Έχουμε γνωρίσει τον Νίκο Καββαδία μέσα από τα ποιήματά του, κυρίως μέσα από εκείνα που έγιναν τραγούδια. Όμως, ο Καββαδίας έχει αφήσει πίσω του κι ένα πεζογράφημα, το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1954. Πρόκειται για την "Βάρδια", ένα κείμενο το οποίο θα μπορούσαμε άνετα να χαρακτηρίσουμε με τον αδόκιμο όρο ποιητικό μυθιστόρημα αναμνήσεων.
Καμβάς τής ιστορίας είναι το ταξίδι ενός σαραβαλιασμένου φορτηγού πλοίου στις θάλασσες της Κίνας. Όμως, ο Καββαδίας συνθέτει τον πίνακά του με τις συνομιλίες των μελών τού πληρώματος, τα οποία κουβεντιάζουν μεταξύ τους κατά την διάρκεια της βάρδιας τους. Με αυτά τα δεδομένα, θα περίμενε κανείς ότι το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν ανιαρό και ανούσιο: πώς να συντεθεί ένα ενδιαφέρον βιβλίο, το οποίο στηρίζεται αποκλειστικά σε κουτσομπολιά και αναμνήσεις;
Και όμως, ο Καββαδίας μάς προσφέρει μια μοναδική πειστική απάντηση. Οι κουβέντες των ναυτικών καταγράφουν μεν την ζωή των ομιλητών αλλά, παράλληλα, η αίσθηση του ταξιδιού καταλαμβάνει και τον αναγνώστη, ο οποίος αναλαμβάνει μαζί τους την δική του βάρδια στην ζωή. Ο απογυμνωμένος από καθωσπρεπεισμούς καββαδιακός λόγος δημιουργεί έντονες -και συχνά αφόρητες- εικόνες, αισθήσεις και σκέψεις. Άλλωστε, πρόκειται για έναν ποιητικό κατά βάση λόγο:
-Είπες κάτι για τις γυναίκες.
- Ναι. Τις φοβάμαι.
- Όλοι, λίγο πολύ τις φοβόμαστε. Ετούτες μάλιστα στα λιμάνια.
- Ετούτες είν' οι καλύτερες. Ποιος πήρε ποτές αρρώστια από "σπίτι"; Γιατί τις λένε καθαρές; Γιατί πλένουνται μόλις τελειώσουνε τη δουλειά. Θυμάμαι μια τέτοια, ένα βράδυ στο Λας Βέγκας. Έβγαλα το πουκάμισό μου. Η φανέλα μου η εσωτερικιά ήταν σκισμένη, κουρέλι. Τράβηξα τη γυναίκα να τη χαϊδέψω. "-Στάσου, μου 'πε, μη βιάζεσαι".
Μου 'βγαλε με το ζόρι τη φανέλα κι άρχισε να την μπαλώνει. Όταν την πλήρωσα, κοκκίνισε σα μαθήτρια και μου 'πε κρατώντας τα λεφτά στο χέρι.
"-Άμα δεν έχεις άλλα, δεν πειράζει. Κράτησέ τα κι αν ξαναγυρίσεις, φέρε μου λίγη σταφίδα ελληνική".
Αρνήθηκα και της έδειξα ένα μάτσο λεφτά. "-Τότε, μου 'πε, κάνε μου τη χάρη πάρε μια φανέλα. Αν σ' έβλεπε η μάνα σου σε τέτοιο χάλι, θα 'πιανε τα κλάματα".
Κατάλαβες. Τις άλλες φοβάμαι, τις τίμιες, αυτές που δεν πέφτουνε για λεφτά. Αυτές που ξέρουνε γράμματα. Που τις παντρευόμαστε."
Ακριβώς επειδή ο λόγος τού Καββαδία παραμένει ποιητικός, μαστιγώνει. Κι αν κάποιοι τον βρίσκουν κάπου-κάπου αθυρόστομο, ας θυμηθούν ότι ένας ποιητής δεν μπορεί να κοροϊδεύει χρησιμοποιώντας αποδεκτά κλισέ. Αφού ο αναγνώστης "μπαίνει" στο καράβι και κάνει την βάρδια του, δεν γίνεται να κρύψει τις πομπές του πίσω από ωραία λόγια:
Για να τελειώνουμε. Ήμουνα με τον "Πολικό". Από τον Πειραιά για Σαλονίκη. Όξω από την δεσπέτζα, πάνου στο σεντουκάκι της, καθότανε μια τέτοια. Άσκημη σαν το χρέος. Ένας ναύτης τη διπλάρωσε από νωρίς. "Θα 'χουμε θάλασσα, να σε βάλω κάπου να ξαπλώσεις."
"Όχι". Της πήγε ένα πιάτο φαΐ το βράδι. "Δε θέλω".
Τα μεσάνυχτα ξαναπήγε κοντά της. "Τσιγάρο;"
"Όχι, μωρέ τράγο, αφού βλέπεις πως φουμάρω. Πάρτο απόφαση. Δε στο δίνω. Έφυγα από τα Βούρλα και πάω για το Βαρδάρι. Αν σ' αρέσω, έλα κει πέρα. Όχι εδώ. Γυρεύεις μωρέ ποτέ σου από το μπακάλη τυρί, την Κυριακή που τονε συναντάς στο δρόμο; Άντε πήγαινε να βρεις καμιά πρωτοθεσίτισσα. Ξεφορτώσου με."
Την ίδια ώρα, στην καμπίνα του καπετάνιου, τα 'χε σηκώσει σαν τ' αυτιά του λαγού, μια κυρία που τη σεβόταν όλος ο κόσμος στον τόπο της, με τέσσερα παιδιά κι άντρα λεβέντη. Σκέφτηκες μωρέ ποτέ σου τι χαρίζουν οι πόρνες με πενταροδεκάρες; Βάζουν απάνω τους σακατεμένους, στραβούς, καμπούρηδες, κείνους που βρωμάνε αγιάτρευτα, που 'χουν μοτάρια στο κορμί τους, τρελούς, όλους όσους δε βρίσκεται καμιά γυναίκα να τους χαϊδέψει. Ζουν στα μπορντέλα, τις λέμε δημόσιες. Τις άλλες που 'ναι απόξω, πώς πρέπει να τις φωνάζουμε; Βρες μου τη λέξη.
Δεν χρειάζεται να πω περισσότερα. Η "Βάρδια" μπορεί να πλησιάζει τα 60 της χρόνια αλλά διαθέτει μια φρεσκάδα πρωτόγνωρη. Σήμερα κυκλοφορεί από την "Άγρα" σε μια συμπαθέστατη έκδοση 219 σελίδων, η απόκτηση της οποίας θα σας κοστίσει κάπου 15 ευρώ. Ξοδέψτε άφοβα!
Καμβάς τής ιστορίας είναι το ταξίδι ενός σαραβαλιασμένου φορτηγού πλοίου στις θάλασσες της Κίνας. Όμως, ο Καββαδίας συνθέτει τον πίνακά του με τις συνομιλίες των μελών τού πληρώματος, τα οποία κουβεντιάζουν μεταξύ τους κατά την διάρκεια της βάρδιας τους. Με αυτά τα δεδομένα, θα περίμενε κανείς ότι το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν ανιαρό και ανούσιο: πώς να συντεθεί ένα ενδιαφέρον βιβλίο, το οποίο στηρίζεται αποκλειστικά σε κουτσομπολιά και αναμνήσεις;
Και όμως, ο Καββαδίας μάς προσφέρει μια μοναδική πειστική απάντηση. Οι κουβέντες των ναυτικών καταγράφουν μεν την ζωή των ομιλητών αλλά, παράλληλα, η αίσθηση του ταξιδιού καταλαμβάνει και τον αναγνώστη, ο οποίος αναλαμβάνει μαζί τους την δική του βάρδια στην ζωή. Ο απογυμνωμένος από καθωσπρεπεισμούς καββαδιακός λόγος δημιουργεί έντονες -και συχνά αφόρητες- εικόνες, αισθήσεις και σκέψεις. Άλλωστε, πρόκειται για έναν ποιητικό κατά βάση λόγο:
-Είπες κάτι για τις γυναίκες.
- Ναι. Τις φοβάμαι.
- Όλοι, λίγο πολύ τις φοβόμαστε. Ετούτες μάλιστα στα λιμάνια.
- Ετούτες είν' οι καλύτερες. Ποιος πήρε ποτές αρρώστια από "σπίτι"; Γιατί τις λένε καθαρές; Γιατί πλένουνται μόλις τελειώσουνε τη δουλειά. Θυμάμαι μια τέτοια, ένα βράδυ στο Λας Βέγκας. Έβγαλα το πουκάμισό μου. Η φανέλα μου η εσωτερικιά ήταν σκισμένη, κουρέλι. Τράβηξα τη γυναίκα να τη χαϊδέψω. "-Στάσου, μου 'πε, μη βιάζεσαι".
Μου 'βγαλε με το ζόρι τη φανέλα κι άρχισε να την μπαλώνει. Όταν την πλήρωσα, κοκκίνισε σα μαθήτρια και μου 'πε κρατώντας τα λεφτά στο χέρι.
"-Άμα δεν έχεις άλλα, δεν πειράζει. Κράτησέ τα κι αν ξαναγυρίσεις, φέρε μου λίγη σταφίδα ελληνική".
Αρνήθηκα και της έδειξα ένα μάτσο λεφτά. "-Τότε, μου 'πε, κάνε μου τη χάρη πάρε μια φανέλα. Αν σ' έβλεπε η μάνα σου σε τέτοιο χάλι, θα 'πιανε τα κλάματα".
Κατάλαβες. Τις άλλες φοβάμαι, τις τίμιες, αυτές που δεν πέφτουνε για λεφτά. Αυτές που ξέρουνε γράμματα. Που τις παντρευόμαστε."
Ακριβώς επειδή ο λόγος τού Καββαδία παραμένει ποιητικός, μαστιγώνει. Κι αν κάποιοι τον βρίσκουν κάπου-κάπου αθυρόστομο, ας θυμηθούν ότι ένας ποιητής δεν μπορεί να κοροϊδεύει χρησιμοποιώντας αποδεκτά κλισέ. Αφού ο αναγνώστης "μπαίνει" στο καράβι και κάνει την βάρδια του, δεν γίνεται να κρύψει τις πομπές του πίσω από ωραία λόγια:
Για να τελειώνουμε. Ήμουνα με τον "Πολικό". Από τον Πειραιά για Σαλονίκη. Όξω από την δεσπέτζα, πάνου στο σεντουκάκι της, καθότανε μια τέτοια. Άσκημη σαν το χρέος. Ένας ναύτης τη διπλάρωσε από νωρίς. "Θα 'χουμε θάλασσα, να σε βάλω κάπου να ξαπλώσεις."
"Όχι". Της πήγε ένα πιάτο φαΐ το βράδι. "Δε θέλω".
Τα μεσάνυχτα ξαναπήγε κοντά της. "Τσιγάρο;"
"Όχι, μωρέ τράγο, αφού βλέπεις πως φουμάρω. Πάρτο απόφαση. Δε στο δίνω. Έφυγα από τα Βούρλα και πάω για το Βαρδάρι. Αν σ' αρέσω, έλα κει πέρα. Όχι εδώ. Γυρεύεις μωρέ ποτέ σου από το μπακάλη τυρί, την Κυριακή που τονε συναντάς στο δρόμο; Άντε πήγαινε να βρεις καμιά πρωτοθεσίτισσα. Ξεφορτώσου με."
Την ίδια ώρα, στην καμπίνα του καπετάνιου, τα 'χε σηκώσει σαν τ' αυτιά του λαγού, μια κυρία που τη σεβόταν όλος ο κόσμος στον τόπο της, με τέσσερα παιδιά κι άντρα λεβέντη. Σκέφτηκες μωρέ ποτέ σου τι χαρίζουν οι πόρνες με πενταροδεκάρες; Βάζουν απάνω τους σακατεμένους, στραβούς, καμπούρηδες, κείνους που βρωμάνε αγιάτρευτα, που 'χουν μοτάρια στο κορμί τους, τρελούς, όλους όσους δε βρίσκεται καμιά γυναίκα να τους χαϊδέψει. Ζουν στα μπορντέλα, τις λέμε δημόσιες. Τις άλλες που 'ναι απόξω, πώς πρέπει να τις φωνάζουμε; Βρες μου τη λέξη.
Δεν χρειάζεται να πω περισσότερα. Η "Βάρδια" μπορεί να πλησιάζει τα 60 της χρόνια αλλά διαθέτει μια φρεσκάδα πρωτόγνωρη. Σήμερα κυκλοφορεί από την "Άγρα" σε μια συμπαθέστατη έκδοση 219 σελίδων, η απόκτηση της οποίας θα σας κοστίσει κάπου 15 ευρώ. Ξοδέψτε άφοβα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου