Εκείνο το καλοκαίρι του 1985 τελείωσαν μια για πάντα για το μεν ΠΑΣΟΚ η εποχή της αθωότητας για την δε κοινωνία το σοσιαλιστικό όνειρο. Η μεγάλη διόγκωση ελλειμμάτων και χρέους, ο υψηλός πληθωρισμός και η ανεπάρκεια των παραγωγικών επενδύσεων έφεραν δυσφορία στις Βρυξέλλες που αναζητούσαν το κατάλληλο οικονομικό περιβάλλον για να προωθήσουν την ιδέα του ενιαίου νομίσματος. Το χάλι ήταν τέτοιο ώστε το δολλάριο έπιανε στην "μαύρη" ως και 20% πάνω από την επίσημη τιμή.
Τότε ο Ανδρέας έβγαλε οριστικά το ζιβάγκο, έβαλε το κοστούμι του και φώναξε τον Κώστα Σημίτη. Ο Σημίτης είχε γράψει το 1977 ένα κείμενο με τίτλο "Όχι στην ΕΟΚ" αλλά γρήγορα άλλαξε ρότα. Το 1979 κορόιδεψε το "ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο", υιοθέτησε φιλοευρωπαϊκή φιλοσοφία και γι' αυτό ο Ανδρέας τον είχε βάλει στον πάγο. Τώρα, όμως, που ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ έστριβε το τιμόνι δεξιά, ο Σημίτης βγήκε στην πρώτη γραμμή, αναλαμβάνοντας το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας.
Μαζί του έφερε και πολλούς συνεργάτες που από τότε άρχισαν να παίζουν ενεργό ρόλο στην στροφή της οικονομίας επί το καπιταλιστικότερον. Τον πυρήνα τής περί τον Σημίτη ομάδας αποτελούσαν οι Θόδωρος Καρατζάς, Γιάννης Σπράος, Νίκος Θέμελης, Δημήτρης Παπούλιας και Νίκος Γκαργκάνας. Έργο του τελευταίου ήταν το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, ένα εξωθεσμικό όργανο που ξεκίνησε ως εργαλείο στήριξης του εκάστοτε υπουργού Οικονομίας και που έφτασε μέχρι το σημείο να εκπροσωπεί την χώρα στην ΕΟΚ (κυρίως στην Νομισματική Επιτροπή).
Αυτή η εξέλιξη είχε βαθύτερες συνέπειες. Η "ομάδα Σημίτη", με τους αμερικανοσπουδασμένους τεχνοκράτες, υποκατέστησε την κεντρική διοίκηση και ανέλαβε να κατευθύνει, σχεδόν εξωθεσμικά, την οικονομία της χώρας. Αυτή η ομάδα (ο Γκαργκάνας την αποκαλούσε "τα καλύτερα μυαλά της χώρας") επεξεργάσθηκε το σχέδιο στροφής της οικονομίας. Το σύνθημα "δεν μπορούμε να καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε" ακούστηκε επίσημα για πρώτη φορά από τα χείλη του ίδιου του Ανδρέα Παπανδρέου.
Αμέσως ο Σημίτης προώθησε το περίφημο "πρόγραμμα σταθεροποίησης" με πράξη νομοθετικού περιεχομένου. Οι τιμές λιανικής πάγωσαν (με αυστηρές ποινές για τους παραβάτες), όπως πάγωσαν και μισθοί σε δημόσιο και ιδωτικό τομέα (ούτε εθελουσίως δεν μπορούσε κάποιος εργοδότης να δώσει αύξηση στο προσωπικό του). Η δραχμή υποτιμήθηκε αμέσως 15% και στη συνέχεια ακολούθησε ελεγχόμενη διολίσθηση, απελευθερώθηκε ο χρηματοπιστωτικός τομέας και πάρθηκαν τα πρώτα μέτρα για την κατάλυση του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία και τις αγορές. Ο "τρίτος δρόμος για το σοσιαλισμό" εγκαταλείφθηκε, ο Ανδρέας έμπαινε σε δυτικότροπα ευρωπαϊκά μονοπάτια και ο Σημίτης έβαζε τα θεμέλια του δικού του "εκσυγχρονισμού", ο οποίος θα κυριαρχούσε στον τόπο μετά 10 χρόνια.
Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι γνωστό και θυμίζει το σήμερα: η προσπάθεια για περιορισμό της κατανάλωσης βασίστηκε στον περιορισμό του εισοδήματος των μισθωτών. Για πρώτη φορά τα λαϊκά στρώματα άρχισαν να διαμαρτύρονται έντονα και τα πρώτα ρήγματα στην σχέση του Ανδρέα με τον λαό έκαναν την εμφάνισή τους. Από την άλλη, οι φοροαπαλλαγές, οι επιδοτήσεις και οι κάθε μορφής ενισχύσεις προς τις επιχειρήσεις -προκειμένου να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων, να προσελκυσθούν επενδυτές και να επιταχυνθεί η ανάπτυξη- έφεραν πλατειά χαμόγελα στους επιχειρηματίες.
Πράγματι, το κεφάλαιο άρχισε να κάνει πάρτυ. Ποιος θα περίμενε τέτοια παιχνίδια με σοσιαλιστική κυβέρνηση; Και όμως... Η παγκοσμίως γνωστή ποτοποιία Μεταξά εξαγοράζεται πρώτη-πρώτη. Ακολουθεί η μεγάλη Μίσκο. Λάτσηδες και Βαρδινογιάννηδες στήνουν την Ευρωεπενδυτική Τράπεζα (μετέπειτα Eurobank) και Τράπεζα Χίου αντίστοιχα. Το Χρηματιστήριο Αθηνών βγαίνει από την αφάνεια (ελέω Καρατζά). Και στις ΔΕΚΟ γίνονται οι πρώτες κινήσεις για την εισαγωγή ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων, με πρώτο πειραματόζωο την ΕΚΟ.
Στο μεταξύ, η κοινωνία αμφισβητεί όλο και περισσότερο το ΠΑΣΟΚ. Με τις μαύρες "καλύτερες μέρες" που περνάει, στρέφεται όλο και περισσότερο στην παραοικονομία και την φοροδιαφυγή. Τα "μαύρα" γίνονται η ελληνική καθημερινότητα. Υπολογίζεται ότι η παραοικονομία φτάνει το 40% του ΑΕΠ.
Τελικά, οι βασικοί κίνδυνοι για την οικονομία ξεπεράστηκαν, αν και σ' αυτό βόηθησαν καταλυτικά οι ευμενείς διεθνείς συγκυρίες. Όμως, ο Ανδρέας έπιασε την λαϊκή δυσφορία και θεώρησε ότι έπρεπε να κοιτάξει λίγο και τον λαό, εν όψει των επομένων εκλογών. Έτσι, το φθινόπωρο του 1987 ζητάει από τον Σημίτη τον τερματισμό του προγράμματος σταθεροποίησης. Ο Σημίτης επιμένει στην ολοκλήρωση της τριετίας του προγράμματος.
Το φθινόπωρο του 1987, ο Ανδρέας επαναφέρει στην κυβέρνηση Γεννηματά και Τσοχατζόπουλο και χρίζει τον Μένιο Κουτσόγιωργα πανίσχυρο αντιπρόεδρο, θέλοντας να δείξει στον λαό ότι ξαναστρέφεται προς τα αριστερά. Δυο μήνες αργότερα, στις 25 Νοεμβρίου, από το βήμα της Βουλής κηρύσσει την αλλαγή εισοδηματικής πολιτικής, εξωθώντας τον Σημίτη σε παραίτηση. Πράγματι, την επομένη ο Σημίτης παραιτείται.
Ο Παπανδρέου μπορεί τώρα να ροκανίσει τον χρόνο ως τις εκλογές, δείχνοντας ένα φιλολαϊκό πρόσωπο με ορισμένες παροχές. Το πλάνο είναι απλό αλλά δεν έχει υπολογίσει την βόμβα που θα του βάλει ένας νεόκοπος, χοντρούλης τραπεζίτης: ο Γιώργος Κοσκωτάς.
Η γλώσσα κόκκαλα τσακίζει
- "Ο λόγος που μ' άφησες έξω από την υπόθεση", είπε ήσυχα, "ήταν ότι νόμισες πως η αστυνομία δεν θα πίστευε ότι σκέτη περιέργεια μ' έσπρωξε να κατέβω εκεί κάτω χτες το βράδυ. Θα υποψιάζονταν ίσως ότι είχα κάποιον ύποπτο λόγο και θα με σφυροκοπούσαν μέχρι να σπάσω".
- "Πώς ξέρεις αν δεν σκέφτηκα το ίδιο πράγμα;"
- "Οι αστυνομικοί είναι κι αυτοί άνθρωποι", είπε ξεκάρφωτα.
- "Έχω ακούσει ότι σαν τέτοιοι ξεκινάνε".
[Ραίημοντ Τσάντλερ, "Αντίο, γλυκειά μου", εκδόσεις Λυχνάρι, 1990 (σελ.: 54)]
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου