Η ύπαρξη των περιορισμών, που είδαμε στο προηγούμενο σημείωμα, δεν εμποδίζει τους μεμονωμένους κεφαλαιοκράτες να επιδιώκουν, ο καθένας για λογαριασμό του, την συνεχή αύξηση της παραγωγής, προσβλέποντας σε περισσότερα κέρδη. Έτσι, ο κάθε κεφαλαιούχος ενεργεί με διπλή στόχευση: πρώτον, την ενίσχυση των δικών του κεφαλαίων (δηλαδή, της δικής του παραγωγής), ώστε να αυξηθούν τα δικά του κέρδη και, δεύτερον, την αποδυνάμωση των ανταγωνιστών του, ώστε να ισχυροποιηθεί η θέση του στην αγορά.
Αυτό το χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού συστήματος έχει ως αποτέλεσμα την κατά καιρούς διατάραξη των ισορροπιών, οι οποίες διευκολύνουν την απρόσκοπτη συνέχιση της παραγωγικής δραστηριότητας και, κατ' επέκταση, της κερδοφορίας. Λογικό, αφού όπως καταλαβαίνει ο καθένας μας, είναι αδύνατον όλοι οι κεφαλαιούχοι να μπορούν να αυξάνουν συνεχώς τα κεφάλαιά τους και να διευρύνουν την παραγωγή και τα κέρδη τους, σε μια κοινωνία της οποίας τα όρια απορρόφησης της παραγωγής είναι συγκεκριμένα και δεν υπάρχει δυνατότητα πωλήσεων πέρα από τα όρια της ζήτησης, όπως αυτά χαράσσονται από τις -καπιταλιστικά δομημένες- παραγωγικές σχέσεις. Γι΄ αυτό, κάθε τόσο, απαιτούνται "αντισταθμιστικές παρεμβάσεις", ώστε να επανέλθουν τα κεφάλαια στα επίπεδα της ικανοποιητικής κερδοφορίας.
Θα μου πείτε ότι δεν νοούνται παρεμβάσεις στον καπιταλισμό, από την στιγμή που αυτός αναπνέει και αναπτύσσεται σε ελεύθερες αγορές και δεν ανέχεται παρεμβάσεις, οι οποίες θα του προκαλέσουν στρεβλώσεις. Καταλαβαίνω την ένσταση σε θεωρητικό επίπεδο, επειδή καταγράφει χαρακτηριστικά ένα από τα αδιέξοδα του καπιταλιστικού συστήματος. Όμως, άλλα υποστηρίζει η θεωρία και άλλα συμβαίνουν στην πράξη. Στην πράξη, απαιτείται μια βίαιη παρέμβαση ώστε το σύστημα να ξεφύγει από το αδιέξοδο και να ξαναρχίσει τον κύκλο του. Αν δεν υπήρχαν τέτοιες παρεμβάσεις, θα φτάναμε στο τέλος του καπιταλισμού. Ας δούμε δυο παραδείγματα, για να καταλάβουμε καλύτερα τα περί παρεμβάσεων.
Πρώτο παράδειγμα. Λέγεται (και είναι σωστό) ότι ένας από τους πλέον κερδοφόρους τομείς για το κεφάλαιο είναι και η βιομηχανία όπλων. Όταν η παραγωγή όπλων αντιμετωπίζει πρόβλημα μειωμένης ζήτησης, το παραγόμενο εμπόρευμα μένει αδιάθετο στις αποθήκες των βιομηχανιών και τα κέρδη του κλάδου κατακρημνίζονται. Επομένως, το συμφέρον του κεφαλαίου είναι να συντηρείται η αυξημένη ζήτηση, ακόμη και με τεχνητούς τρόπους. Με απλά λόγια, οι βιομηχανίες όπλων αντιμετωπίζουν την ειρήνη ως τον μεγαλύτερο εχθρό τους ενώ, αντίθετα, έχουν κάθε συμφέρον να συντηρούν τις υπάρχουσες αιτίες πολέμων αλλά και να φροντίζουν να δημιουργούν καινούργιες. Ας αναρωτηθούμε πόσοι πόλεμοι έγιναν και γίνονται μόνο και μόνο για να μπορούν κάποιοι να πουλάνε κανόνια, άρματα, υποβρύχια ή πολεμικά αεροπλάνα και θα καταλάβουμε.
Το δεύτερο παράδειγμα θα το πάρουμε από όσα έγιναν στον τόπο μας, τα τελευταία χρόνια, στον κλάδο των γαλακτοκομικών προϊόντων. Εδώ κυριαρχούσαν δυο μεγάλες εταιρείες: η ΔΕΛΤΑ του Δασκαλόπουλου και η ΦΑΓΕ των αδελφών Φιλίππου. Σε ένα υποτιθέμενο καθεστώς πλήρους ανταγωνισμού, αυτές οι δυο εταιρείες είχαν δημιουργήσει συνθήκες ολιγοπωλιακού ανταγωνισμού, καταπίνοντας δεκάδες μικρές γαλακτοκομικές βιοτεχνίες. Παράλληλα, με συνεχείς τοποθετήσεις νέων κεφαλαίων και συμπιέζοντας τα κόστη τους εις βάρος των κτηνοτρόφων (αγοράζοντας κοψοχρονιά το γάλα τους), έφτασαν την παραγωγή γάλακτος στα όριά της. Τα κέρδη τους εκτινάχτηκαν αλλά το αδιέξοδο δεν άργησε να εμφανιστεί, αφού οι καταναλωτές, από ένα σημείο και μετά, δεν μπορούσαν να απορροφήσουν όλη την ποσότητα γάλακτος, που ήταν σε θέση να παράγουν οι δυο βιομηχανίες.
Εκεί κορυφώθηκε ο πόλεμος ανάμεσα στις δυο εταιρείες. Ο Δασκαλόπουλος βρήκε στήριξη στα ξένα κεφάλαια της εβραϊκής Danone, με αποτέλεσμα η ΦΑΓΕ να μην αντέξει και να αποχωρήσει από την παραγωγή παστεριωμένου γάλακτος. Η αποχώρηση της ΦΑΓΕ συνοδεύτηκε από απολύσεις προσωπικού, κλείσιμο της γραμμής παραγωγής γάλακτος και συρρίκνωση του δικτύου διακίνησης των προϊόντων της.
Μπορούμε να αποτυπώσουμε το τελευταίο παράδειγμα με τον εξής θεωρητικό τρόπο: Η ολιγοπωλιακή παραγωγή γάλακτος, στοχεύοντας την μεγιστοποίηση του κέρδους, αύξησε τόσο την παραγωγή ώστε ξεπέρασε τα όρια της ζήτησης. Έτσι, το συσσωρευμένο κεφάλαιο (εργοστάσια, επενδύσεις, προϊόντα, εργαζόμενοι κλπ) ακινητοποιήθηκε, ρίχνοντας κατακόρυφα την απόδοσή του. "Αντισταθμιστικά", πάρθηκαν ορισμένα μέτρα (μείωση της τιμής αγοράς γάλακτος, αύξηση της -ολιγοπωλιακά οριζόμενης- τιμής πώλησης), τα οποία καθυστέρησαν την τελική ρήξη. Για να ξαναπάρει μπρος το σύστημα, μόνο ένας τρόπος υπήρχε κι αυτός δεν ήταν παρά η καταστροφή ενός τμήματος του συσσωρευμένου κεφαλαίου (στην θεωρία, αυτή η καταστροφή λέγεται αποεπένδυση). Μοιραία, ξέσπασε εσωτερικός κεφαλαιακός πόλεμος, ο οποίος έκρινε ποιο τμήμα του κεφαλαίου θα καταστρεφόταν.
Ας μη νομίσουμε, όμως, ότι καταστροφή συσσωρευμένου κεφαλαίου γίνεται μόνο με ανοιχτές συγκρούσεις. Στην συνέχεια θα δούμε ότι το οπλοστάσιο του καπιταλισμού είναι πολύ πλούσιο.
Η γλώσσα κόκκαλα τσακίζει
- "Ο λόγος που μ' άφησες έξω από την υπόθεση", είπε ήσυχα, "ήταν ότι νόμισες πως η αστυνομία δεν θα πίστευε ότι σκέτη περιέργεια μ' έσπρωξε να κατέβω εκεί κάτω χτες το βράδυ. Θα υποψιάζονταν ίσως ότι είχα κάποιον ύποπτο λόγο και θα με σφυροκοπούσαν μέχρι να σπάσω".
- "Πώς ξέρεις αν δεν σκέφτηκα το ίδιο πράγμα;"
- "Οι αστυνομικοί είναι κι αυτοί άνθρωποι", είπε ξεκάρφωτα.
- "Έχω ακούσει ότι σαν τέτοιοι ξεκινάνε".
[Ραίημοντ Τσάντλερ, "Αντίο, γλυκειά μου", εκδόσεις Λυχνάρι, 1990 (σελ.: 54)]
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου