Πνευματικά δικαιώματα δεν υπάρχουν. Οι ιδέες πρέπει να κυκλοφορούν ελεύθερα. Άρα...
... η αντιγραφή όχι απλώς επιτρέπεται αλλά είναι και επιθυμητή, ακόμη και χωρίς αναφορά της πηγής!

Η γλώσσα κόκκαλα τσακίζει

- "Ο λόγος που μ' άφησες έξω από την υπόθεση", είπε ήσυχα, "ήταν ότι νόμισες πως η αστυνομία δεν θα πίστευε ότι σκέτη περιέργεια μ' έσπρωξε να κατέβω εκεί κάτω χτες το βράδυ. Θα υποψιάζονταν ίσως ότι είχα κάποιον ύποπτο λόγο και θα με σφυροκοπούσαν μέχρι να σπάσω".
- "Πώς ξέρεις αν δεν σκέφτηκα το ίδιο πράγμα;"
- "Οι αστυνομικοί είναι κι αυτοί άνθρωποι", είπε ξεκάρφωτα.
- "Έχω ακούσει ότι σαν τέτοιοι ξεκινάνε".

[Ραίημοντ Τσάντλερ, "Αντίο, γλυκειά μου", εκδόσεις Λυχνάρι, 1990 (σελ.: 54)]

18 Μαρτίου 2012

"Ιστορίες από δω κι από κει"

Ανοίγω την πόρτα και βλέπω έναν νεαρό ντυμένο σχεδόν σαν πρόσκοπος, χωρίς το καπέλο Μπέιντεν-Πάουελ. Σπεύδει να διευκρινήσει ότι δε ζητάει ούτε χρήματα ούτε φαγητό. Μόνο βιβλία, γιατί στη γειτονιά του στήνουν μια Βιβλιοθήκη. Αμέσως μου επιδεικνύει διάφορα έγγραφα που τον ορίζουν εθελοντή βιβλιοθηκάριο μιας φτωχογειτονιάς τού Σαντιάγο.
Μαζί του φεύγουν: "Το κόκκινο ιππικό" του Ισαάκ Μπάμπελ, το μυθιστόρημα του Αντρέα Καμιλέρι "Ο κλέφτης των κολατσιών", το μυθιστόρημα "Κλέφτες μελανιού" του Αλφόνσο Ματέο Σαγάστα και κανα-δυο δικά μου.
Τον βλέπω να απομακρύνεται όλο αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα. Δεν πρέπει να 'ναι πάνω από δεκαπέντε χρονών αυτός ο αγκιτάτορας της ανάγνωσης, αυτός ο ριψοκίνδυνος μαχητής της κουλτούρας που μου θυμίζει τον εαυτό μου όταν ήμουν στην ηλικία του.
"Κλαις;" με ρωτάει η σύντροφός μου.
"Ναι", της απαντάω. "Κλαίω, γιατί δεν έχουν χαθεί τα πάντα."

Όταν τελείωσα τις "Ιστορίες από δω κι από κει", αναρωτήθηκα πώς κατάφερε ο Λουίς Σεπούλβεδα να χωρέσει τόση συγκίνηση μέσα σε τούτο το βιβλιαράκι των 167 σελίδων. Βέβαια, για την δύναμη που διαθέτει η γραφή τού Σεπούλβεδα είχαμε μιλήσει πριν ένα χρόνο, κατά την παρουσίαση της νουβέλας του "Το ημερολόγιο ενός ευαίσθητου killer". Όμως, οι "Ιστορίες από δω κι από κει" δεν περιορίζονται στο να ερεθίσουν το συναίσθημα του αναγνώστη αλλά πάνε ένα βήμα παραπέρα και χαράσσουν την ψυχή του.

Ο Σεπούλβεδα, με το αγαπημένο του σημειωματάριο (το moleskine του) στο χέρι, τριγυρίζει τον κόσμο: Χιλή, Αργεντινή, Ουρουγουάη, Περού, Παραγουάη, Κολομβία, Ισημερινός, Ιταλία, Πορτογαλία, Γαλλία, Ιταλία, Ρωσσία... Πετάει με αεροπλάνο πάνω από τα Στενά του Μαγγελάνου, συναντάει έναν παράξενο εφευρέτη σε κάποιο ορεινό χωριό των Άνδεων, επισκέπτεται ένα ανθρακωρυχείο στην Κολομβία, φιλοξενείται στην καλύβα ενός γέρου ιθαγενή στην ζούγκλα τού Αμαζονίου, κάνει βόλτα στους δρόμους τής Μόσχας μαζί με μια πρώην εκφωνήτρια του ραδιοφώνου, σχεδιάζει πολιτιστικό πρόγραμμα για ένα τηλεοπτικό κανάλι τού Ισημερινού, διασχίζει την Χιλή ίσαμε την Γη του Πυρός, γνωρίζει μια σειρά σημαντικούς ανθρώπους... Το moleskine γεμίζει και ο Σεπούλβεδα συμπυκώνει το περιεχόμενό του σε 25 ιστοριούλες, στις οποίες δεν υπάρχει ούτε μία περιττή λέξη.

Η φωνή της Κάτιας Ολέφσκαγια ήταν η φωνή ενός λαϊκού αγγέλου που από τα κύματα του Ράδιο Μόσχα μάς έστελνε δόσεις ελπίδας στη διάρκεια των πιο σκληρών και σκοτεινών χρόνων της χιλιανής Ιστορίας. Η Κάτια έφυγε από την σοβιετική πατρίδα της που δεν υπάρχει πια, κι έζησε μια εξορία ποτισμένη με ήττα όπως όλες οι εξορίες, κάτω από έναν ουρανό που απέχει πολύ απ' τα συννεφιασμένα μοσχοβίτικα απογεύματα όπου η φωνή της κώρωνε αργά και σταδιακά ώσπου να φτάσει στην πυράκτωση εκείνου του χαιρετισμού που τόσο πολύ αγαπήσαμε όλοι και όλες μας: "Άκου, Χιλή".
...Την είδα στη Μόσχα, λίγο πριν αναχωρήσει για την τελική της εξορία στο Ισραήλ. Κάναμε έναν περίπατο σε μια χειμωνιάτικη Μόσχα και είδαμε ξεπαγιασμένα γεροντάκια να πουλάνε τα παράσημά τους ως ηρώων της Σοβιετικής Ένωσης. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια γριά που πουλούσε ένα ματσάκι φωτογραφίες από τον Δεύτερο Παγκόσμιο. Ήταν φωτογραφίες από τα Ρόδα τουΣτάλινγκραντ, ένα σμήνος με γυναίκες πιλότους που είχε γίνει εφιάλτης των ναζί. Στις φωτογραφίες έβλεπες κάτι όμορφα σοβιετικά κορίτσια, κι ένα απ' αυτά ήταν η γριά που τις πουλούσε. Η Κάτια με κοίταξε με γαλάζια θλίψη, εγώ την έπιασα απ' το χέρι, και διασχίσαμε μαζί τη θάλασσα των ηττημένων...

Δεν χρειάζεται να πω περισσότερα. Απλώς, πρέπει να προσθέσω τα συγχαρητήριά μου στον Αχιλλέα Κυριακίδη, για την θαυμάσια μετάφρασή του (επί τέλους, διαβάζω "της Λίμας" και "της Ζέλιας", σε πείσμα τού αηδιαστικού μπαμπινιώτικου κανόνα ότι τάχα τα ξένα ονόματα δεν κλίνονται) και για το κατατοπιστικώτατο δωδεκασέλιδο λεξικό ονομάτων, έργων και τοπωνυμιών, το οποίο περιλαμβάνεται στο βιβλίο. Οι "Ιστορίες από δω κι από κει" κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Opera και αξίζουν με το παραπάνω τα 11,5 ευρώ που έδωσα για να τις αποκτήσω. Επιβάλλεται να τις διαβάσετε, ώστε να νοιώσετε μια πραγματική μέθεξη, την οποία αποκλείεται να βρείτε σε οποιαδήποτε κυριακάτικη χαζοφυλλάδα με "προσφορές".

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

<<<< Ακου Χιλή >>>>>

μπρρρρρρ τι αίσθημα κουβαλεί μια τόσο μικρή φράση. Οι 2 αυτές λέξεις θα μπορούσαν να ήταν όλο το μυθιστόρημα. Και θα μπορούσε για αυτό ο μεγάλος Σεπούλβεδα να πάρει το μεγάλο το βραβείο της Λογοτεχνίας, και στην τελετή αποδοχής του, θα έλεγε ο τρισμέγιστος "δεν έχουν χαθεί τα πάντα, αλίμονο σε σας λεκέδες είμαστε εδώ και κλαίμε και πηδάμε και πίνουμε και μπύρες και όταν δούμε στην λάσπη ένα αδύναμο μίσχο που καταλήγει σε λουλούδι, το παίρνουμε μαζί μας, σιγά μην τ'αφήσουμε σε'σας, τέρατα".

Το μυθιστόρημα του Αντρέα Καμιλέρι "Ο κλέφτης των κολατσιών" βγήκε και στην ιταλική τηλεόραση (Inspector Mondalbano)

ΑΧΠ