Μεγάλη Πέμπτη κι η άνοιξη επιμένει να κάνει πείσματα. "Ανάμεσα σε βράχο και φιδόχορτο, γεμάτος όνειρα και χλαλοή σέρνεται ο άνεμος".
Είπα σήμερα να τριγυρίσω στον λόφο, να ψάξω τους μυστικούς μπαχτσέδες και να μαζέψω ένα ματσάκι παπαρούνες. Μα η ψύχρα μ' έκανε να ριγήσω. Ψύχρα, παντού ψύχρα. Ψύχρα και σκεβρωμένα δέντρα. Απρόσμενο σκηνικό. "Τέσσερα βουερά καρφιά, ένα κεφάλι κρεμασμένο από περίλυπες καμπύλες και σάρκα να πηδά σαν το μικρό ελάφι. Πέρα στις έρημες πλαγιές βελάζει θλιβερά το μισοφτιαγμένο πρόβατο του χρόνου. Στάχτη ανεβαίνει και στάχτη κατεβαίνει. Ένας χορός από σιωπή, ένας χορός από έγνοιες. Η θλίψη σαλεύει λόγχες, σαλεύει χαλίκια, σαλεύει ρείκια, και αγριαπηδιές. Στάχτη από ελιές, στάχτη από θώρακες, στάχτη από κέδρα, ένα βουνό από τρόμο, ένα βουνό από δάκρυ, αμέτρητες, αμέτρητες παλάμες τρυπημένες κ’ η αγωνία από καρφί σε καρφί, από σταγόνα σε σταγόνα, τεντώνει τα ξύλα του σταυρού, τις κορφές των τοίχων, μουσκεύει τα ρουθούνια, τα γόνατα, μουσκεύει τις πέτρες, τα κουνάβια και τα σύγνεφα. Το χρώμα χάνει το χρώμα του, ο ήχος τον ήχο του. Γύφτοι απ’ τις καταχνιές χτυπώντας νταϊρέδες και κουδούνια ξεδιπλώνουν το σάβανο του φεγγαριού. -Ίνα τι με εγκατέλιπες..." (Γιώργος Καφταντζής, "Τετέλεσται", από την συλλογή Ουράνια Στάχυα, Σέρρες, 1952).
Θλιμμένη φύση, θλιμμένες ψυχές, θλιμμένες ζωές. Ψύχρα μέσα κι έξω. Παραίτηση. Μόνο εκείνη ξεχωρίζει γιατί επιμένει στον θείο της έρωτα. Ο έρως έξω βάλλει την θλίψιν. Έχει πολλά να κάνει, δεν μπορεί να ασχολείται μαζί της. "Κύριε μυροπώλη, κάντε μου, σας παρακαλώ, μια μικρή έκπτωση. Για ένα βάζο αλάβαστρου δε φτάνουν οι οικονομίες μου.Κι όμως πρέπει να αποχτήσω αυτό το μύρο με τα σαράντα αρώματα. Μ' αυτό το μύρο θ' αλείψω τα πόδια του, μ' αυτά τα μαλλιά θα σφουγγίσω τα πόδια του, μ' αυτά τα χείλη, τα πόδια του τα εξαίσια κι άχραντα θα φιλήσω. Ξέρω, είναι πολύ αυτό το μύρο για τη μετάνοια, ωστόσο για τον έρωτα είναι λίγο.(...) Γιατί, κύριε, ο έρωτας μού ανάβει την πίστη κι η αγάπη τη μετάνοια κι ίσως μείνει αιώνια τ' όνομά μου σα σύμβολο εκείνων που σώθηκαν και λυτρώθηκαν «ότι ηγάπησαν πολύ»" (Ντίνος Χριστιανόπουλος, "Μαγδαληνή", από την συλλογή Εποχή των ισχνών αγελάδων [1950] που περιέχεται στην συγκεντρωτική έκδοση Ντίνος Χριστιανόπουλος: Ποιήματα, εκδόσεις Ιανός, 2004).
Μεγάλη Πέμπτη. Ψυχρή και δύσκολη μέρα. "Μέρα τρεμάμενη, όμορφη σαν νεκροταφείο με κατεβασιές ψυχρού ουρανού. Γονατιστή Παναγιά κι αραχνιασμένη. Τα χωμάτινα πόδια μου (άλλοτε πολύ νέος ή και ανόητα όμορφος θα πρέπει να ήμουν), οι και δυο και τρεις ψυχές που δύανε, γέμιζαν τα τζάμια ηλιοβασίλεμα". Μέρα νεκροταφείο... Πιο πέρα, το ξωκκλήσι σκοτεινό. Δεν έχει ψάλτη ουδέ παπά. Κι εκείνος, εκεί. "Σωστός θεός. Όμως κι αυτός έπινε το φαρμάκι του γουλιά-γουλιά, καθώς του είχε ταχθεί, έως ότου ακούστηκε η μεγάλη έκρηξη. Χάθηκαν τα βουνά. Και τότε αλήθεια φάνηκε πίσω από το πελώριο πηγούνι ο κύλικας. Κι αργότερα οι νεκροί μεσ' στους ατμούς, εκτάδην" (Οδυσσέας Ελύτης, "Μεγάλη Πέμπτη α΄" και "Μεγάλη Πέμπτη β΄", από την συλλογή Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου, εκδόσεις Ύψιλον/Βιβλία, 1984).
Κοντοστέκομαι. Ο παγωμένος αέρας γίνεται ψίθυρος στ' αφτιά μου: "Άκου τα σήμαντρα των εαρινών εκκλησιών. Είναι οι εκκλησίες που δε γνώρισαν τη σταύρωση και την ανάσταση. Γνώρισαν μόνο τις εικόνες του Δωδεκαετούς, που 'χε μια μάνα τρυφερή που τον περίμενε τα βράδια στο κατώφλι, έναν πατέρα ειρηνικό που ευωδίαζε χωράφι, που 'χε στα μάτια του το μήνυμα της επερχόμενης Μαγδαληνής. Χριστέ μου, τι θα 'τανε η πορεία σου δίχως τη σμύρνα και το νάρδο στα σκονισμένα πόδια σου;" Γιάννης Ρίτσος, "Εαρινή συμφωνία", Κέδρος, 32η έκδοση, 2005).
Συλλογιέμαι και δεν νοιώθω το κρύο. Αίρεται ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου; Βυθίζομαι σε σκέψεις. Μα εμείς είμαστε οι αμαρτίες μας. Τα λάθη μας. Απ' αυτά μαθαίνουμε. Γιατί να μην είναι κι εκείνος στ' αλήθεια ένας από μας; "Χριστέ μου, γιατί φόρεσες αυτό το μακρύ πένθιμο φουστάνι κι αυτά τ’ αγκάθια στο κεφάλι σου; Χάθηκαν τα λουλούδια; Ή τάχατε, αν φορούσες παπαρούνες πάνου στ’ αχτένιστα μαλλιά δε θα σ’ ανοίγανε την πόρτα τ' ουρανού; Μη χαμογελάς που 'χω κ’ εγώ δεμένο το κεφάλι. Είναι που γλίστρησα προχτές μέσα στα βάτα κυνηγώντας πεταλούδες. Έλα να πιαστούμε από το χέρι σαν παιδιά και να πάμε στους αγρούς να σε μάθω φλογέρα. Δεν ταιριάζουν στο νέο πρόσωπό σου οι ρυτίδες της μητέρας όταν ανοίγει(*) μια στιγμή τη δουλειά και κοιτάζει απ’ το παράθυρο το νέο φεγγάρι. Πάμε να σου κόψω τα λυπημένα μαλλιά σου με το ίδιο μεγάλο ψαλίδι που κουρεύουν τα προβατάκια. Και, να δεις, ο Θεός θα μας αγαπήσει, θα μας βάλει να κάτσουμε στα πόδια του και θα χαμογελάει γλυκά καθώς εμείς θα στολίζουμε τα μακριά μουστάκια του με μαργαρίτες. Κι όταν βραδιάσει θα ζέψουμε το μικρό του τ’ αμάξι που το σέρνουν οι γρύλλοι και θα περάσουμε στη μέση του παραδείσου ενώ οι άγγελοι θ’ ανάβουν τ’ αστέρια για να φωτίζουν τ’ άλλα παιδάκια που μείνανε κάτου στον κάμπο..." (Γιάννης Ρίτσος, "Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού", Κέδρος, 24η έκδοση, 1997).
Μεγάλη Πέμπτη. Πολλή ψύχρα. Με συνεπήραν οι λογισμοί και πέρασε η ώρα. Δεν πρόλαβα να μαζέψω παπαρούνες. Δεν πειράζει. Αύριο...
-------------------------
(*) "ανοίγει", αντί για -το λογικό- "αφήνει": Παράξενη επιλογή τού Ρίτσου ή απλώς δακτυλογραφικό λάθος που διαιωνίζεται από έκδοση σε έκδοση; Θά 'θελα να υπάρχει κάπου το χειρόγραφο του ποιητή, να λυθεί η απορία μας.
Είπα σήμερα να τριγυρίσω στον λόφο, να ψάξω τους μυστικούς μπαχτσέδες και να μαζέψω ένα ματσάκι παπαρούνες. Μα η ψύχρα μ' έκανε να ριγήσω. Ψύχρα, παντού ψύχρα. Ψύχρα και σκεβρωμένα δέντρα. Απρόσμενο σκηνικό. "Τέσσερα βουερά καρφιά, ένα κεφάλι κρεμασμένο από περίλυπες καμπύλες και σάρκα να πηδά σαν το μικρό ελάφι. Πέρα στις έρημες πλαγιές βελάζει θλιβερά το μισοφτιαγμένο πρόβατο του χρόνου. Στάχτη ανεβαίνει και στάχτη κατεβαίνει. Ένας χορός από σιωπή, ένας χορός από έγνοιες. Η θλίψη σαλεύει λόγχες, σαλεύει χαλίκια, σαλεύει ρείκια, και αγριαπηδιές. Στάχτη από ελιές, στάχτη από θώρακες, στάχτη από κέδρα, ένα βουνό από τρόμο, ένα βουνό από δάκρυ, αμέτρητες, αμέτρητες παλάμες τρυπημένες κ’ η αγωνία από καρφί σε καρφί, από σταγόνα σε σταγόνα, τεντώνει τα ξύλα του σταυρού, τις κορφές των τοίχων, μουσκεύει τα ρουθούνια, τα γόνατα, μουσκεύει τις πέτρες, τα κουνάβια και τα σύγνεφα. Το χρώμα χάνει το χρώμα του, ο ήχος τον ήχο του. Γύφτοι απ’ τις καταχνιές χτυπώντας νταϊρέδες και κουδούνια ξεδιπλώνουν το σάβανο του φεγγαριού. -Ίνα τι με εγκατέλιπες..." (Γιώργος Καφταντζής, "Τετέλεσται", από την συλλογή Ουράνια Στάχυα, Σέρρες, 1952).
Θλιμμένη φύση, θλιμμένες ψυχές, θλιμμένες ζωές. Ψύχρα μέσα κι έξω. Παραίτηση. Μόνο εκείνη ξεχωρίζει γιατί επιμένει στον θείο της έρωτα. Ο έρως έξω βάλλει την θλίψιν. Έχει πολλά να κάνει, δεν μπορεί να ασχολείται μαζί της. "Κύριε μυροπώλη, κάντε μου, σας παρακαλώ, μια μικρή έκπτωση. Για ένα βάζο αλάβαστρου δε φτάνουν οι οικονομίες μου.Κι όμως πρέπει να αποχτήσω αυτό το μύρο με τα σαράντα αρώματα. Μ' αυτό το μύρο θ' αλείψω τα πόδια του, μ' αυτά τα μαλλιά θα σφουγγίσω τα πόδια του, μ' αυτά τα χείλη, τα πόδια του τα εξαίσια κι άχραντα θα φιλήσω. Ξέρω, είναι πολύ αυτό το μύρο για τη μετάνοια, ωστόσο για τον έρωτα είναι λίγο.(...) Γιατί, κύριε, ο έρωτας μού ανάβει την πίστη κι η αγάπη τη μετάνοια κι ίσως μείνει αιώνια τ' όνομά μου σα σύμβολο εκείνων που σώθηκαν και λυτρώθηκαν «ότι ηγάπησαν πολύ»" (Ντίνος Χριστιανόπουλος, "Μαγδαληνή", από την συλλογή Εποχή των ισχνών αγελάδων [1950] που περιέχεται στην συγκεντρωτική έκδοση Ντίνος Χριστιανόπουλος: Ποιήματα, εκδόσεις Ιανός, 2004).
Σέρρες. Το άγαλμα του Γιώργου Καφταντζή στην πλατεία που φέρει το όνομά του. |
Κοντοστέκομαι. Ο παγωμένος αέρας γίνεται ψίθυρος στ' αφτιά μου: "Άκου τα σήμαντρα των εαρινών εκκλησιών. Είναι οι εκκλησίες που δε γνώρισαν τη σταύρωση και την ανάσταση. Γνώρισαν μόνο τις εικόνες του Δωδεκαετούς, που 'χε μια μάνα τρυφερή που τον περίμενε τα βράδια στο κατώφλι, έναν πατέρα ειρηνικό που ευωδίαζε χωράφι, που 'χε στα μάτια του το μήνυμα της επερχόμενης Μαγδαληνής. Χριστέ μου, τι θα 'τανε η πορεία σου δίχως τη σμύρνα και το νάρδο στα σκονισμένα πόδια σου;" Γιάννης Ρίτσος, "Εαρινή συμφωνία", Κέδρος, 32η έκδοση, 2005).
Συλλογιέμαι και δεν νοιώθω το κρύο. Αίρεται ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου; Βυθίζομαι σε σκέψεις. Μα εμείς είμαστε οι αμαρτίες μας. Τα λάθη μας. Απ' αυτά μαθαίνουμε. Γιατί να μην είναι κι εκείνος στ' αλήθεια ένας από μας; "Χριστέ μου, γιατί φόρεσες αυτό το μακρύ πένθιμο φουστάνι κι αυτά τ’ αγκάθια στο κεφάλι σου; Χάθηκαν τα λουλούδια; Ή τάχατε, αν φορούσες παπαρούνες πάνου στ’ αχτένιστα μαλλιά δε θα σ’ ανοίγανε την πόρτα τ' ουρανού; Μη χαμογελάς που 'χω κ’ εγώ δεμένο το κεφάλι. Είναι που γλίστρησα προχτές μέσα στα βάτα κυνηγώντας πεταλούδες. Έλα να πιαστούμε από το χέρι σαν παιδιά και να πάμε στους αγρούς να σε μάθω φλογέρα. Δεν ταιριάζουν στο νέο πρόσωπό σου οι ρυτίδες της μητέρας όταν ανοίγει(*) μια στιγμή τη δουλειά και κοιτάζει απ’ το παράθυρο το νέο φεγγάρι. Πάμε να σου κόψω τα λυπημένα μαλλιά σου με το ίδιο μεγάλο ψαλίδι που κουρεύουν τα προβατάκια. Και, να δεις, ο Θεός θα μας αγαπήσει, θα μας βάλει να κάτσουμε στα πόδια του και θα χαμογελάει γλυκά καθώς εμείς θα στολίζουμε τα μακριά μουστάκια του με μαργαρίτες. Κι όταν βραδιάσει θα ζέψουμε το μικρό του τ’ αμάξι που το σέρνουν οι γρύλλοι και θα περάσουμε στη μέση του παραδείσου ενώ οι άγγελοι θ’ ανάβουν τ’ αστέρια για να φωτίζουν τ’ άλλα παιδάκια που μείνανε κάτου στον κάμπο..." (Γιάννης Ρίτσος, "Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού", Κέδρος, 24η έκδοση, 1997).
Πάρνηθα, "Πάρκο των Ψυχών". Μέχρι το 1960, στον χώρο λειτουργούσε σανατόριο, όπου ο Ρίτσος έγραψε την "Εαρινή Συμφωνία" και το "Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού" (1937-1938) |
Μεγάλη Πέμπτη. Πολλή ψύχρα. Με συνεπήραν οι λογισμοί και πέρασε η ώρα. Δεν πρόλαβα να μαζέψω παπαρούνες. Δεν πειράζει. Αύριο...
-------------------------
(*) "ανοίγει", αντί για -το λογικό- "αφήνει": Παράξενη επιλογή τού Ρίτσου ή απλώς δακτυλογραφικό λάθος που διαιωνίζεται από έκδοση σε έκδοση; Θά 'θελα να υπάρχει κάπου το χειρόγραφο του ποιητή, να λυθεί η απορία μας.
1 σχόλιο:
Ψύχρα κάνει ή κρύο, δεν ξέρω. Τούτο που ξέρω όμως, είναι τούτες τις μέρες και η παραμικρή ψύχρα με κάνει και κρυώνω. Ας είσαι καλά όμως εσύ, που θυμάσαι να μας ζεστάνεις, τόσο απλά και όμορφα.............
Δημοσίευση σχολίου