Ο Γιώργος Κοσκωτάς σημάδεψε την πολιτική ζωή του τόπου εκείνη την περίοδο. Επί δυο χρόνια, η χώρα παρακολουθούσε έκπληκτη την δράση του: εκδόσεις "Γραμμή", απόπειρα αγοράς της Τράπεζας Κεντρικής Ελλάδος (παρενέβη ο επίτροπος και, τελικώς, η ΤΚΕ πέρασε στην "Αγροτική"), εξαγορά τής Τράπεζας Κρήτης, αγορά της εφημερίδας "Καθημερινή", απόκτηση πλειοψηφικού πακέτου του Ολυμπιακού κι ένας σωρός άλλες -λιγότερο ή περισσότερο ύποπτες- δραστηριότητες. Λέξεις όπως "πακέττα", "πάμπερς", "μίζες" κλπ μπαίνουν στο καθημερινό λεξιλόγιο όχι μόνο των δημοσιογράφων αλλά του κάθε έλληνα.
Η κυβέρνηση βυθίζεται όλο και περισσότερο στα σκάνδαλα. Και δεν είναι μόνο ο Κοσκωτάς. Τεράστιο σκάνδαλο ξεσπάει με την "αγορά του αιώνα" και, κυρίως, με την προμήθεια των Μιράζ και των πυραύλων Ματρά. Παράλληλα, γίνεται σάλος με τις παρακολουθήσεις τηλεφώνων του Ανδρουλάκη (τότε στο ΚΚΕ) και του Κουναλάκη (τότε στην ΕΑΡ), ο διοικητής του ΟΤΕ Φάνης Τόμπρας μπαίνει στο στόχαστρο της αντιπολίτευσης και η έρευνα, η οποία ακολουθεί, αποκαλύπτει κοριούς ακόμα και στο ξενοδοχείο της Ρόδου, όπου γινόταν συνδιάσκεψη των ευρωπαϊκών δεξιών κομμάτων. Συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ καταγγέλονται για νοθεία στο συνέδριο της ΓΣΕΕ και συμμετοχή σε οικονομικά σκάνδαλα. Χαρακτηριστική του κλίματος παραμένει η δήλωση της Όλγας Καρατζά (συζύγου του τότε υπουργού οικονομικών): "δεν αντέχω να παρπατώ στον δρόμο και να μας φωνάζουν κλέφτες".
Σ' αυτή την δύσκολη για το ΠΑΣΟΚ ώρα, ο Ανδρέας αρρωσταίνει σοβαρά και μεταφέρεται στο Λονδίνο. Το κουμάντο πέφτει στους ώμους του Μένιου Κουτσόγιωργα, ο οποίος τα κάνει όλα χειρότερα. Κινούμενος στο παρασκήνιο, προσπαθεί να βάλει τάξη αλλά το ΠΑΣΟΚ βουλιάζει μαζί μ' αυτόν. Το μεγαλύτερο χαστούκι στον δύστυχο Μένιο έρχεται από τον Χαλικιά (διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος). Ο Χαλικιάς αρνείται να "τακτοποιήσει" παρασκηνιακά το σκάνδαλο της Τράπεζας Κρήτης, παρά τις πιέσεις Κουτσόγιωργα. Ορίζει επίτροπο στην Κρήτης και εκθέτει τον Κουτσόγιωργα στα δόντια του μαινόμενου Μητσοτάκη.
Τα σκάνδαλα διαδέχονται το ένα το άλλο. Πολλά στελέχη του ΠΑΣΟΚ αρχίζουν να την "κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια" (Λάζαρης, Τζουμάκας, Γιώτας, Καρατζάς κλπ), μιας και βλέπουν το καράβι να βουλιάζει. Παρ' όλα αυτά, η οικονομία αντέχει. Οι επιπτώσεις του σταθεροποιητικού προγράμματος, η φοροδιαφυγή και η παραοικονομία κρατούν ζωντανές τις επενδύσεις, αν και το δημόσιο έλλειμμα ξεπερνάει για πρώτη φορά το 13% του ΑΕΠ.
Πράγματι, εκείνη την περίοδο η οικονομία δεν κατέρρευσε μαζί με την πολιτική, χάρη στην παραοικονομία: τουρισμός, οικοδομή, εκπαίδευση (φροντιστήρια και ιδιαίτερα), νοσοκομεία, πολεοδομία, εφορία κλπ διακινούν άφθονο "μαύρο" χρήμα το οποίο δίνει οξυγόνο στην αγορά. Όλο αυτό το χρήμα ξεπλένεται άφοβα μέσω των τίτλων του δημοσίου (ομόλογα και έντοκα γραμμάτια), η αγορά των οποίων εξαιρείται από το "πόθεν έσχες". Έτσι, στην διαμορφούμενη μεσοαστική ελληνική κοινωνία, δημιουργείται μια κάστα "τοκιστών και σουλατσαδόρων" (αυτοί που ο Ανδρέας ονόμασε αργότερα "ραντιέρηδες") που βολεύονται με τις υψηλές αποδόσεις των κρατικών τίτλων (22,5% τα διετή και 25% τα πενταετή ομόλογα) και χάνουν κάθε ενδιαφέρον για επενδύσεις.
Μέσα σε όλο αυτό το χάλι, ο Ανδρέας επιστρέφει από το Λονδίνο και προσπαθεί να αντεπιτεθεί. Εν όψει εκλογών, καταγγέλει τους πάντες και τα πάντα (τον Μητσοτάκη, τους κομμουνιστές, τον τύπο, τους προδότες της παράταξης κλπ), προσπαθεί να παίξει το τελευταίο φιλολαϊκό του χαρτί με την αλήστου μνήμης εντολή προς τον τότε υπουργό οικονομικών "Τσοβόλα δώσ' τα όλα" και αφήνει εκτός εκλογικών συνδυασμών τον Κουτσόγιωργα. Κι ενώ ο Τρίτσης, ο Γλέζος κι ο Πέτσος αποχωρούν από το ΠΑΣΟΚ, φτάνουμε στις εκλογές (εθνικές και ευρωεκλογές) της 18ης Ιουνίου 1989.
Μαζί με την δεύτερη τετραετία του ΠΑΣΟΚ, τελείωσε και κάθε πολιτική απόπειρα αναδιανομής του πλούτου υπέρ των λαϊκών στρωμάτων. Η χώρα δεν πρόκειται να ξαναζήσει οποιοδήποτε σοσιαλιστικό πείραμα και η οικονομία θα στραφεί οριστικά σε ευρωκαπιταλιστικά μονοπάτια. Η 18η Ιουνίου 1989 θα σηματοδοτήσει την έναρξη των φιλελεύθερων πειραμάτων.
Η γλώσσα κόκκαλα τσακίζει
- "Ο λόγος που μ' άφησες έξω από την υπόθεση", είπε ήσυχα, "ήταν ότι νόμισες πως η αστυνομία δεν θα πίστευε ότι σκέτη περιέργεια μ' έσπρωξε να κατέβω εκεί κάτω χτες το βράδυ. Θα υποψιάζονταν ίσως ότι είχα κάποιον ύποπτο λόγο και θα με σφυροκοπούσαν μέχρι να σπάσω".
- "Πώς ξέρεις αν δεν σκέφτηκα το ίδιο πράγμα;"
- "Οι αστυνομικοί είναι κι αυτοί άνθρωποι", είπε ξεκάρφωτα.
- "Έχω ακούσει ότι σαν τέτοιοι ξεκινάνε".
[Ραίημοντ Τσάντλερ, "Αντίο, γλυκειά μου", εκδόσεις Λυχνάρι, 1990 (σελ.: 54)]
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου