Το 1953 ήταν μια καλή χρονιά για τους αριθμούς της ελληνικής οικονομίας. Τα μέτρα του Μαρκεζίνη από τη μια (κυρίως η υποτίμηση της δραχμής κατά 50% έναντι του δολλαρίου) και οι συγκυρίες από την άλλη (εξαιρετική σοδειά, πτώση του χρυσού, άνοιγμα των ανατολικών αγορών κλπ) βόηθησαν στην αύξηση του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος κατά 13,1% και της βιομηχανικής παραγωγής κατά 12,6% ενώ έντονη κάμψη σημείωσαν τα ελλείμματα του εμπορικού ισοζυγίου και των τρεχουσών συναλλαγών.
Παρά ταύτα, όπως σημειώνει ο Ιωάννης Ζίγδης, η ακολουθούμενη πολιτική "μετέθετε όλον το βάρος της περιστολής της καταναλώσεως εις τους μικροτέρων εισοδημάτων πολίτας, διά της καθηλώσεως μισθών και ημερομισθίων εν συνδυασμώ με την αύξησιν των εμμέσων φόρων, ενώ άφηνε πλήρη ελευθερίαν διαθέσεως του εισοδήματος εις τας άλλας τάξεις". Αλλά και ο Ξενοφών Ζολώτας παρατηρεί ότι η φορολογική πολιτική του Συναγερμού προκάλεσε "ουσιώδη αύξησιν της επιβαρύνσεως των κατωτέρων εισοδηματιών τάξεων" και "επέτεινε την φορολογικήν ανισότητα". Στην πραγματικότητα, δηλαδή, κατά το "καλό" 1953 συντελέσθηκε μια νέα ανακατανομή του εισοδήματος εις βάρος των λαϊκών τάξεων.
Την εποχή αυτή σκληραίνει η στάση του καθεστώτος απέναντι στην αριστερά για δυο λόγους. Ο ένας είναι η ανασύσταση των παράνομων οργανώσεων του ΚΚΕ. Ο δεύτερος είναι ότι η πολιτική της αριστεράς βρίσκει όλο και μεγαλύτερη απήχηση στον λαό. Παρά την "ευημερία των αριθμών", το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων χειροτερεύει και ο αριθμός των ανέργων δεν λέει να μειωθεί. Αλλά και κατά το 1954 βελτιώνονται οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας και χειροτερεύει η κατάσταση για τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Ενδεικτικό της φτώχειας είναι το γεγονός ότι οι φυματικοί του ΙΚΑ φτάνουν τον τρομακτικό αριθμό του μισού εκατομμυρίου.
Η λαϊκή δυσαρέσκεια ανοίγει τις πρώτες συζητήσεις για διαρθρωτικές αλλαγές και για την ανάγκη επιτάχυνσης των βασικών έργων τα οποία απαιτεί η εκβιομηχάνιση της χώρας. Οι ελπίδες που έχει στηρίξει η κυβέρνηση στην προσέλκυση ξένων κεφαλαίων δεν έχουν ακόμη επαληθευτεί, αφού οι ξένοι κεφαλαιούχοι αδιαφορούν. Ο Μαρκεζίνης εξακολουθεί να "παίζει" με την δραχμή αλλά είναι σαφές ότι με τα μονεταριστικά παιχνίδια δεν βρίσκεται διέξοδος στα προβλήματα. Η Διεθνής Τράπεζα εξακολουθεί να απαιτεί ρύθμιση των παλαιών χρεών για να συγκατατεθεί στην χορήγηση νέου δανείου. Μπροστά στο έντονο πρόβλημα ρευστότητας, η κυβέρνηση προσφεύγει σε ομολογιακό δάνειο εσωτερικού τριακοσίων εκατομμυρίων νέων δραχμών (από την πρωτομαγιά του 1954 έχουν κοπεί τα τρία μηδενικά και κάθε "νέα" δραχμή ισούται πλέον προς 1000 παλιές). Για την επιτυχία της έκδοσης απευθύνει εκκλήσεις όχι μόνο η κυβέρνηση αλλά και το παλάτι. Τελικά, ο στόχος επιτυγχάνεται, μόνο που κερδισμένοι (ως συνήθως) θα βγουν όσοι έχουν λεφτά για να αγοράσουν ομολογίες.
Μέσα στο 1954 τελειώνει το υδροηλεκτρικό εργοστάσιο Λούρου και αρχίζουν οι εργασίες για τα φράγματα Αχελώου, Αξιού και Αλιάκμονα. Παράλληλα, η κυβέρνηση ανακοινώνει την πρόθεσή της να κατασκευάσει κρατικό διυλιστήριο πετρελαίου αλλά και να αξιοποιήσει την Υλίκη για την ύδρευση της πρωτεύουσας. Παρ' όλα αυτά, η αξιοποίηση των ενεργειακών δυνατοτήτων του τόπου προχωράει με ρυθμό χελώνας, αφού η χώρα παραμένει δέσμια των αποικιοκρατικών συμβάσεων που έχουν υπογράψει οι κυβερνήσεις της όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Έχει μισάσει πια το 1954 και ο Παπάγος φεύγει για την Βόννη, προκειμένου να ανταποδώσει την προηγηθείσα επίσκεψη Αντενάουερ. Βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι: από τη μια θέλουμε να επενδυθούν γερμανικά κεφάλαια στον τόπο κι από την άλλη υπάρχει το ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων και του κατοχικού "δανείου". Αλλά μ' αυτό το θέμα θα ασχοληθούμε στο επόμενο σημείωμα.
Παρά ταύτα, όπως σημειώνει ο Ιωάννης Ζίγδης, η ακολουθούμενη πολιτική "μετέθετε όλον το βάρος της περιστολής της καταναλώσεως εις τους μικροτέρων εισοδημάτων πολίτας, διά της καθηλώσεως μισθών και ημερομισθίων εν συνδυασμώ με την αύξησιν των εμμέσων φόρων, ενώ άφηνε πλήρη ελευθερίαν διαθέσεως του εισοδήματος εις τας άλλας τάξεις". Αλλά και ο Ξενοφών Ζολώτας παρατηρεί ότι η φορολογική πολιτική του Συναγερμού προκάλεσε "ουσιώδη αύξησιν της επιβαρύνσεως των κατωτέρων εισοδηματιών τάξεων" και "επέτεινε την φορολογικήν ανισότητα". Στην πραγματικότητα, δηλαδή, κατά το "καλό" 1953 συντελέσθηκε μια νέα ανακατανομή του εισοδήματος εις βάρος των λαϊκών τάξεων.
Την εποχή αυτή σκληραίνει η στάση του καθεστώτος απέναντι στην αριστερά για δυο λόγους. Ο ένας είναι η ανασύσταση των παράνομων οργανώσεων του ΚΚΕ. Ο δεύτερος είναι ότι η πολιτική της αριστεράς βρίσκει όλο και μεγαλύτερη απήχηση στον λαό. Παρά την "ευημερία των αριθμών", το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων χειροτερεύει και ο αριθμός των ανέργων δεν λέει να μειωθεί. Αλλά και κατά το 1954 βελτιώνονται οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας και χειροτερεύει η κατάσταση για τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Ενδεικτικό της φτώχειας είναι το γεγονός ότι οι φυματικοί του ΙΚΑ φτάνουν τον τρομακτικό αριθμό του μισού εκατομμυρίου.
Η λαϊκή δυσαρέσκεια ανοίγει τις πρώτες συζητήσεις για διαρθρωτικές αλλαγές και για την ανάγκη επιτάχυνσης των βασικών έργων τα οποία απαιτεί η εκβιομηχάνιση της χώρας. Οι ελπίδες που έχει στηρίξει η κυβέρνηση στην προσέλκυση ξένων κεφαλαίων δεν έχουν ακόμη επαληθευτεί, αφού οι ξένοι κεφαλαιούχοι αδιαφορούν. Ο Μαρκεζίνης εξακολουθεί να "παίζει" με την δραχμή αλλά είναι σαφές ότι με τα μονεταριστικά παιχνίδια δεν βρίσκεται διέξοδος στα προβλήματα. Η Διεθνής Τράπεζα εξακολουθεί να απαιτεί ρύθμιση των παλαιών χρεών για να συγκατατεθεί στην χορήγηση νέου δανείου. Μπροστά στο έντονο πρόβλημα ρευστότητας, η κυβέρνηση προσφεύγει σε ομολογιακό δάνειο εσωτερικού τριακοσίων εκατομμυρίων νέων δραχμών (από την πρωτομαγιά του 1954 έχουν κοπεί τα τρία μηδενικά και κάθε "νέα" δραχμή ισούται πλέον προς 1000 παλιές). Για την επιτυχία της έκδοσης απευθύνει εκκλήσεις όχι μόνο η κυβέρνηση αλλά και το παλάτι. Τελικά, ο στόχος επιτυγχάνεται, μόνο που κερδισμένοι (ως συνήθως) θα βγουν όσοι έχουν λεφτά για να αγοράσουν ομολογίες.
Μέσα στο 1954 τελειώνει το υδροηλεκτρικό εργοστάσιο Λούρου και αρχίζουν οι εργασίες για τα φράγματα Αχελώου, Αξιού και Αλιάκμονα. Παράλληλα, η κυβέρνηση ανακοινώνει την πρόθεσή της να κατασκευάσει κρατικό διυλιστήριο πετρελαίου αλλά και να αξιοποιήσει την Υλίκη για την ύδρευση της πρωτεύουσας. Παρ' όλα αυτά, η αξιοποίηση των ενεργειακών δυνατοτήτων του τόπου προχωράει με ρυθμό χελώνας, αφού η χώρα παραμένει δέσμια των αποικιοκρατικών συμβάσεων που έχουν υπογράψει οι κυβερνήσεις της όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Έχει μισάσει πια το 1954 και ο Παπάγος φεύγει για την Βόννη, προκειμένου να ανταποδώσει την προηγηθείσα επίσκεψη Αντενάουερ. Βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι: από τη μια θέλουμε να επενδυθούν γερμανικά κεφάλαια στον τόπο κι από την άλλη υπάρχει το ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων και του κατοχικού "δανείου". Αλλά μ' αυτό το θέμα θα ασχοληθούμε στο επόμενο σημείωμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου