Αν ζητήσω από κάποιον βιβλιόφιλο να μου αναφέρει έναν τούρκο συγγραφέα, το πιθανότερο είναι να ακούσω το όνομα του Ορχάν Παμούκ. Κι όμως, ο γνωστότερος σύγχρονος συγγραφέας στην γείτονα χώρα ακούει στο όνομα Μουρατχάτ Μουνγκάν. Την γνωριμία μας μαζί του θα κάνουμε σήμερα, μέσα από το βιβλίο του "Τσαντόρ".
Ο ήρωας του "Τσαντόρ" επιστρέφει, από κάπου που δεν ξέρουμε, σε μια πατρίδα που δεν κατονομάζεται και την οποία δεν αναγνωρίζει (ο αναγνώστης υποψιάζεται ότι η ιστορία ξετυλίγεται στο Αφγανιστάν ή στο Ιράκ αλλά τίποτε δεν είναι σίγουρο). Στο διάστημα της απουσίας του, η χώρα του γνώρισε πολέμους και καθεστωτικές αλλαγές. Στην ερειπωμένη του πόλη ψάχνει μάταια να βρει τους δικούς του και την αγαπημένη του. Ελάχιστες γυναίκες κυκλοφορούν στους δρόμους, κι αυτές με μπούργκα. Οι άνθρωποι φαίνονται παραιτημένοι, φοβισμένοι. Η αστυνομία εμφανίζεται από το πουθενά για να τιμωρήσει τους παραπτωματίες: "...μια γυναίκα που η φωνή της είχε ακουστεί κάπως πιο δυνατά, ένας άνδρας που είχε βρεθεί στο δρόμο την ώρα της προσευχής, κάποιος πωλητής που τον είχαν καταγγείλει, κάποιος περαστικός που τους είχε κινήσει την υποψία ότι είχε προβεί σε κάποια άσεμνη χειρονομία, όλοι αυτοί δοκίμαζαν τα μακριά ρόπαλά τους…"
Το "Τσαντόρ" δεν είναι μυθιστόρημα γεγονότων, είναι μυθιστόρημα συναισθημάτων. Τα επεισόδια που συντελούνται είναι ελάχιστα, ο διάλογος ανύπαρκτος, η αφήγηση εστιάζεται στις εντυπώσεις που αποκομίζει ο ήρωας από μια πόλη που αλλιώς την άφησε και αλλιώς τη βρίσκει και στα συναισθήματα που του δημιουργούνται στην απέλπιδα αναζήτηση των δικών του. Το υποτυπώδες σασπένς της αναζήτησης λύνεται στο τέλος, όταν ο πρωταγωνιστής ανακαλύπτει τα ίχνη της μητέρας του, η οποία έχει ξαναπαντρευτεί και ζει σε μια άλλη πόλη. Θα της κτυπήσει την πόρτα, αλλά εκείνη προσποιείται ότι δεν τον αναγνωρίζει και του την κλείνει κατάμουτρα.
Μεγάλο μέρος της αφήγησης εστιάζεται στην εντύπωση που κάνει στον ήρωα η μπούργκα. Όλες οι γυναίκες κυκλοφορούν με μπούργκα. Είναι αδύνατον να αναγνωρίσει τη μητέρα, την αδελφή του ή την αγαπημένη του κάτω από αυτή την αμφίεση. Περιφέρεται στους δρόμους μήπως και τον αναγνωρίσει κάποια απ' αυτές τις γυναίκες, τις οποίες ο Γιασμίνα Χάντρα αποκαλεί "χελιδόνια" ("Τα χελιδόνια της Καμπούλ"). Μάταια.
Αν ο κεντρικός ήρωας του "Τσαντόρ" είναι ο Ακμπάρ (τυχαία η επιλογή του ονόματος ή εσκεμμένη παραπομπή στο "Αλλάχ Ακμπάρ [ο θεός είναι μεγάλος]"; ποιος ξέρει;), η μπούργκα είναι ο συμπρωταγωνιστής. Ο Μουνγκάν μιλάει για τις γυναίκες, αλλά στην πραγματικότητα μιλάει γι αυτήν. "Ενώ στις γυναίκες που κυκλοφορούσαν με καλυμμένο το πρόσωπο έφταναν παλιά τα μακριά σάλια, οι σάρπες, ή και τα τσαντόρ, τώρα είχαν μετατραπεί σε μια σκηνή από ύφασμα, με ένα μεταξωτό καφάσι στο ύψος των ματιών. Καμιά κίνηση του σώματός τους δεν μπορούσε να δρασκελίσει τους λόφους των υφασμάτων, που τις είχαν τυλίξει σαν σκοτεινή σπηλιά, και να φτάσει στον άνθρωπο, για να πιστοποιήσει ότι ήταν γυναίκες. Έβλεπες κάτι υφασμάτινες σκηνές, με κινήσεις, βηματισμό και στάσεις. Μόνο το θρόισμα του υφάσματος, όταν περπατούσαν, έκανε αισθητή την παρουσία τους. Ήταν ο ψίθυρος του σώματός τους...".
Κι όμως, το μυθιστόρημα δεν τιτλοφορείται "Μπούργκα" αλλά "Τσαντόρ". Ο ίδιος ο Μουνγκάν εξηγεί το γιατί: "Ξαφνικά θυμήθηκε τα λόγια κάποιας που είχε γνωρίσει στο εξωτερικό, λόγια στα οποία δεν είχε δώσει τότε σημασία. Η γυναίκα ήταν πολιτική πρόσφυγας και ο Ακμπάρ είχε αποδώσει σ’ αυτό τα λόγια της. ‘‘Το τσαντόρ ανοίγει το δρόμο που οδηγεί στην μπούργκα’’"
Το "Τσαντόρ" προκάλεσε αναταραχή, όταν πρωτοκυκλοφόρησε στην Τουρκία το 2004. Ο Μουνγκάν απογυμνώνει στα μάτια μας τον κίνδυνο του ισλαμικού φονταμενταλισμού και μας καλεί να εξεγερθούμε εναντίον εκείνων -προσώπων ή καταστάσεων- που πνίγουν την ελπίδα και την ομορφιά. Κι επειδή ο Μουνγκάν είναι ένας πραγματικά μεγάλος λογοτέχνης, δεν χρειάζεται περισσότερες από 100 αραιογραμμένες σελίδες για να ολοκληρώσει την εξαιρετική δημιουργία του. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τον "Καστανιώτη" και στοιχίζει περίπου 8,5 ευρώ (ακριβώς όσο δυο ευτελείς κυριακάτικες φυλλάδες με "προσφορές"). Απολαύστε!
Ο ήρωας του "Τσαντόρ" επιστρέφει, από κάπου που δεν ξέρουμε, σε μια πατρίδα που δεν κατονομάζεται και την οποία δεν αναγνωρίζει (ο αναγνώστης υποψιάζεται ότι η ιστορία ξετυλίγεται στο Αφγανιστάν ή στο Ιράκ αλλά τίποτε δεν είναι σίγουρο). Στο διάστημα της απουσίας του, η χώρα του γνώρισε πολέμους και καθεστωτικές αλλαγές. Στην ερειπωμένη του πόλη ψάχνει μάταια να βρει τους δικούς του και την αγαπημένη του. Ελάχιστες γυναίκες κυκλοφορούν στους δρόμους, κι αυτές με μπούργκα. Οι άνθρωποι φαίνονται παραιτημένοι, φοβισμένοι. Η αστυνομία εμφανίζεται από το πουθενά για να τιμωρήσει τους παραπτωματίες: "...μια γυναίκα που η φωνή της είχε ακουστεί κάπως πιο δυνατά, ένας άνδρας που είχε βρεθεί στο δρόμο την ώρα της προσευχής, κάποιος πωλητής που τον είχαν καταγγείλει, κάποιος περαστικός που τους είχε κινήσει την υποψία ότι είχε προβεί σε κάποια άσεμνη χειρονομία, όλοι αυτοί δοκίμαζαν τα μακριά ρόπαλά τους…"
Το "Τσαντόρ" δεν είναι μυθιστόρημα γεγονότων, είναι μυθιστόρημα συναισθημάτων. Τα επεισόδια που συντελούνται είναι ελάχιστα, ο διάλογος ανύπαρκτος, η αφήγηση εστιάζεται στις εντυπώσεις που αποκομίζει ο ήρωας από μια πόλη που αλλιώς την άφησε και αλλιώς τη βρίσκει και στα συναισθήματα που του δημιουργούνται στην απέλπιδα αναζήτηση των δικών του. Το υποτυπώδες σασπένς της αναζήτησης λύνεται στο τέλος, όταν ο πρωταγωνιστής ανακαλύπτει τα ίχνη της μητέρας του, η οποία έχει ξαναπαντρευτεί και ζει σε μια άλλη πόλη. Θα της κτυπήσει την πόρτα, αλλά εκείνη προσποιείται ότι δεν τον αναγνωρίζει και του την κλείνει κατάμουτρα.
Μεγάλο μέρος της αφήγησης εστιάζεται στην εντύπωση που κάνει στον ήρωα η μπούργκα. Όλες οι γυναίκες κυκλοφορούν με μπούργκα. Είναι αδύνατον να αναγνωρίσει τη μητέρα, την αδελφή του ή την αγαπημένη του κάτω από αυτή την αμφίεση. Περιφέρεται στους δρόμους μήπως και τον αναγνωρίσει κάποια απ' αυτές τις γυναίκες, τις οποίες ο Γιασμίνα Χάντρα αποκαλεί "χελιδόνια" ("Τα χελιδόνια της Καμπούλ"). Μάταια.
Αν ο κεντρικός ήρωας του "Τσαντόρ" είναι ο Ακμπάρ (τυχαία η επιλογή του ονόματος ή εσκεμμένη παραπομπή στο "Αλλάχ Ακμπάρ [ο θεός είναι μεγάλος]"; ποιος ξέρει;), η μπούργκα είναι ο συμπρωταγωνιστής. Ο Μουνγκάν μιλάει για τις γυναίκες, αλλά στην πραγματικότητα μιλάει γι αυτήν. "Ενώ στις γυναίκες που κυκλοφορούσαν με καλυμμένο το πρόσωπο έφταναν παλιά τα μακριά σάλια, οι σάρπες, ή και τα τσαντόρ, τώρα είχαν μετατραπεί σε μια σκηνή από ύφασμα, με ένα μεταξωτό καφάσι στο ύψος των ματιών. Καμιά κίνηση του σώματός τους δεν μπορούσε να δρασκελίσει τους λόφους των υφασμάτων, που τις είχαν τυλίξει σαν σκοτεινή σπηλιά, και να φτάσει στον άνθρωπο, για να πιστοποιήσει ότι ήταν γυναίκες. Έβλεπες κάτι υφασμάτινες σκηνές, με κινήσεις, βηματισμό και στάσεις. Μόνο το θρόισμα του υφάσματος, όταν περπατούσαν, έκανε αισθητή την παρουσία τους. Ήταν ο ψίθυρος του σώματός τους...".
Κι όμως, το μυθιστόρημα δεν τιτλοφορείται "Μπούργκα" αλλά "Τσαντόρ". Ο ίδιος ο Μουνγκάν εξηγεί το γιατί: "Ξαφνικά θυμήθηκε τα λόγια κάποιας που είχε γνωρίσει στο εξωτερικό, λόγια στα οποία δεν είχε δώσει τότε σημασία. Η γυναίκα ήταν πολιτική πρόσφυγας και ο Ακμπάρ είχε αποδώσει σ’ αυτό τα λόγια της. ‘‘Το τσαντόρ ανοίγει το δρόμο που οδηγεί στην μπούργκα’’"
Το "Τσαντόρ" προκάλεσε αναταραχή, όταν πρωτοκυκλοφόρησε στην Τουρκία το 2004. Ο Μουνγκάν απογυμνώνει στα μάτια μας τον κίνδυνο του ισλαμικού φονταμενταλισμού και μας καλεί να εξεγερθούμε εναντίον εκείνων -προσώπων ή καταστάσεων- που πνίγουν την ελπίδα και την ομορφιά. Κι επειδή ο Μουνγκάν είναι ένας πραγματικά μεγάλος λογοτέχνης, δεν χρειάζεται περισσότερες από 100 αραιογραμμένες σελίδες για να ολοκληρώσει την εξαιρετική δημιουργία του. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τον "Καστανιώτη" και στοιχίζει περίπου 8,5 ευρώ (ακριβώς όσο δυο ευτελείς κυριακάτικες φυλλάδες με "προσφορές"). Απολαύστε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου