Η επιστροφή του Ανδρέα σηματοδότησε την ξεκάθαρη πορεία της Ελλάδας στα ευρωπαϊκά μονοπάτια, μακρυά από κάθε σοσιαλιστική παρεκτροπή. Από την πρώτη στιγμή ο πρωθυπουργός έδειξε ότι θα επεδίωκε την ταχύτατη ενσωμάτωση της χώρας στην Ευρώπη μέσω της συνθήκης του Μάαστριχτ. "Ή θα αφανίσουμε το δημόσιο χρέος ή θα μας αφανίσει εκείνο", δήλωσε ξεκάθαρα.
Το χρηματοδοτικό πρόβλημα ήταν έντονο. Ο προϋπολογισμός είχε εκτροχιαστεί, η χρηματοδότηση των ελλειμμάτων είχε καταντήσει αρρώστια, η υπεραπόδοση των τίτλων του δημοσίου εξακολουθούσε να τρέφει τους "ραντιέρηδες" και οι επενδύσεις ήσαν σχεδόν ανύπαρκτες. Ο Ανδρέας έστειλε στο υπουργείο εθνικής οικονομίας τον -ήδη άρρωστο- Γιώργο Γεννηματά κι εκείνος έστειλε ως υφυπουργό στο Γενικό Λογιστήριο έναν άσημο τότε βουλευτή, τον Αλέκο Παπαδόπουλο.
Σε πρώτη φάση, το οικονομικό επιτελείο έδωσε έμφαση στην σύντομη κατάρτιση ενός σφιχτού νέου προϋπολογισμού, ώστε να δοθεί σήμα στις αγορές ότι το πρόβλημα ελέγχεται. Αυξήθηκαν οι ειδικοί φόροι σε τσιγάρα και ποτά, ελήφθησαν μέτρα κατά του λαθρεμπορίου, ασκήθηκαν πιέσεις για την αύξηση των εισπράξεων από ΦΠΑ και θεσπίστηκε γενναία ρύθμιση (περαίωση) των φορολογικών υποθέσεων. Παράλληλα, ο πεισματάρης Παπαδόπουλος έκλεινε όποια στρόφιγγα δημόσια δαπάνης μπορούσε, προσπαθώντας να συμμαζέψει τα έξοδα. Ο Ανδρέας ενέκρινε απόλυτα την περιοριστική πολιτική των υπουργών του, επειδή ήθελε να δώσει καλά δείγματα στους ευρωπαίους εταίρους του. Πίστευε ότι, αν βελτίωνε την εικόνα της χώρας και πετύχαινε την σύγκλιση, θα άνοιγαν οι κρουνοί του ευρωπαϊκού χρήματος μέσω του Β' (αρχικά) και του Γ' (αργότερα) Κοινοτικού Πλαισίου Σύγκλισης.
Ο λαός παρακολουθούσε μουδιασμένος. Εϊχε υποστεί τα πάνδεινα από την νεοδημοκρατική κυβέρνηση (αξέχαστο έμεινε το "0+0=14%" του Μητσοτάκη) και προκοπή δεν έβλεπε. Η όλη επιχείρηση διόρθωσης των δημοσίων οικονομικών βύθισε την οικονομία, αφαίρεσε κάθε διάθεση για επενδύσεις και οδήγησε τον τόπο σε ύφεση. Οι μικρομεσαίοι ένοιωσαν για πρώτη φορά την πίεση των πολυκαταστημάτων και των μεγάλων αλυσίδων και τα λουκέτα άρχισαν να γίνονται αφίσες. Η πολιτική λιτότητας σε συνδυασμό με την προσπάθεια αποκρατικοποιήσεων και με την συνοδεία ενός κοινωνικά ανάλγητου πολιτικού τσαμπουκά, έδωσαν τα πρώτα σημάδια ενός επερχόμενου βάρβαρου και ασύδοτου καπιταλισμού, ο οποίος απειλούσε ανοιχτά με κοινωνικές επεμβάσεις που θα άφηναν πίσω τους πολλά θύματα.
Ο Ανδρέας καταλάβαινε ότι ο φιλελευθερισμός και η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας θα σάρωναν τα πάντα σε λίγο και αποφάσισε να "παίξει" με την διοχέτευση των κοινοτικών πόρων σε μεγάλα δημόσια έργα, ώστε να τονώσει την υποτονική αγορά. Αυτή η "δουλειά" ανατέθηκε στον Κώστα Λαλιώτη, ο οποίος από τη μια άλλαξε τον μηχανισμό ανάθεσης δημοσίων έργων κι από την άλλη έστρωσε τον δρόμο για την σύσταση μεγάλων κατασκευαστικών ομίλων, οι οποίοι θα αναλάμβαναν αυτά τα έργα. Αυτή η εποχή χαρακτηρίστηκε από τις κόντρες ανάμεσα στους εργολάβους. Ο Εμφιετζόγλου, ως προσωπικός φίλος του Μητσοτάκη, είχε στήσει τις "μηχανές" του από την περίοδο 1990-1993 και ο Λαλιώτης του έκανε χαλάστρα. Τα μέτρα Λαλιώτη έβαλαν στο παιχνίδι τον Μπόμπολα με τον Κούτρα, και τους αδελφούς Καλιτσάντση με την οικογένεια Τρίχα από τον Βόλο. "Άκτωρ", "Ελληνική Τεχνοδομική" και "Τεχνική Εταιρεία Βόλου" γίνονται leader της κατασκευαστικής αγοράς και -ουσιαστικά- ελέγχουν τα μεγάλα έργα.
Στις αρχές του 1994 έπρεπε το κράτος να βγει για δανεικά στις αγορές. Μέχρι τότε, όποτε υπήρχε ανάγκη για λεφτά, η κυβέρνηση καλυπτόταν από την Τράπεζα της Ελλάδος. Έτσι, το κράτος εύρισκε πόρους με χαμηλό και ελεγχόμενο κόστος (π.χ. όλα τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας ήσαν υποχρεωμένα να τοποθετούν το 40% των καταθέσεών τους σε τίτλους του δημοσίου). Ουσιαστικά, το κράτος απολάμβανε προνομιακή χρηματοδότηση από τις τράπεζες. Όμως, η συνθήκη του Μάαστριχτ απαγόρευε αυτές τις πρακτικές και υποχρέωνε την χώρα να ζητήσει δανεικά από τις αγορές.
Το σοκ ήταν μεγάλο, για ένα σύστημα που είχε μάθει στον προστατευτισμό. Η πίεση στην δραχμή άρχισε να εντείνεται και μέχρι τον Μάιο είχε γίνει αφόρητη. Ευτυχώς, ο Γιώργος Μίρκος (τότε διοικητής της Εθνικής και προσωπικός φίλος του Ανδρέα, ο οποίος διεδέχθη τον δολοφονημένο από την "17 Νοέμβρη" Μιχάλη Βρανόπουλο), υπό τις ευλογίες της Ντώυτσε Μπανκ, έθεσε όλες τις δυνάμεις της Εθνικής Τράπεζας στην προστασία της δραχμής. Σύντομα, τα υψηλά επιτόκια άρχισαν να κατρακυλούν και οι "ραντιέρηδες" δέχτηκαν τεράστιο πλήγμα. Όμως, όλα έδειχναν πως ο δρόμος για την ΟΝΕ δεν θα ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Κι αυτό το κατάλαβαν όχι μόνο οι Έλληνες αλλά όλες οι ευρωπαϊκές χώρες.
Εκεί, στα τέλη του 1994, έκανε την πρώτη της εμφάνιση η "δημιουργική λογιστική", για την οποία ειπώθηκαν πολλά τα επόμενα χρόνια. Σ' αυτήν θα αναφερθούμε εκτενέστερα στο επόμενο σημείωμα.
Η γλώσσα κόκκαλα τσακίζει
- "Ο λόγος που μ' άφησες έξω από την υπόθεση", είπε ήσυχα, "ήταν ότι νόμισες πως η αστυνομία δεν θα πίστευε ότι σκέτη περιέργεια μ' έσπρωξε να κατέβω εκεί κάτω χτες το βράδυ. Θα υποψιάζονταν ίσως ότι είχα κάποιον ύποπτο λόγο και θα με σφυροκοπούσαν μέχρι να σπάσω".
- "Πώς ξέρεις αν δεν σκέφτηκα το ίδιο πράγμα;"
- "Οι αστυνομικοί είναι κι αυτοί άνθρωποι", είπε ξεκάρφωτα.
- "Έχω ακούσει ότι σαν τέτοιοι ξεκινάνε".
[Ραίημοντ Τσάντλερ, "Αντίο, γλυκειά μου", εκδόσεις Λυχνάρι, 1990 (σελ.: 54)]
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου