Το χαρακτηριστικό που εξετάσαμε στο χτεσινό σημείωμα, αποτελεί νομοτελειακή αρχή του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, η κατανόηση της οποίας μας διευκολύνει να κατανοήσουμε το επόμενο χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλισμού. Αφού, λοιπόν, αυτό το σύστημα θεοποιεί το κέρδος, είναι λογικό ότι η καπιταλιστική παραγωγή διέπεται από αυστηρούς κανόνες και περιορισμούς, οι οποίοι προσδιορίζονται από την κερδοσκοπική δυνατότητα των κεφαλαιοκρατών. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι αυτοί οι κανόνες τηρούνται με θρησκευτική ευλάβεια, όσο ανταγωνιστικά ή άναρχα κι αν εξελίσσεται αυτή η παραγωγή.
Ο σκεπτόμενος αναγνώστης θα διαγνώσει εύκολα την αντίφαση που ενυπάρχει στην παραπάνω διατύπωση: αφού το κέρδος περνάει μέσα από τη συνεχή αύξηση της παραγωγής (ώστε να αυξηθούν οι πωλήσεις που αποφέρουν κέρδος), πώς μπορεί να υπάρχουν περιορισμοί στην παραγωγή; Εδώ βρίσκεται μια από τις εγγενείς αδυναμίες του καπιταλισμού: η ιδιοποίηση του παραγόμενου πλούτου.
Ας δούμε λίγο καλύτερα αυτό το τελευταίο. Η έφεση του καπιταλισμού για μεγιστοποίηση του κέρδους οδηγεί στην ιδιοποίηση του πλούτου εκ μέρους των κεφαλαιοκρατών εις βάρος των εργαζομένων, μέσω της αύξησης της υπεραξίας της εργασίας την οποία καρπούται το κεφάλαιο. Έτσι, ο πλούτος συσσωρεύεται στα χέρια λίγων, μειώνοντας την δυνατότητα των πολλών να καταναλώσουν το σύνολο της παραγωγής. Αυτή η αντίφαση ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση προσδιορίζει και τα όρια της καπιταλιστικής παραγωγής, αφού η αύξηση της παραγωγής δεν μπορεί να συνδυαστεί με αντίστοιχη αύξηση της αγοράς των παραγόμενων προϊόντων, μιας κι είναι εύκολα κατανοητό ότι η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων εξαρτάται απόλυτα από την αξία της εργασίας τους.
Με άλλα λόγια, ο κεφαλαιοκράτης καρπώνεται μεν το κέρδος της υπεραξίας της εργασίας αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί ισόποση μείωση της κατανάλωσης. Αυτό δημιουργεί φαινόμενα ντόμινο: η μείωση της κατανάλωσης οδηγεί σε μείωση της παραγωγής, η μείωση της παραγωγής οδηγεί σε μείωση του εργατικού εισοδήματος κι αυτή έχει ως συνέπεια την περαιτέρω μείωση της κατανάλωσης. Τώρα πια, ακόμη κι ο πλέον αδύνατος νους μπορεί να καταλάβει πώς η τελική κατάληξη αυτών των αλληλοδιάδοχων καταστάσεων δημιουργεί αυτό που μάθαμε να αποκαλούμε "κρίση".
Εκτός, λοιπόν, από το γεγονός ότι η παραγωγή στον καπιταλισμό είναι αποσυνδεδεμένη από τις ανάγκες της κοινωνίας και εξαρτάται αποκλειστικά από το κέρδος του κεφαλαίου, υπάρχουν και συγκεκριμένα όρια του όγκου της παραγωγής, με βάση τις δυνατότητες απορρόφησης των παραγόμενων προϊόντων τις οποίες έχει το μεγάλο μέρος του πληθυσμού, οι λαϊκές μάζες. Αυτό σημαίνει όρια στην ανάπτυξη της παραγωγής, όρια στις θέσεις εργασίας, όρια στο πλαίσιο κάλυψης των κοινωνικών αναγκών και, μαζί με όλα αυτά, όρια και περιορισμούς των δυνατοτήτων ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, οι οποίες αναγκάζονται να μένουν υποταγμένες στα ασφυκτικά όρια που καθορίζουν οι κεφαλαιοκράτες.
Για να καταδείξουμε σαφέστερα αυτή την πραγματικότητα, ας δούμε ένα παράδειγμα. Η δόμηση της οικονομίας έχει να παρουσιάσει μια σειρά διαφόρων επενδύσεων, οι οποίες έχουν διαμορφώσει ένα παραγωγικό δυναμικό. Επειδή, όμως, ισχύουν όσα προαναφέραμε, αυτό το δυναμικό βρίσκεται μονίμως σε κατάσταση υπολειτουργίας. Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΟΒΕ, κατά τον Δεκέμβριο του 2009, το ποσοστό χρησιμοποίησης του εργοστασιακού δυναμικού ήταν 71,4%, ενώ υπήρχαν κλάδοι που το σχετικό ποσοστό ήταν σημαντικά χαμηλότερο (π.χ. στον κλάδο των μεταλλικών προϊόντων ήταν 61,6% ενώ στην επεξεργασία ξύλου και στην κλωστοϋφαντουργία 62%). Δηλαδή, η δυνατότητα παραγωγής ήταν, κατά μέσον όρο, σχεδόν 30% "κρατημένη". Τώρα πια, όποιος κατάλαβε όσα είπαμε παραπάνω, μπορεί άνετα να καταλάβει το γιατί.
Φυσικά, το κεφάλαιο δεν παρακολουθεί παθητικά τις εξελίξεις. Το πώς αντιδρά θα το δούμε στην συνέχεια.
Ο σκεπτόμενος αναγνώστης θα διαγνώσει εύκολα την αντίφαση που ενυπάρχει στην παραπάνω διατύπωση: αφού το κέρδος περνάει μέσα από τη συνεχή αύξηση της παραγωγής (ώστε να αυξηθούν οι πωλήσεις που αποφέρουν κέρδος), πώς μπορεί να υπάρχουν περιορισμοί στην παραγωγή; Εδώ βρίσκεται μια από τις εγγενείς αδυναμίες του καπιταλισμού: η ιδιοποίηση του παραγόμενου πλούτου.
Ας δούμε λίγο καλύτερα αυτό το τελευταίο. Η έφεση του καπιταλισμού για μεγιστοποίηση του κέρδους οδηγεί στην ιδιοποίηση του πλούτου εκ μέρους των κεφαλαιοκρατών εις βάρος των εργαζομένων, μέσω της αύξησης της υπεραξίας της εργασίας την οποία καρπούται το κεφάλαιο. Έτσι, ο πλούτος συσσωρεύεται στα χέρια λίγων, μειώνοντας την δυνατότητα των πολλών να καταναλώσουν το σύνολο της παραγωγής. Αυτή η αντίφαση ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση προσδιορίζει και τα όρια της καπιταλιστικής παραγωγής, αφού η αύξηση της παραγωγής δεν μπορεί να συνδυαστεί με αντίστοιχη αύξηση της αγοράς των παραγόμενων προϊόντων, μιας κι είναι εύκολα κατανοητό ότι η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων εξαρτάται απόλυτα από την αξία της εργασίας τους.
Με άλλα λόγια, ο κεφαλαιοκράτης καρπώνεται μεν το κέρδος της υπεραξίας της εργασίας αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί ισόποση μείωση της κατανάλωσης. Αυτό δημιουργεί φαινόμενα ντόμινο: η μείωση της κατανάλωσης οδηγεί σε μείωση της παραγωγής, η μείωση της παραγωγής οδηγεί σε μείωση του εργατικού εισοδήματος κι αυτή έχει ως συνέπεια την περαιτέρω μείωση της κατανάλωσης. Τώρα πια, ακόμη κι ο πλέον αδύνατος νους μπορεί να καταλάβει πώς η τελική κατάληξη αυτών των αλληλοδιάδοχων καταστάσεων δημιουργεί αυτό που μάθαμε να αποκαλούμε "κρίση".
Εκτός, λοιπόν, από το γεγονός ότι η παραγωγή στον καπιταλισμό είναι αποσυνδεδεμένη από τις ανάγκες της κοινωνίας και εξαρτάται αποκλειστικά από το κέρδος του κεφαλαίου, υπάρχουν και συγκεκριμένα όρια του όγκου της παραγωγής, με βάση τις δυνατότητες απορρόφησης των παραγόμενων προϊόντων τις οποίες έχει το μεγάλο μέρος του πληθυσμού, οι λαϊκές μάζες. Αυτό σημαίνει όρια στην ανάπτυξη της παραγωγής, όρια στις θέσεις εργασίας, όρια στο πλαίσιο κάλυψης των κοινωνικών αναγκών και, μαζί με όλα αυτά, όρια και περιορισμούς των δυνατοτήτων ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, οι οποίες αναγκάζονται να μένουν υποταγμένες στα ασφυκτικά όρια που καθορίζουν οι κεφαλαιοκράτες.
Για να καταδείξουμε σαφέστερα αυτή την πραγματικότητα, ας δούμε ένα παράδειγμα. Η δόμηση της οικονομίας έχει να παρουσιάσει μια σειρά διαφόρων επενδύσεων, οι οποίες έχουν διαμορφώσει ένα παραγωγικό δυναμικό. Επειδή, όμως, ισχύουν όσα προαναφέραμε, αυτό το δυναμικό βρίσκεται μονίμως σε κατάσταση υπολειτουργίας. Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΟΒΕ, κατά τον Δεκέμβριο του 2009, το ποσοστό χρησιμοποίησης του εργοστασιακού δυναμικού ήταν 71,4%, ενώ υπήρχαν κλάδοι που το σχετικό ποσοστό ήταν σημαντικά χαμηλότερο (π.χ. στον κλάδο των μεταλλικών προϊόντων ήταν 61,6% ενώ στην επεξεργασία ξύλου και στην κλωστοϋφαντουργία 62%). Δηλαδή, η δυνατότητα παραγωγής ήταν, κατά μέσον όρο, σχεδόν 30% "κρατημένη". Τώρα πια, όποιος κατάλαβε όσα είπαμε παραπάνω, μπορεί άνετα να καταλάβει το γιατί.
Φυσικά, το κεφάλαιο δεν παρακολουθεί παθητικά τις εξελίξεις. Το πώς αντιδρά θα το δούμε στην συνέχεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου