Να πάρω ως δεδομένο ότι ο ανταγωνισμός γίνεται όλο και πιο αδυσώπητος προϊόντος του χρόνου. Ουδείς επιχειρηματίας επενδύει αν δεν εξασφαλίσει πρώτα τις καλύτερες δυνατές συνθήκες, το καλύτερο οικονομικό περιβάλλον. Αυτό το περιβάλλον αποτελεί την συνισταμένη πολλών συνιστωσών: πολιτική σταθερότητα, φορολογία, κόστος εργασίας, κόστος χρήματος, κοινωνικές παράμετροι, ειδικευμένο προσωπικό κλπ. Συνεπώς, οποιαδήποτε χώρα επιθυμεί να προσελκύσει τις απαραίτητες για την ανάπτυξή της επενδύσεις οφείλει να εξασφαλίσει στους υποψήφιους επενδυτές το περιβάλλον που επιζητούν, φροντίζοντας για την βελτίωση των συνιστωσών του.
Τι κάνει, λοιπόν, η Ελλάδα σήμερα; Διαπιστώνει την διαρροή επνδύσεων προς άλλες χώρες με χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο και προσπαθεί να καταστήσει ανταγωνιστική την οικονομία της διά της μειώσεως των εργατικών αποδοχών στα επίπεδα αυτών των χωρών. Χρησιμοποιεί, δηλαδή, το χοντροκομμένο επιχείρημα-σοφιστεία ότι έτσι δεν θα φεύγουν οι επενδύσεις από τον τόπο μας, θα μειωθεί η ανεργία και θα αυξηθούν οι ρυθμοί ανάπτυξης.
Πόσο σοβαρό επιστημονικό υπόβαθρο μπορεί να έχει κάποιος που υποστηρίζει ότι η ανάπτυξη της οικονομίας και η μείωση της ανεργίας πρέπει να επιτευχθούν διά της χειροτερεύσεως του επιπέδου ζωής; Πόσο επιστημονικά ορθή μπορεί να είναι η άποψη ότι ο πλούτος μιας χώρας είναι ευθέως ανάλογος της φτώχειας των πολιτών της; Δυστυχώς, η δεξιά οικονομική πολιτική είναι τόσο κοντόφθαλμη ώστε δυσκολεύεται (ή, μήπως, δεν θέλει;) να καταλάβει ότι, εκτός από τον περιορισμό του εργατικού εισοδήματος, υπάρχουν πολλά άλλα πράγματα που μπορούν να γίνουν ώστε να καταστήσουν ανταγωνιστικότερη την οικονομία μας.
Για παράδειγμα, η εξαφάνιση της ηλίθιας γραφειοκρατίας (δυο μήνες τρέξιμο από υπηρεσία σε υπηρεσία για να ανοίξεις ένα απλό εστιατόριο;), η άρση των αντικινήτρων (γιατί φορολογούνται οι επιδοτήσεις;) και η φορολογική σταθερότητα (αναδρομική φορολογία των από πενταετίας δημιουργημένων αφορολόγητων αποθεματικών;) αποτελούν απλά και ανώδυνα βήματα προς την σωστή κατεύθυνση και, μάλιστα, με όφελος πολλαπλάσιο ενός παγώματος των μισθών ή μιας ανατροπής συλλογικής συμβάσεως εργασίας.
Μια αριστερή οικονομική πολιτική θα φρόντιζε και για άλλα πράγματα. Λόγου χάρη, θα χάραζε ένα πρόγραμμα αναβάθμισης της παιδείας και θα φρόντιζε για την επιμόρφωση του εργατικού δυναμικού γιατί γνωρίζει πως η βελτίωση του επιπέδου της στελεχικής πυραμίδας (από την κορυφή των διοικούντων ως την βάση των χειρωνακτών) συντελεί αναπόδραστα στην βελτίωση των παραγωγικών μονάδων. Μια αριστερή οικονομική πολιτική θα καταλάβαινε ότι η αύξηση του πλούτου των εργαζομένων δημιουργεί ευτυχή οικονομία ενώ η αύξηση της φτώχειας παράγει μόνον ευτυχείς επιχειρηματίες.
Σημείωση: προτιμώ τους όρους "δεξιά" ή "αριστερή" όταν μιλάω για οικονομική πολιτική επειδή δημιουργούν πιο αδρές εικόνες από τους όρους "συντηρητική" ή "προοδευτική", οι οποίοι μου φαίνονται ελαφρώς...νερόβραστοι.
Η γλώσσα κόκκαλα τσακίζει
- "Ο λόγος που μ' άφησες έξω από την υπόθεση", είπε ήσυχα, "ήταν ότι νόμισες πως η αστυνομία δεν θα πίστευε ότι σκέτη περιέργεια μ' έσπρωξε να κατέβω εκεί κάτω χτες το βράδυ. Θα υποψιάζονταν ίσως ότι είχα κάποιον ύποπτο λόγο και θα με σφυροκοπούσαν μέχρι να σπάσω".
- "Πώς ξέρεις αν δεν σκέφτηκα το ίδιο πράγμα;"
- "Οι αστυνομικοί είναι κι αυτοί άνθρωποι", είπε ξεκάρφωτα.
- "Έχω ακούσει ότι σαν τέτοιοι ξεκινάνε".
[Ραίημοντ Τσάντλερ, "Αντίο, γλυκειά μου", εκδόσεις Λυχνάρι, 1990 (σελ.: 54)]
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου