφαρμογή το γνωστό σχέδιο. Πρώτα-πρώτα, χρησιμοποίησε το χάος τού υπερπληθωρισμού ως μέσο για την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων κι από δίπλα επέβαλε μαζικές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες. Αλλά το μεγάλο κόλπο παίχτηκε με την κατάργηση του αουστράλ και την εισαγωγή του νέου πέσο, το οποίο συνδέθηκε κατ' ευθείαν με το δολλάριο σε αναλογία 1 προς 1. Όπως καταλαβαίνει κι ένας μαθητής της πρώτης γυμνασίου, το νέο νόμισμα οδήγησε στην ταχύτατη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και, λίγα χρόνια αργότερα, στην πλήρη εξάλειψή του. Όμως, ποιος λέει ότι έτσι λύνονται τα προβλήματα;
Παράλληλα, το ξεπούλημα της δημόσιας υπηρεσίας από τον Καβάγιο πήρε τέτοια έκταση ώστε ξεπέρασε και όσα είχε διαπράξει ο Πινοτσέτ στην Χιλή. Μέχρι το 1994, οι 9 στις 10 δημόσιες επιχειρήσεις είχαν παραδοθει στα μεγάλα μονοπώλια (Citibank, Vivendi, Repsol, Telefonica κλπ). Βέβαια, η κυβέρνηση Μένεμ είχε φροντίσει να μην επιβαρύνει τους νέους ιδιοκτήτες, απολύοντας πάνω από 700.000 εργαζόμενους πριν προχωρήσει στο ξεπούλημα.
Ο Καβάγιο εφάρμοζε μια πολιτική "αλα Σακς" και ο Μένεμ χειροκροτούσε. Το "Time" χαρακτήρισε την πολιτική αυτή ως "το θαύμα του Μένεμ". Όμως, το πραγματικό θαύμα ήταν άλλο: η κυβέρνηση ξεπουλούσε τον τόπο κι οι εργαζόμενοι βυθίζονταν στην φτώχεια αλλά δεν σημειώθηκε καμμία λαϊκή εξέγερση! Περίεργο φαινόμενο μεν, εξηγήσιμο δε. Ας δούμε πώς:
Σε περιόδους έκρηξης του πληθωρισμού, οι χαμηλόμισθοι πολίτες τρέμουν καθώς βλέπουν να εξανεμίζεται ταχύτατα η αξία των λιγοστών χρημάτων που διαθέτουν. Όταν αυτός ο φόβος φωλιάσει στις λαϊκές μάζες, τότε όποια μέτρα κι αν πάρει η κυβέρνηση δεν αντιμετωπίζονται με σκεπτικισμό αλλά με μια κρυφή ελπίδα πως τα πράγματα θα καλυτερεύσουν. Έτσι, από την στιγμή που η σύνδεση του πέσο με το δολλάριο έρριξε τον πληθωρισμό, οι λαϊκές μάζες είναι έτοιμες πλέον να δεχτούν ορυμαγδό νέων μέτρων, με την σκέψη ότι και αυτά θα βγουν σε καλό.
Φυσικά, η σύνδεση του πέσο με το δολλάριο ήταν ουσιαστικά ένα ειδεχθές έγκλημα σε βάρος της χώρας. Ξαφνικά, τα εγχώρια προϊόντα έγιναν τόσο ακριβά, ώστε οι ντόπιες βιομηχανίες άρχισαν να κλείνουν η μια μετά την άλλη, αυξάνοντας κατακόρυφα την -ήδη αυξημένη- ανεργία. Και η κατάσταση όλο και χειροτέρευε, με αποτέλεσμα το 60% του πληθυσμού να βρεθεί κάτω από το όριο της φτώχειας, λίγο πριν την ανατολή της νέας χιλιετίας.
Τελικά, αυτό που κατάφεραν Μένεμ και Καβάγιο είχε περισσότερη σχέση με την ψυχολογία παρά με την πραγματική οικονομία. Ας θυμηθούμε άλλη μια φορά την συνταγή του Φρήντμαν: σε περιόδους κρίσης -πραγματικής ή εκλαμβανομένης ως τέτοιας- οι τρομαγμένες μάζες είναι πρόθυμες να εκχωρήσουν αυξημένη και ανεξέλεγκτη εξουσία σε όποιον εμφανιστεί με μια "μαγική λύση" διαθέσιμη.
Με αυτόν τον τρόπο, ο οποίος αξιοποιούσε τα διδάγματα της βολιβιανής παρακαταθήκης, ο νεοφιλελευθερισμός βρήκε τον τρόπο να ανθίσει σε μια χώρα όπου δεν υπάρχει μεν δικτατορία αλλά η δημοκρατία είναι αδύναμη. Όχι επειδή μπόρεσε να πείσει για την ορθότητά του αλλά επειδή επωφελείτο από την απελπισία που γεννούν οι κρίσεις. Σύντομα η τακτική αυτή τελειοποιήθηκε και τα θύματά της πολλαπλασιάστηκαν: Μεξικό 1994, "ασιατικές τίγρεις" 1997, Ρωσσία 1998, Βραζιλία 1999...
Τελειώνουμε το σημερινό μας σημείωμα με μια παρατήρηση. Όταν λέμε ότι ο καπιταλισμός εκμεταλλεύεται τις κρίσεις, δεν εννοούμε αποκλειστικά τις οικονομικές κρίσεις. Είπαμε ότι μιλάμε για κρίσεις οι οποίες μπορεί να είναι πραγματικές αλλά μπορεί απλώς να εκλαμβάνονται ως τέτοιες. Για παράδειγμα, ο Μπους το 2001 εμφάνισε την τρομοκρατία ως κρίση. Επίσης, ως κρίσεις παρουσιάστηκαν τα αποτελέσματα φυσικών καταστροφών, όπως το τσουνάμι του 2004 ή ο τυφώνας "Κατρίνα" του 2005. Εφ' όσον αυτές οι φυσικές καταστροφές προκαλούν "μούδιασμα" στο κοινωνικό σύνολο, προσφέρονται για "θεραπείες-σοκ". Με δυο λόγια, ζούμε στην εποχή τού "καπιταλισμού της καταστροφής".
Ο Καβάγιο ήξερε καλά το μάθημα: σε όλες τις κορυφαίες οικονομικές θέσεις διόρισε "παιδιά του Σικάγου". Και η νέα "αδελφότητα" έβαλε αμέσως σε εφαρμογή το γνωστό σχέδιο. Πρώτα-πρώτα, χρησιμοποίησε το χάος τού υπερπληθωρισμού ως μέσο για την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων κι από δίπλα επέβαλε μαζικές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες. Αλλά το μεγάλο κόλπο παίχτηκε με την κατάργηση του αουστράλ και την εισαγωγή του νέου πέσο, το οποίο συνδέθηκε κατ' ευθείαν με το δολλάριο σε αναλογία 1 προς 1. Όπως καταλαβαίνει κι ένας μαθητής της πρώτης γυμνασίου, το νέο νόμισμα οδήγησε στην ταχύτατη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και, λίγα χρόνια αργότερα, στην πλήρη εξάλειψή του. Όμως, ποιος λέει ότι έτσι λύνονται τα προβλήματα;
Παράλληλα, το ξεπούλημα της δημόσιας υπηρεσίας από τον Καβάγιο πήρε τέτοια έκταση ώστε ξεπέρασε και όσα είχε διαπράξει ο Πινοτσέτ στην Χιλή. Μέχρι το 1994, οι 9 στις 10 δημόσιες επιχειρήσεις είχαν παραδοθει στα μεγάλα μονοπώλια (Citibank, Vivendi, Repsol, Telefonica κλπ). Βέβαια, η κυβέρνηση Μένεμ είχε φροντίσει να μην επιβαρύνει τους νέους ιδιοκτήτες, απολύοντας πάνω από 700.000 εργαζόμενους πριν προχωρήσει στο ξεπούλημα.
Ο Καβάγιο εφάρμοζε μια πολιτική "αλα Σακς" και ο Μένεμ χειροκροτούσε. Το "Time" χαρακτήρισε την πολιτική αυτή ως "το θαύμα του Μένεμ". Όμως, το πραγματικό θαύμα ήταν άλλο: η κυβέρνηση ξεπουλούσε τον τόπο κι οι εργαζόμενοι βυθίζονταν στην φτώχεια αλλά δεν σημειώθηκε καμμία λαϊκή εξέγερση! Περίεργο φαινόμενο μεν, εξηγήσιμο δε. Ας δούμε πώς:
Σε περιόδους έκρηξης του πληθωρισμού, οι χαμηλόμισθοι πολίτες τρέμουν καθώς βλέπουν να εξανεμίζεται ταχύτατα η αξία των λιγοστών χρημάτων που διαθέτουν. Όταν αυτός ο φόβος φωλιάσει στις λαϊκές μάζες, τότε όποια μέτρα κι αν πάρει η κυβέρνηση δεν αντιμετωπίζονται με σκεπτικισμό αλλά με μια κρυφή ελπίδα πως τα πράγματα θα καλυτερεύσουν. Έτσι, από την στιγμή που η σύνδεση του πέσο με το δολλάριο έρριξε τον πληθωρισμό, οι λαϊκές μάζες είναι έτοιμες πλέον να δεχτούν ορυμαγδό νέων μέτρων, με την σκέψη ότι και αυτά θα βγουν σε καλό.
Φυσικά, η σύνδεση του πέσο με το δολλάριο ήταν ουσιαστικά ένα ειδεχθές έγκλημα σε βάρος της χώρας. Ξαφνικά, τα εγχώρια προϊόντα έγιναν τόσο ακριβά, ώστε οι ντόπιες βιομηχανίες άρχισαν να κλείνουν η μια μετά την άλλη, αυξάνοντας κατακόρυφα την -ήδη αυξημένη- ανεργία. Και η κατάσταση όλο και χειροτέρευε, με αποτέλεσμα το 60% του πληθυσμού να βρεθεί κάτω από το όριο της φτώχειας, λίγο πριν την ανατολή της νέας χιλιετίας.
Τελικά, αυτό που κατάφεραν Μένεμ και Καβάγιο είχε περισσότερη σχέση με την ψυχολογία παρά με την πραγματική οικονομία. Ας θυμηθούμε άλλη μια φορά την συνταγή του Φρήντμαν: σε περιόδους κρίσης -πραγματικής ή εκλαμβανομένης ως τέτοιας- οι τρομαγμένες μάζες είναι πρόθυμες να εκχωρήσουν αυξημένη και ανεξέλεγκτη εξουσία σε όποιον εμφανιστεί με μια "μαγική λύση" διαθέσιμη.
Με αυτόν τον τρόπο, ο οποίος αξιοποιούσε τα διδάγματα της βολιβιανής παρακαταθήκης, ο νεοφιλελευθερισμός βρήκε τον τρόπο να ανθίσει σε μια χώρα όπου δεν υπάρχει μεν δικτατορία αλλά η δημοκρατία είναι αδύναμη. Όχι επειδή μπόρεσε να πείσει για την ορθότητά του αλλά επειδή επωφελείτο από την απελπισία που γεννούν οι κρίσεις. Σύντομα η τακτική αυτή τελειοποιήθηκε και τα θύματά της πολλαπλασιάστηκαν: Μεξικό 1994, "ασιατικές τίγρεις" 1997, Ρωσσία 1998, Βραζιλία 1999...
Τελειώνουμε το σημερινό μας σημείωμα με μια παρατήρηση. Όταν λέμε ότι ο καπιταλισμός εκμεταλλεύεται τις κρίσεις, δεν εννοούμε αποκλειστικά τις οικονομικές κρίσεις. Είπαμε ότι μιλάμε για κρίσεις οι οποίες μπορεί να είναι πραγματικές αλλά μπορεί απλώς να εκλαμβάνονται ως τέτοιες. Για παράδειγμα, ο Μπους το 2001 εμφάνισε την τρομοκρατία ως κρίση. Επίσης, ως κρίσεις παρουσιάστηκαν τα αποτελέσματα φυσικών καταστροφών, όπως το τσουνάμι του 2004 ή ο τυφώνας "Κατρίνα" του 2005. Εφ' όσον αυτές οι φυσικές καταστροφές προκαλούν "μούδιασμα" στο κοινωνικό σύνολο, προσφέρονται για "θεραπείες-σοκ". Με δυο λόγια, ζούμε στην εποχή τού "καπιταλισμού της καταστροφής".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου