Οι εκλογές της 18ης Ιουνίου 1989 απετέλεσαν το πρελούδιο ενός πολιτικού θρίλερ που βάσταξε σχεδόν έναν χρόνο. Η Νέα Δημοκρατία πήρε 44,25% αλλά το ΠΑΣΟΚ άντεξε στην -αναμενόμενη για πολλούς- διάλυση και μάζεψε το διόλου ευκαταφρόνητο 39,15%. Δυστυχώς, όμως, για τον Μητσοτάκη, ο εκλογικός νόμος Κουτσόγιωργα του έδωσε μόλις 145 βουλευτές. Παίχτηκε σκληρό πολιτικό πόκερ για αρκετές ημέρες, μέχρι που ο ενιαίος "Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου" (ΚΚΕ, ΚΚΕ εσωτερικού, ΕΑΡ κλπ) συμφώνησε με την Νέα Δημοκρατία σε κυβέρνηση συνεργασίας υπό την προεδρία του Τζαννή Τζαννετάκη.
Οι περισσότεροι υπουργοί εκείνης της κυβέρνησης προέρχονταν από την Νέα Δημοκρατία αλλά ο Συνασπισμός είχε τον δικό του ρόλο. Όταν, για παράδειγμα, ο φουλ νεοφιλελεύθερος Ανδρέας Ανδριανόπουλος θέλησε να απελευθερώσει την τιμή του ψωμιού (θεωρώντας, προφανώς, ότι θα ήταν πολύ εύκολο να ξεκινήσει την απελευθέρωση της αγοράς από το ψωμί), ο Δραγασάκηςτου χάλασε τα σχέδια, αφήνοντάς τον να ωρύεται. Από διαβολική σύμπτωση, εκείνες τις ημέρες είχαν ξεσπάσει αιματηρά επεισόδια στην Τυνησία με αφορμή την απελευθέρωση της τιμής του ψωμιού!
Το μεγάλο πατατράκ, όμως, έγινε στην οικονομία. Ο Αντώνης Σαμαράς, ως υπουργός Οικονομικών, άρχισε να σκορπάει χρήμα ανεξέλεγκτα, προσπαθώντας να χτίσει το φιλολαϊκό προφίλ της Νέας Δημοκρατίας. Εκτός από τις δίχως μέτρο παροχές, ο Σαμαράς προσέφερε σχεδόν φορολογική αμνηστία στους μεγαλοοφειλέτες του δημοσίου, χάρισε πρόστιμα και προσαυξήσεις και άνοιξε τον χορό των αλλεπάλληλων ρυθμίσεων, την ώρα που ο Τσοβόλας καταδικαζόταν για ένα...χαρτόσημο (τυπική παράβαση στην ρύθμιση των χρεών Καλκάνη, ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου "King George"). Σε μια δύσκολη για την οικονομία περίοδο, το πέρασμα του Σαμαρά από το υπουργείο οικονομικών απεδείχθη καταστροφικό. Πριν βγει η χρονιά, το δημόσιο δεν είχε χρήματα για να πληρώσει μισθούς και συντάξεις.
Αντίστοιχα θλιβερό ήταν και το πέρασμα του Νίκου Κωνσταντόπουλου (μετέπειτα προέδρου του Συνασπισμού) από το υπουργείο εσωτερικών. Μοίρασε προνόμια και πόρους στους δήμους και άφθονα χρήματα στις νομαρχίες, τα οποία σκόρπισε σε προεκλογικά ρουσφέτια ο μηχανισμός της Νέας Δημοκρατίας, οξύνοντας ακόμα περισσότερο την κατάσταση.
Αυτή η γεμάτη επεισόδια περίοδος Τζαννετάκη (ειδικά δικαστήρια, γάμος του Ανδρέα με την Λιάνη, άδειες ιδιωτικής τηλεόρασης, κρίση και διάσπαση στο ΚΚΕ, δολοφονία Μπακογιάννη κλπ) τελείωσε με τις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου 1989. Εκεί, η Ν.Δ. αύξησε το ποσοστό της σε 46,2% αλλά έμεινε στους 148 βουλευτές, ενώ και το ΠΑΣΟΚ τσίμπησε ψήφους κι έφτασε στο 40,7%. Από τις διεργασίες που ακολούθησαν, προέκυψε οικουμενική κυβέρνηση υπό τον καθηγητή Ξενοφώντα Ζολώτα, η οποία στηριζόταν από όλα τα κόμματα (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-Συνασπισμός).
Εκείνη η κυβέρνηση βρέθηκε σε απελπιστική θέση. Ενώ ταλανιζόταν από τις κόντρες των "υποστηρικτών" της, έπρεπε να αποτρέψει την διαφαινόμενη κατάρρευση της οικονομίας και να αναζητήσει μακροπρόθεσμες λύσεις. Υπό την απειλή της στάσης πληρωμών, στα τέλη της χρονιάς εκδόθηκαν από το δημόσιο βραχυπρόθεσμοι τίτλοι με το αστρονομικό επιτόκιο 27%! Οι "ραντιέρηδες" ζούσαν την περίοδο των παχέων αγελάδων.
Ο Ζολώτας επικρίθηκε για εκείνον τον επαχθέστατο δανεισμό αλλά οι επιλογές του ήσαν πρακτικώς ανύπαρκτες προκειμένου να αποτραπεί η στάση πληρωμών και η οικονομική κατάρρευση της χώρας. Έτσι, επέλεξε επιθετικά δανειακά σχήματα, προσπαθώντας να δημιουργήσει κάποια "αποθεματική βάση" ώστε να μην επανεμφανισθούν σύντομα συνθήκες κρίσης. Παράλληλα, ο Ζολώτας επέβαλε περιστολή των δαπανών και ζήτησε από Γεννηματά (υπουργός οικονομίας) και Σουφλιά (υπουργός οικονομικών) να επεξεργασθούν μέτρα αύξησης των δημοσίων εσόδων.
Κατά παράδοξο τρόπο, μέσα στον πολιτικό χαλασμό που επικρατούσε, η οικουμενική έβαλε κάποια τάξη στην οικονομία. Ο Ανδρέας, ενισχυμένος από τις εξελίξεις, αντελήφθη το θετικό έργο της οικουμενικής και στήριξε με κάθε τρόπο τον Ζολώτα. Όμως, ο Μητσοτάκης δεν ήταν διατεθειμένος να αφήσει το παιχνίδι να χαθεί και άρχισε να δημιουργεί προβλήματα. Έτσι, ενώ Έβερτ, Μάνος και Ανδριανόπουλος δεν δίσταζαν να κοντράρονται συνεχώς με τον -δικό τους- Σουφλιά (προκειμένου να φέρουν δυσκολίες στον Ζολώτα), ο Μητσοτάκης έδινε στην δημοσιότητα μια επιστολή του Ντελόρ προς τον πρωθυπουργό. Η επιστολή εκείνη περιέγραφε με μελανά χρώματα την κατάσταση της οικονομίας και ζητούσε άμεσα και δραστικά μέτρα. Στόχος του Μητσοτάκη ήταν να πείσει τον λαό ότι ο τόπος έπρεπε να ξαναπάει σε εκλογές από τις οποίες να προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Τελικά, ο Μητσοτάκης έστειλε τον τόπο σε νέες εκλογές, εκμεταλλευόμενος την λήξη της θητείας του πρόεδρου της δημοκρατίας Χρήστου Σαρτζετάκη. Το ΠΑΣΟΚ περίμενε ότι η Νέα Δημοκρατία θα πρότεινε τον Καραμανλή για πρόεδρο κι ετοιμαζόταν να τον ψηφίσει. Όμως, ο Καραμανλής (προφανώς για να βοηθήσει τον Μητσοτάκη) πρόλαβε να δηλώσει ότι θα αρνηθεί μια τέτοια πρόταση, επικαλούμενος την κρίση του πολιτεύματος και των θεσμών. Ο Μητσοτάκης χαμογέλασε σφυρίζοντας αδιάφορα, η Νέα Δημοκρατία ψήφισε "παρών" και στις τρεις ψηφοφορίες και οι πολίτες ξαναπήγαν στις κάλπες στις 9 Απριλίου 1990. Η ευκαιρία Ζολώτα είχε χαθεί οριστικά.
Η γλώσσα κόκκαλα τσακίζει
- "Ο λόγος που μ' άφησες έξω από την υπόθεση", είπε ήσυχα, "ήταν ότι νόμισες πως η αστυνομία δεν θα πίστευε ότι σκέτη περιέργεια μ' έσπρωξε να κατέβω εκεί κάτω χτες το βράδυ. Θα υποψιάζονταν ίσως ότι είχα κάποιον ύποπτο λόγο και θα με σφυροκοπούσαν μέχρι να σπάσω".
- "Πώς ξέρεις αν δεν σκέφτηκα το ίδιο πράγμα;"
- "Οι αστυνομικοί είναι κι αυτοί άνθρωποι", είπε ξεκάρφωτα.
- "Έχω ακούσει ότι σαν τέτοιοι ξεκινάνε".
[Ραίημοντ Τσάντλερ, "Αντίο, γλυκειά μου", εκδόσεις Λυχνάρι, 1990 (σελ.: 54)]
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου