Ο Τζων Μάξγουελ Κουτσέ (John Maxwell Coetzee) καταχωρίστηκε στην χώρα μας ως Τζ. Μ. Κούτσι, αλλά αυτή η αλλοίωση του ονόματός του δεν μειώνει καθόλου την αξία του. Πρόκειται για τον διασημότερο σύγχρονο εκπρόσωπο της νοτιοαφρικανικής λογοτεχνίας, ο οποίος έχει τιμηθεί με δυο βραβεία Booker (1983 και 1999) και με ένα βραβείο Νόμπελ (2003).
Για να κάνουμε την γνωριμία μας με τον Τζ. Μ. Κούτσι (ας δεχτούμε το "ελληνοποιημένο" όνομά του), διάλεξα το βιβλίο του "Τα χρόνια του σιδήρου". Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα γράμμα. Το απευθύνει στην κόρη της (που ζη στο εξωτερικό) μια λευκή νοτιοαφρικανή, η οποία περιμένει το τέλος της, χτυπημένη από τον καρκίνο. Ο Κούτσι βρίσκει την ευκαιρία να καταγράψει το τέλος της εποχής του απαρτχάιντ με έναν μοναδικό τρόπο. Απ' αυτό το -δύσκολο μεν, θαυμάσιο δε- βιβλίο, αντιγράφω δυο αποσπάσματα:
"... Η τηλεόραση. Γιατί βλέπω τηλεόραση; Η παρέλαση των πολιτικών κάθε απόγευμα - αρκεί να δω τα χοντρά, ανέκφραστα μούτα τους, τα τόσο γνώριμα από τα παιδικά μου χρόνια, για να νιώσω μελαγχολία και ναυτία. Οι νταήδες στην τελευταία σειρά θρανίων, τα κοκαλιάρικα και αργόστροφα αγόρια που ανατράφηκαν και προωθήθηκαν για να κυβερνήσουν τη χώρα. Μαζί με τους πατεράδες, τις μανάδες, τος θείους και τις θείες τους, τους αδελφούς και τις αδελφές τους - ένα σμήνος ακρίδων που λυμαίνονται τη χώρα, μασουλάνε αδιάκοπα, καταβροχθίζουν ζωές. Γιατί τους κοιτάω παραδομένη στη φρίκη και στη σιχαμάρα; Γιατί τους επιτρέπω να μπαίνουν σπίτι μου; Επειδή η βασιλεία της οικογένειας των ακρίδων είναι η αλήθεια της Νότιας Αφρικής, και η αλήθεια είναι αυτό που μ' αηδιάζει; Δεν σκοτίζονται πια να διεκδικήσουν τη νομιμότητα. Τη λογική την έκαναν πέρα. Αυτό που τους απορροφά είναι η εξουσία και η αποχαύνωση που φέρνει η εξουσία. Τρώγοντας και συζητώντας, ροκανίζουν ζωές, ρεύονται. Μιλάνε αργά, κι ο ήχος βγαίνει βαρύς, θαρρείς μέσα από τις κοιλιές τους. Κάθονται σε κύκλο, λογομαχούν με στόμφο, εκδίδουν διατάγματα που μοιάζουν με σφυροκοπήματα: θάνατος, θάνατος, θάνατος. Η δυσωδία δεν τους ενοχλεί. Βαριά βλέφαρα, γουρουνίσια μάτια, τύπο καπάτσοι με την καπατσοσύνη που χαρακτήριζε γενιές και γενιές χωριατών. Συνωμοτούν ο ένας εναντίον του άλλου - αργόσυρτες χωριάτικες συνωμοσίες. Αφρικανοί, κοιλαράδες, χοντροσάγονοι άντρες θρονιασμένοι στις πολυθρόνες των γραφείων τους....Συνθλίβουν τα πάντα - η εξουσία τους βρίσκεται στο βάρος τους. Πελώρια αρχίδια σαν των ταύρων συνθλίβουν τις γυναίκες τους, τα παιδιά τους, αφαιρώντας από μέσα τους κάθε σπίθα. Στις καρδιές τους δεν απέμεινε πια ούτε μια σπίθα φωτιάς. Καρδιές νωθρές, βαριές σαν λουκάνικο με το αίμα του..."
"... Γιατί δεν καλώ βοήθεια, γιατί δεν καλώ τον Θεό; Επειδή ο θεός δεν μπορεί να με βοηθήσει. Ο Θεός με γυρεύει αλλά δεν μπορεί να φτάσει ως εμένα. Ο Θεός είναι ένα άλλο σκυλί χαμένο σ' έναν άλλο λαβύρινθο. Μυρίζω τον Θεό και ο Θεός μυρίζει εμένα. Εγώ είμαι το θηλυκό στον οίστρο του, ο Θεός το αρσενικό. Ο Θεός με μυρίζει, δεν σκέφτεται τίποτ' άλλο παρά πώς θα με βρει και θα με πάρει. Χοροπηδάει πάνω κάτω στους μαιάνδρους και γρατζουνάει τον τοίχο. Αλλά έχει χαθεί, όπως κι εγώ έχω χαθεί..."
"Τα χρόνια του σιδήρου" είναι ένα ιδιόμορφο μυθιστόρημα αλλά θα μπορούσε να ήταν ένα ιδιόμορφο ποίημα, ένα ποίημα για τον καρκίνο της πρωταγωνίστριας και για τον καρκίνο του απαρτχάιντ. Κυκλοφορεί σε καλαίσθητη έκδοση 270 σελίδων από το "Μεταίχμιο", σε ρέουσα μετάφραση της Σταυρούλας Αργυροπούλου και κοστίζει περίπου 14 ευρώ. Τολμήστε!
Για να κάνουμε την γνωριμία μας με τον Τζ. Μ. Κούτσι (ας δεχτούμε το "ελληνοποιημένο" όνομά του), διάλεξα το βιβλίο του "Τα χρόνια του σιδήρου". Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα γράμμα. Το απευθύνει στην κόρη της (που ζη στο εξωτερικό) μια λευκή νοτιοαφρικανή, η οποία περιμένει το τέλος της, χτυπημένη από τον καρκίνο. Ο Κούτσι βρίσκει την ευκαιρία να καταγράψει το τέλος της εποχής του απαρτχάιντ με έναν μοναδικό τρόπο. Απ' αυτό το -δύσκολο μεν, θαυμάσιο δε- βιβλίο, αντιγράφω δυο αποσπάσματα:
"... Η τηλεόραση. Γιατί βλέπω τηλεόραση; Η παρέλαση των πολιτικών κάθε απόγευμα - αρκεί να δω τα χοντρά, ανέκφραστα μούτα τους, τα τόσο γνώριμα από τα παιδικά μου χρόνια, για να νιώσω μελαγχολία και ναυτία. Οι νταήδες στην τελευταία σειρά θρανίων, τα κοκαλιάρικα και αργόστροφα αγόρια που ανατράφηκαν και προωθήθηκαν για να κυβερνήσουν τη χώρα. Μαζί με τους πατεράδες, τις μανάδες, τος θείους και τις θείες τους, τους αδελφούς και τις αδελφές τους - ένα σμήνος ακρίδων που λυμαίνονται τη χώρα, μασουλάνε αδιάκοπα, καταβροχθίζουν ζωές. Γιατί τους κοιτάω παραδομένη στη φρίκη και στη σιχαμάρα; Γιατί τους επιτρέπω να μπαίνουν σπίτι μου; Επειδή η βασιλεία της οικογένειας των ακρίδων είναι η αλήθεια της Νότιας Αφρικής, και η αλήθεια είναι αυτό που μ' αηδιάζει; Δεν σκοτίζονται πια να διεκδικήσουν τη νομιμότητα. Τη λογική την έκαναν πέρα. Αυτό που τους απορροφά είναι η εξουσία και η αποχαύνωση που φέρνει η εξουσία. Τρώγοντας και συζητώντας, ροκανίζουν ζωές, ρεύονται. Μιλάνε αργά, κι ο ήχος βγαίνει βαρύς, θαρρείς μέσα από τις κοιλιές τους. Κάθονται σε κύκλο, λογομαχούν με στόμφο, εκδίδουν διατάγματα που μοιάζουν με σφυροκοπήματα: θάνατος, θάνατος, θάνατος. Η δυσωδία δεν τους ενοχλεί. Βαριά βλέφαρα, γουρουνίσια μάτια, τύπο καπάτσοι με την καπατσοσύνη που χαρακτήριζε γενιές και γενιές χωριατών. Συνωμοτούν ο ένας εναντίον του άλλου - αργόσυρτες χωριάτικες συνωμοσίες. Αφρικανοί, κοιλαράδες, χοντροσάγονοι άντρες θρονιασμένοι στις πολυθρόνες των γραφείων τους....Συνθλίβουν τα πάντα - η εξουσία τους βρίσκεται στο βάρος τους. Πελώρια αρχίδια σαν των ταύρων συνθλίβουν τις γυναίκες τους, τα παιδιά τους, αφαιρώντας από μέσα τους κάθε σπίθα. Στις καρδιές τους δεν απέμεινε πια ούτε μια σπίθα φωτιάς. Καρδιές νωθρές, βαριές σαν λουκάνικο με το αίμα του..."
"... Γιατί δεν καλώ βοήθεια, γιατί δεν καλώ τον Θεό; Επειδή ο θεός δεν μπορεί να με βοηθήσει. Ο Θεός με γυρεύει αλλά δεν μπορεί να φτάσει ως εμένα. Ο Θεός είναι ένα άλλο σκυλί χαμένο σ' έναν άλλο λαβύρινθο. Μυρίζω τον Θεό και ο Θεός μυρίζει εμένα. Εγώ είμαι το θηλυκό στον οίστρο του, ο Θεός το αρσενικό. Ο Θεός με μυρίζει, δεν σκέφτεται τίποτ' άλλο παρά πώς θα με βρει και θα με πάρει. Χοροπηδάει πάνω κάτω στους μαιάνδρους και γρατζουνάει τον τοίχο. Αλλά έχει χαθεί, όπως κι εγώ έχω χαθεί..."
"Τα χρόνια του σιδήρου" είναι ένα ιδιόμορφο μυθιστόρημα αλλά θα μπορούσε να ήταν ένα ιδιόμορφο ποίημα, ένα ποίημα για τον καρκίνο της πρωταγωνίστριας και για τον καρκίνο του απαρτχάιντ. Κυκλοφορεί σε καλαίσθητη έκδοση 270 σελίδων από το "Μεταίχμιο", σε ρέουσα μετάφραση της Σταυρούλας Αργυροπούλου και κοστίζει περίπου 14 ευρώ. Τολμήστε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου