Πασχαλιά. Βγαίνω στην βεράντα, ανάβω τσιγάρο κι αγναντεύω γύρω την πόλη που έχει ξυπνήσει μέσα σ' έναν αδύναμο ήλιο. Η άνοιξη παλεύει ν' αποτινάξει τα βρόγχια τού χειμώνα, που με θράσος αρνείται να φύγει, μα τ' αρώματά της πνίγονται στην τσίκνα που θολώνει τον αέρα. Οι μυρουδιές των κυκλάμινων μπερδεύονται με τις οσμές π' αναδύονται από τις ψησταριές. Δυσανασχετώ. "Βέλαζε το κατσίκι επίμονα βραχνά. Άνοιξα το φούρνο με θυμό. Τί φωνάζεις; είπα, σε ακούνε οι καλεσμένοι. Ο φούρνος δεν καίει, βέλαξε, κάνε κάτι αλλιώς θα μείνει νηστική χρονιάρα μέρα η ωμότητά σας. Έβαλα μέσα το χέρι μου. Πράγματι. Παγωμένο το μέτωπο, τα πόδια, ο σβέρκος, το χορτάρι, η βοσκή, τα κατσάβραχα, η σφαγή" (Κική Δημουλά, "Πάσχα στο φούρνο", από την συλλογή Ενός λεπτού μαζί, εκδόσεις Ίκαρος, 1998).
Μπερδεμένες μυρουδιές, μπερδεμένα συναισθήματα. Από το ιερό σφάγιο της μεγάλης Πέμπτης στο σφαχτάρι του Πάσχα. Ζωή μπερδεμένη με θάνατο. "Αυτό το κερί που άναψα περαστικός από τον οίκο Σου δεν είναι η προσευχή μου για να Σε φτάσει εκεί ψηλά, δεν είναι οι παρακλήσεις μου ούτε βεβαίως καμιά ελπίδα που εναπέθεσα σε Σένα. (...) Μπορεί να μοιάζει μ' όλα τ' άλλα, όμως αυτό ανάφτηκε για να Σου πει πως ευτυχώς στέκομαι εδώ αβοήθητος και πως ακόμα όσο μπορώ θα λάμπω" (Γιάννης Βαρβέρης, "Το κερί", από την συλλογή Ο άνθρωπος μόνος, εκδόσεις Κέδρος, 2009).
Αγναντεύω από την βεράντα και συλλογιέμαι. Λένε πως δεν έχει σημασία ο προορισμός αλλά το ταξίδι. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, μήπως δίνουμε πιότερη απ' όση πρέπει αξία στην ανάσταση και λιγώτερη στο ταξίδι προς αυτή, στο πάθος. Έτσι κι αλλοιώς, σ' όλους μας αναλογεί τούτο το ταξίδι, προς το δικό του ο καθένας Όρος των Ελαιών, δίχως νά 'ναι σίγουρο πως όλοι θ' αναστηθούμε. "Αν όμως σε λυγίσει κάποια αδυναμία, όταν θα σέρνεσαι προς τη Γεθσημανή, πρέπει πως λιποψύχησες να μη φανεί, κάμνοντας την ανάγκη σου φιλοτιμία. Όχι λυγμοί και «το ποτήριον παρελθέτω...», κι ούτε να πεις: «Ηλί, λαμά σαβαχθανί;». Μια φορά πάει κανείς στη Γεθσημανή. Σαν τέλειος θεατρίνος το ποτήρι πιε το. Μην κάμεις στα στερνά καμιάν απροσεξία κι αηδιάσεις με κανένα μορφασμό. Αν δεν παίξεις με τέχνη και θεατρινισμό, χάνεις στερνά μαζί και την ευθανασία" (Γιώργος Βαφόπουλος, "Το Όρος των Ελαιών", από την συλλογή Τα δώρα της Μυρτάλης [1931], που περιλαμβάνεται στην συγκεντρωτική έκδοση Γ.Θ.Βαφόπουλος - Άπαντα τα ποιητικά, εκδόσεις Παρατηρητής, 1990).
Καθώς στον νου μου έρχεται ο Βαφόπουλος, αναλογίζομαι πως δεν θα με πείραζε καθόλου αν ήμουν σαλονικιός. Πόσο ευλογημένη πρέπει νά 'ναι μια πόλη που μια φυσιογνωμία σαν τον Βαφόπουλο της έφταξε δημοτική βιβλιοθήκη και την διηύθυνε 25 ολόκληρα χρόνια (1938-1963), έχοντας ως βιβλιονόμο έναν Χριστιανόπουλο;
Πετάω το αποτσίγαρο κι επιστρέφω στον εαυτό μου. Νομίζω πως πλησίασα στην ουσία του ανθρώπινου δράματος: πάθος για όλους, ανάσταση για λίγους. Μαζί κουβάλησαν τον σταυρό ο Ιησούς κι ο Σίμων αλλά μόνο ο πρώτος αναστήθηκε. "(...) τον ακολούθησα, κι όπως βαδίζαμε, είδαμε άυπνο και χλωμό τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, «πλαγιάζω στον τάφο και τρέμω, πως κάθε τόσο θα με ξανασηκώσουν» είπε λυπημένος, γιατί αν χρειάζονταν κάποιον να βοηθήσει για το σταυρό, πάλι αυτόν θα συναντούσαν στο δρόμο" (Τάσος Λειβαδίτης, "Ανάσταση", από την συλλογή Νυχτερινός επισκέπτης [1972], εκδόσεις Κέδρος, 2006).
Πάντοτε είχα μια απορία. Γιατί μαζεύεται τόσος κόσμος στις εκκλησιές το Πάσχα, την ώρα του "Χριστός Ανέστη"; Ποιος λόγος οδηγεί εκεί τα βήματα πολλών απ' αυτούς που δεν πιστεύουν σε θρησκείες κι αναστάσεις νεκρών; Χτες, καθώς ανηφόριζα στο λοφάκι διαβάζοντας στίχους ενός άθεου ποιητή, αυτή η απορία μου λύθηκε. "Στον Επιτάφιο της Μεγάλης Παρασκευής σε λησμόνησα μοναξιά μου· στις δάφνες της Ανάστασης τις ξερές θρυψαλιαζόσουν και σε θυμήθηκα. Έκοψα στα δύο την αυλαία του Πάσχα, την εικόνα σου την πέταξα στη λάσπη (...) με ιδέες για να ξεχάσω ιδέες, με γυναίκες ανταμώθηκα για να ξεχάσω γυναίκες. Μοναξιά μου απόψε μόνη εσύ στο δρόμο βγήκες. Στις εσχατιές του κόσμου εμένα ζητάς" (Μανόλης Ξεξάκης, "Μοναξιά", από την συγκεντρωτική έκδοση Μανόλης Ξεξάκης: Ποιήματα 1972-2006, εκδόσεις Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2008).
Αρκετά στοχάστηκα τούτες τις μέρες. Καήκανε τα πόδια μου τριγυρνώντας στους μπαχτσέδες της ποίησης. Από τη μια σκέφτομαι πως για την ανάσταση έχουν γράψει τόσους όμορφους στίχους ο Ρίτσος, ο Βάρναλης κι ο Ελύτης. Από την άλλη, όμως, ο οβελίας θ' αρχίσει να κρυώνει. Δίλημμα...
Αφήνω τα βιβλία στην θέση τους και ξεπεζεύω από το άτι τής ποίησης. Φοβάμαι πως πρέπει τώρα να συνεχίσω πεζός. Αρκετά με την ποίηση. Επιστρέφω στην πεζή καθημερινότητα. Νικημένος.
Σημείωμα του πρόωρα χαμένου Γιάννη Βαρβέρη (1955-2011) προς τον γιατρό που παρακολουθούσε την ασθένειά του τα τελευταία 15 χρόνια της ζωής του. |
Αγναντεύω από την βεράντα και συλλογιέμαι. Λένε πως δεν έχει σημασία ο προορισμός αλλά το ταξίδι. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, μήπως δίνουμε πιότερη απ' όση πρέπει αξία στην ανάσταση και λιγώτερη στο ταξίδι προς αυτή, στο πάθος. Έτσι κι αλλοιώς, σ' όλους μας αναλογεί τούτο το ταξίδι, προς το δικό του ο καθένας Όρος των Ελαιών, δίχως νά 'ναι σίγουρο πως όλοι θ' αναστηθούμε. "Αν όμως σε λυγίσει κάποια αδυναμία, όταν θα σέρνεσαι προς τη Γεθσημανή, πρέπει πως λιποψύχησες να μη φανεί, κάμνοντας την ανάγκη σου φιλοτιμία. Όχι λυγμοί και «το ποτήριον παρελθέτω...», κι ούτε να πεις: «Ηλί, λαμά σαβαχθανί;». Μια φορά πάει κανείς στη Γεθσημανή. Σαν τέλειος θεατρίνος το ποτήρι πιε το. Μην κάμεις στα στερνά καμιάν απροσεξία κι αηδιάσεις με κανένα μορφασμό. Αν δεν παίξεις με τέχνη και θεατρινισμό, χάνεις στερνά μαζί και την ευθανασία" (Γιώργος Βαφόπουλος, "Το Όρος των Ελαιών", από την συλλογή Τα δώρα της Μυρτάλης [1931], που περιλαμβάνεται στην συγκεντρωτική έκδοση Γ.Θ.Βαφόπουλος - Άπαντα τα ποιητικά, εκδόσεις Παρατηρητής, 1990).
Καθώς στον νου μου έρχεται ο Βαφόπουλος, αναλογίζομαι πως δεν θα με πείραζε καθόλου αν ήμουν σαλονικιός. Πόσο ευλογημένη πρέπει νά 'ναι μια πόλη που μια φυσιογνωμία σαν τον Βαφόπουλο της έφταξε δημοτική βιβλιοθήκη και την διηύθυνε 25 ολόκληρα χρόνια (1938-1963), έχοντας ως βιβλιονόμο έναν Χριστιανόπουλο;
Από αριστερά: Σάκης Παπαδημητρίου, Μανόλης Ξεξάκης, Νίκος Μπακόλας, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Γιώργος Κορδομενίδης (Νοέμβριος 1987, συνέντευξη τύπου για το πρώτο τεύχος του περιοδικού Εντευκτήριο) |
Πετάω το αποτσίγαρο κι επιστρέφω στον εαυτό μου. Νομίζω πως πλησίασα στην ουσία του ανθρώπινου δράματος: πάθος για όλους, ανάσταση για λίγους. Μαζί κουβάλησαν τον σταυρό ο Ιησούς κι ο Σίμων αλλά μόνο ο πρώτος αναστήθηκε. "(...) τον ακολούθησα, κι όπως βαδίζαμε, είδαμε άυπνο και χλωμό τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, «πλαγιάζω στον τάφο και τρέμω, πως κάθε τόσο θα με ξανασηκώσουν» είπε λυπημένος, γιατί αν χρειάζονταν κάποιον να βοηθήσει για το σταυρό, πάλι αυτόν θα συναντούσαν στο δρόμο" (Τάσος Λειβαδίτης, "Ανάσταση", από την συλλογή Νυχτερινός επισκέπτης [1972], εκδόσεις Κέδρος, 2006).
Πάντοτε είχα μια απορία. Γιατί μαζεύεται τόσος κόσμος στις εκκλησιές το Πάσχα, την ώρα του "Χριστός Ανέστη"; Ποιος λόγος οδηγεί εκεί τα βήματα πολλών απ' αυτούς που δεν πιστεύουν σε θρησκείες κι αναστάσεις νεκρών; Χτες, καθώς ανηφόριζα στο λοφάκι διαβάζοντας στίχους ενός άθεου ποιητή, αυτή η απορία μου λύθηκε. "Στον Επιτάφιο της Μεγάλης Παρασκευής σε λησμόνησα μοναξιά μου· στις δάφνες της Ανάστασης τις ξερές θρυψαλιαζόσουν και σε θυμήθηκα. Έκοψα στα δύο την αυλαία του Πάσχα, την εικόνα σου την πέταξα στη λάσπη (...) με ιδέες για να ξεχάσω ιδέες, με γυναίκες ανταμώθηκα για να ξεχάσω γυναίκες. Μοναξιά μου απόψε μόνη εσύ στο δρόμο βγήκες. Στις εσχατιές του κόσμου εμένα ζητάς" (Μανόλης Ξεξάκης, "Μοναξιά", από την συγκεντρωτική έκδοση Μανόλης Ξεξάκης: Ποιήματα 1972-2006, εκδόσεις Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2008).
Αρκετά στοχάστηκα τούτες τις μέρες. Καήκανε τα πόδια μου τριγυρνώντας στους μπαχτσέδες της ποίησης. Από τη μια σκέφτομαι πως για την ανάσταση έχουν γράψει τόσους όμορφους στίχους ο Ρίτσος, ο Βάρναλης κι ο Ελύτης. Από την άλλη, όμως, ο οβελίας θ' αρχίσει να κρυώνει. Δίλημμα...
Αφήνω τα βιβλία στην θέση τους και ξεπεζεύω από το άτι τής ποίησης. Φοβάμαι πως πρέπει τώρα να συνεχίσω πεζός. Αρκετά με την ποίηση. Επιστρέφω στην πεζή καθημερινότητα. Νικημένος.
1 σχόλιο:
Eυχαριστώ απο βάθος καρδιάς.
Δημοσίευση σχολίου