Είπαμε χτες ότι τον παραιτηθέντα Διομήδη διαδέχτηκε ο Εμμανουήλ Τσουδερός. Όπως ο προκάτοχός του, έτσι κι ο Τσουδερός ήταν παλιά καραβάνα των Φιλελευθέρων του Βενιζέλου. Όταν ο Διομήδης ήταν διοικητής τής Εθνικής Τράπεζας, ο Τσουδερός ήταν υποδιοικητής του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι δυο άνδρες κουμαντάριζαν τα ίδια μυαλά. Σε αντίθεση με τον Διομήδη, ο οποίος ήταν χαμηλών τόνων, ο Τσουδερός ήταν αυτό που λέει ο λαός "ζουλάπι" και είχε πολλές αντιπάθειες. Ο τότε διοικητής της Εθνικής Τράπεζας Ιωάννης Δροσόπουλος δεν δίστασε να χαρακτηρίσει την εκλογή Τσουδερού ως "εθνική συμφορά" ενώ η εφημερίδα Εστία απευθύνθηκε στους μετόχους της ΤτΕ ως εξής: "Εάν καταψηφίσετε τον Τσουδερόν, θα σώσετε το υπόλοιπον της περιουσίας
σας, την δραχμήν και την κυβέρνησιν Βενιζέλου από μίαν δεινήν
περιπέτειαν, την οποίαν ούτε οι χειρότεροι εχθροί της θα ήτο δυνατόν να
επινοήσουν"!
Ο Τσουδερός ήταν οπαδός τής ελευθερίας των αγορών και δεν έβλεπε με καλό μάτι τοιν προστατευτισμό. Θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει ως "πρώιμο νεοφιλελεύθερο", αν δεν έβαζε μόνος του νερό στο κρασί του ισχυριζόμενος ότι η συγκεκριμένη χρονική περίοδος δεν ήταν "προσήκουσα δια την αντικατάστασιν του κοινωνικού καθεστώτος της πολιτικής οικονομίας". Κατά τον Τσουδερό, το πρόβλημα της Ελλάδας ήταν ότι οι έλληνες πρώτα μάζευαν λεφτά και μετά έψαχναν πού θα τα ξοδέψουν. Πίστευε, δηλαδή, πως η αντιστροφή τού σχήματος "η προσφορά γεννάει την ζήτηση" σε "η ζήτηση γεννάει την προσφορά", λειτουργούσε ανασταλτικά στην ανάπτυξη της χώρας
Αν αυτά ακούγονται μάλλον ως θεωρητικά, στην πράξη ο Τσουδερός διατεινόταν ότι οι πολίτες δεν έπρεπε να τα περιμένουν όλα από το κράτος. Κατ' επέκταση, το κράτος έπρεπε να μειώσει την σημασία που έδινε στην κοινωνική πολιτική και να εμπιστευτεί το κεφάλαιο, φροντίζοντας απλώς να επιτηρεί την κατάσταση προς αποφυγή ακροτήτων.
Το πόσο "ζουλάπι" ήταν ο Τσουδερός αποδεικνύεται περίτρανα από μια χαρακτηριστική επιλογή που έκανε ως διοικητής στα όρια της νομιμότητας. Διαπιστώνοντας ότι τα συναλλαγματικά αποθέματα της ΤτΕ ελαττώνονταν επικίνδυνα, διάλεξε έναν μαφιόζικο στην σύλληψή του τρόπο για να τα αυξήσει: θα αγόραζε συνάλλαγμα στην ελεύθερη αγορά!
Το σχέδιο ήταν απλό και γι' αυτό μεγαλοφυές. Πρώτα-πρώτα, ο Τσουδερός ήρθε σε επαφή με κάποιους χρηματιστές τους οποίους εμπιστευόταν. Αυτοί πήγαιναν κάθε πρωί στην ΤτΕ, έπαιρναν μεγάλα ποσά σε δραχμές κι ύστερα ξαμολιούνταν στην αγορά και αγόραζαν συνάλλαγμα, έχοντας την έγκριση του Τσουδερού να πληρώνουν ελαφρά αυξημένη τιμή σε σχέση με την επίσημη τιμή συναλλάγματος της τράπεζας. Το μεσημέρι παρέδιδαν στην ΤτΕ όσο συνάλλαγμα είχαν μαζέψει από τους ιδιώτες και έπαιρναν την προμήθειά τους. Η ιστορία αυτή κράτησε μέχρι τα τέλη του 1933 και απέφερε στο ταμείο τής ΤτΕ πολλά εκατομμύρια σε συνάλλαγμα.
Το 1932 ανέλαβε το υπουργείο οικονομικών ο σύμβουλος της ΤτΕ (και αργότερα διοικητής της) Κυριάκος Βαρβαρέσος. Σε αγαστή συνεργασία με τον Τσουδερό, ο Βαρβαρέσος πέρασε δυο νομοθετήματα που έκαναν πάταγο. Με το ένα (δεύτερο χρονικά), δραχμοποίησε όλες τις υποχρεώσεις τής χώρας οι οποίες ήσαν διατυπωμένες σε χρυσό ή σε συνάλλαγμα. Αυτό σήμαινε πολύ απλά ότι το φαγοπότι των κερδοσκόπων ελάμβανε τέλος. Όπως είναι φυσικό, ξέσπασε σάλος, το μέγεθος του οποίου γίνεται εύκολα αντιληπτό αν σημειώσουμε ότι το 34% των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες ήταν σε συνάλλαγμα και χρυσό. Οι θιγόμενοι προσέφυγαν στην δικαιοσύνη αλλά δεν κατάφεραν τίποτε. Με αξιοζήλευτη ειρωνεία, ο Τσουδερός "κούρδιζε" τους διαμαρτυρόμενους, χαρακτηρίζοντας τις καταθέσεις σε δραχμές ως "απολύτως συμπαθείς" επειδή είχαν υποστεί όλες τις ταλαιπωρίες του εθνικού νομίσματος. Δεν δίστασε δε να κατηγορήσει τους καταθέτες συναλλάγματος ότι "διέφυγαν εκάστοτε πάσας ταύτας τας εθνικάς συμφοράς" και ως εκ τούτου έπρεπε να συμβάλλουν και αυτοί στην ανόρθωση της χώρας.
Όμως το πιο προκλητικό μέτρο που πήρε ο Βαρβαρέσος (πάντοτε σε συνεννόηση με τον Τσουδερό) ήταν το πρώτο: η αναγκαστική μετατροπή των δολλαριακών λογαριασμών σε δραχμικούς και, μάλιστα, με κούρεμα: ενώ η τρέχουσα ισοτιμία του δολλαρίου ήταν 145 δραχμές, η μετατροπή έγινε προς 100 δραχμές! Προκλήθηκε σεισμός αλλά ούτε του Βαρβαρέσου ούτε του Τσουδερού ίδρωσαν τ' αφτιά. Σε μια μνημειώδη αγόρευσή του στην βουλή, ο Βαρβαρέσος, αφού έκανε διάκριση της αγοράς συναλλάγματος για πραγματικές ανάγκες από εκείνη που γίνεται για κερδοσκοπία, τόνισε ότι το συνάλλαγμα "δεν είναι επιτετραμμένον να γίνεται αντικείμενον ιδιωτικής εκμεταλλεύσεως", συμπλήρωσε ότι "όποιος έχει εις τας χείρας του νόμισμα διεθνούς αξίας δεν είναι δυνατόν να μην έχη υποχρέωσιν να συμβάλλη εις την γενικωτέραν πολιτικήν τού κράτους που τον ωφελεί" και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, για τους κατόχους συναλλάγματος, "είναι κοινωνικώς δίκαιον να τους επιβληθή υποχρέωσις να συνεισφέρουν και αυτοί".
Από την μετατροπή αυτή, η Τράπεζα της Ελλάδος εξοικονόμησε περίπου τριακόσια εκατομμύρια ενώ από την δραχμοποίηση των καταθέσεων σε χρυσό κέρδισε πάνω από ένα δισεκατομμύριο. Στην κατηγορία ότι με αυτόν τρόπο πήρε τα λεφτά από τον κόσμο και τα έδωσε στην τράπεζα, ο Βαρβαρέσος απάντησε ότι αυτά τα χρήματα θα βοηθούσαν την ανόρθωση της εθνικής οικονομίας ενώ εκείνοι που φώναζαν πως ζημιώθηκαν, είχαν ήδη ωφεληθεί στο πολλαπλάσιο μέχρι τότε.
Παρένθεση. Κάποιοι αναλυτές κατηγόρησαν τον Βαρβαρέσο και τον Τσουδερό για αυθαιρεσία και πρότειναν ως πλέον ενδεδειγμένη λύση την φορολόγηση του υπερτιμήματος που απολάμβαναν οι κάτοχοι συναλλάγματος. Θεωρητικά, έχουν δίκιο. Στην πράξη, όμως, οποιαδήποτε προσπάθεια για φορολόγηση θα έβαζε σε κίνηση έναν μηχανισμό εξαγωγής συναλλάγματος, οπότε η κυβέρνηση θα έπρεπε πάλι να "αυθαιρετήσει" προκειμένου να αποτρέψει κάτι τέτοιο. Κλείνει η παρένθεση.
Ο Τσουδερός συνέχισε την πολιτική συγκέντρωσης συναλλάγματος και, παράλληλα, εγκαινίασε τις γνωστές Ετήσιες Εκθέσεις, με τις οποίες έκανε επίσημα υποδείξεις προς την κυβέρνηση. Στην έκθεση για το 1935, λόγου χάρη, συνέστησε την αύξηση της απόδοσης των άμεσων φόρων. Την επόμενη χρονιά ζήτησε από τους βιομήχανους να συγκρατήσουν τις τιμές των προϊόντων τους ελέγχοντας την ορθότητα της κοστολόγησής τους. Το 1937 επέστησε την προσοχή του κράτους στον έλεγχο των εισαγωγών και το 1938 πρότεινε να γίνει πιο ελαστική η κυκλοφορία τού χρήματος.
Αυτή ήταν και η τελευταία έκθεση του Τσουδερού. Στα χέρια του Μεταξά έπεσαν επιστολές που απεδείκνυαν ότι ο διοικητής της ΤτΕ είχε επαφές με κύκλους που ετοίμαζαν αντιδικτατορικό κίνημα. Στις 10 Ιουλίου 1939 ο Μεταξάς κάλεσε τον Τσουδερό στο γραφείο του, του έδειξε τις επιστολές και ο Τσουδερός παραδέχθηκε τα πάντα ζητώντας την επιείκεια του δικτάτορα. Υπέγραψε επί τόπου την παραίτησή του και εκτοπίστηκε στην Σύρο. Στην θέση του τοποθετήθηκε ο μέχρι τότε διοικητής τής Εθνικής Τράπεζας Ιωάννης Δροσόπουλος, ο οποίος όμως πέθανε ξαφνικά 17 ημέρες αργότερα. Είχε φτάσει πλέον η σειρά του Κυριάκου Βαρβαρέσου να αναλάβει το πηδάλιο της τράπεζας..
Ο Τσουδερός ήταν οπαδός τής ελευθερίας των αγορών και δεν έβλεπε με καλό μάτι τοιν προστατευτισμό. Θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει ως "πρώιμο νεοφιλελεύθερο", αν δεν έβαζε μόνος του νερό στο κρασί του ισχυριζόμενος ότι η συγκεκριμένη χρονική περίοδος δεν ήταν "προσήκουσα δια την αντικατάστασιν του κοινωνικού καθεστώτος της πολιτικής οικονομίας". Κατά τον Τσουδερό, το πρόβλημα της Ελλάδας ήταν ότι οι έλληνες πρώτα μάζευαν λεφτά και μετά έψαχναν πού θα τα ξοδέψουν. Πίστευε, δηλαδή, πως η αντιστροφή τού σχήματος "η προσφορά γεννάει την ζήτηση" σε "η ζήτηση γεννάει την προσφορά", λειτουργούσε ανασταλτικά στην ανάπτυξη της χώρας
Αν αυτά ακούγονται μάλλον ως θεωρητικά, στην πράξη ο Τσουδερός διατεινόταν ότι οι πολίτες δεν έπρεπε να τα περιμένουν όλα από το κράτος. Κατ' επέκταση, το κράτος έπρεπε να μειώσει την σημασία που έδινε στην κοινωνική πολιτική και να εμπιστευτεί το κεφάλαιο, φροντίζοντας απλώς να επιτηρεί την κατάσταση προς αποφυγή ακροτήτων.
Το πόσο "ζουλάπι" ήταν ο Τσουδερός αποδεικνύεται περίτρανα από μια χαρακτηριστική επιλογή που έκανε ως διοικητής στα όρια της νομιμότητας. Διαπιστώνοντας ότι τα συναλλαγματικά αποθέματα της ΤτΕ ελαττώνονταν επικίνδυνα, διάλεξε έναν μαφιόζικο στην σύλληψή του τρόπο για να τα αυξήσει: θα αγόραζε συνάλλαγμα στην ελεύθερη αγορά!
Το σχέδιο ήταν απλό και γι' αυτό μεγαλοφυές. Πρώτα-πρώτα, ο Τσουδερός ήρθε σε επαφή με κάποιους χρηματιστές τους οποίους εμπιστευόταν. Αυτοί πήγαιναν κάθε πρωί στην ΤτΕ, έπαιρναν μεγάλα ποσά σε δραχμές κι ύστερα ξαμολιούνταν στην αγορά και αγόραζαν συνάλλαγμα, έχοντας την έγκριση του Τσουδερού να πληρώνουν ελαφρά αυξημένη τιμή σε σχέση με την επίσημη τιμή συναλλάγματος της τράπεζας. Το μεσημέρι παρέδιδαν στην ΤτΕ όσο συνάλλαγμα είχαν μαζέψει από τους ιδιώτες και έπαιρναν την προμήθειά τους. Η ιστορία αυτή κράτησε μέχρι τα τέλη του 1933 και απέφερε στο ταμείο τής ΤτΕ πολλά εκατομμύρια σε συνάλλαγμα.
Το 1932 ανέλαβε το υπουργείο οικονομικών ο σύμβουλος της ΤτΕ (και αργότερα διοικητής της) Κυριάκος Βαρβαρέσος. Σε αγαστή συνεργασία με τον Τσουδερό, ο Βαρβαρέσος πέρασε δυο νομοθετήματα που έκαναν πάταγο. Με το ένα (δεύτερο χρονικά), δραχμοποίησε όλες τις υποχρεώσεις τής χώρας οι οποίες ήσαν διατυπωμένες σε χρυσό ή σε συνάλλαγμα. Αυτό σήμαινε πολύ απλά ότι το φαγοπότι των κερδοσκόπων ελάμβανε τέλος. Όπως είναι φυσικό, ξέσπασε σάλος, το μέγεθος του οποίου γίνεται εύκολα αντιληπτό αν σημειώσουμε ότι το 34% των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες ήταν σε συνάλλαγμα και χρυσό. Οι θιγόμενοι προσέφυγαν στην δικαιοσύνη αλλά δεν κατάφεραν τίποτε. Με αξιοζήλευτη ειρωνεία, ο Τσουδερός "κούρδιζε" τους διαμαρτυρόμενους, χαρακτηρίζοντας τις καταθέσεις σε δραχμές ως "απολύτως συμπαθείς" επειδή είχαν υποστεί όλες τις ταλαιπωρίες του εθνικού νομίσματος. Δεν δίστασε δε να κατηγορήσει τους καταθέτες συναλλάγματος ότι "διέφυγαν εκάστοτε πάσας ταύτας τας εθνικάς συμφοράς" και ως εκ τούτου έπρεπε να συμβάλλουν και αυτοί στην ανόρθωση της χώρας.
Όμως το πιο προκλητικό μέτρο που πήρε ο Βαρβαρέσος (πάντοτε σε συνεννόηση με τον Τσουδερό) ήταν το πρώτο: η αναγκαστική μετατροπή των δολλαριακών λογαριασμών σε δραχμικούς και, μάλιστα, με κούρεμα: ενώ η τρέχουσα ισοτιμία του δολλαρίου ήταν 145 δραχμές, η μετατροπή έγινε προς 100 δραχμές! Προκλήθηκε σεισμός αλλά ούτε του Βαρβαρέσου ούτε του Τσουδερού ίδρωσαν τ' αφτιά. Σε μια μνημειώδη αγόρευσή του στην βουλή, ο Βαρβαρέσος, αφού έκανε διάκριση της αγοράς συναλλάγματος για πραγματικές ανάγκες από εκείνη που γίνεται για κερδοσκοπία, τόνισε ότι το συνάλλαγμα "δεν είναι επιτετραμμένον να γίνεται αντικείμενον ιδιωτικής εκμεταλλεύσεως", συμπλήρωσε ότι "όποιος έχει εις τας χείρας του νόμισμα διεθνούς αξίας δεν είναι δυνατόν να μην έχη υποχρέωσιν να συμβάλλη εις την γενικωτέραν πολιτικήν τού κράτους που τον ωφελεί" και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, για τους κατόχους συναλλάγματος, "είναι κοινωνικώς δίκαιον να τους επιβληθή υποχρέωσις να συνεισφέρουν και αυτοί".
Από την μετατροπή αυτή, η Τράπεζα της Ελλάδος εξοικονόμησε περίπου τριακόσια εκατομμύρια ενώ από την δραχμοποίηση των καταθέσεων σε χρυσό κέρδισε πάνω από ένα δισεκατομμύριο. Στην κατηγορία ότι με αυτόν τρόπο πήρε τα λεφτά από τον κόσμο και τα έδωσε στην τράπεζα, ο Βαρβαρέσος απάντησε ότι αυτά τα χρήματα θα βοηθούσαν την ανόρθωση της εθνικής οικονομίας ενώ εκείνοι που φώναζαν πως ζημιώθηκαν, είχαν ήδη ωφεληθεί στο πολλαπλάσιο μέχρι τότε.
Παρένθεση. Κάποιοι αναλυτές κατηγόρησαν τον Βαρβαρέσο και τον Τσουδερό για αυθαιρεσία και πρότειναν ως πλέον ενδεδειγμένη λύση την φορολόγηση του υπερτιμήματος που απολάμβαναν οι κάτοχοι συναλλάγματος. Θεωρητικά, έχουν δίκιο. Στην πράξη, όμως, οποιαδήποτε προσπάθεια για φορολόγηση θα έβαζε σε κίνηση έναν μηχανισμό εξαγωγής συναλλάγματος, οπότε η κυβέρνηση θα έπρεπε πάλι να "αυθαιρετήσει" προκειμένου να αποτρέψει κάτι τέτοιο. Κλείνει η παρένθεση.
Ο Τσουδερός συνέχισε την πολιτική συγκέντρωσης συναλλάγματος και, παράλληλα, εγκαινίασε τις γνωστές Ετήσιες Εκθέσεις, με τις οποίες έκανε επίσημα υποδείξεις προς την κυβέρνηση. Στην έκθεση για το 1935, λόγου χάρη, συνέστησε την αύξηση της απόδοσης των άμεσων φόρων. Την επόμενη χρονιά ζήτησε από τους βιομήχανους να συγκρατήσουν τις τιμές των προϊόντων τους ελέγχοντας την ορθότητα της κοστολόγησής τους. Το 1937 επέστησε την προσοχή του κράτους στον έλεγχο των εισαγωγών και το 1938 πρότεινε να γίνει πιο ελαστική η κυκλοφορία τού χρήματος.
Αυτή ήταν και η τελευταία έκθεση του Τσουδερού. Στα χέρια του Μεταξά έπεσαν επιστολές που απεδείκνυαν ότι ο διοικητής της ΤτΕ είχε επαφές με κύκλους που ετοίμαζαν αντιδικτατορικό κίνημα. Στις 10 Ιουλίου 1939 ο Μεταξάς κάλεσε τον Τσουδερό στο γραφείο του, του έδειξε τις επιστολές και ο Τσουδερός παραδέχθηκε τα πάντα ζητώντας την επιείκεια του δικτάτορα. Υπέγραψε επί τόπου την παραίτησή του και εκτοπίστηκε στην Σύρο. Στην θέση του τοποθετήθηκε ο μέχρι τότε διοικητής τής Εθνικής Τράπεζας Ιωάννης Δροσόπουλος, ο οποίος όμως πέθανε ξαφνικά 17 ημέρες αργότερα. Είχε φτάσει πλέον η σειρά του Κυριάκου Βαρβαρέσου να αναλάβει το πηδάλιο της τράπεζας..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου