Ας παραβλέψουμε σήμερα αυτά που λέγαμε χτες περί του ότι το ευρώ είναι ένα κακό νόμισμα κι ας προσπαθήσουμε να δούμε αν και τι μπορεί να γίνει μ' αυτό το νόμισμα που έχουμε. Το μόνο που δεν μπορούμε να παραβλέψουμε είναι ότι το ευρώ είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τής Γερμανίας και, μάλιστα, τόσο εμφανώς ώστε δικαιώνονται απολύτως όσοι υποστηρίζουν ότι τα ελλείματα των περιφερειακών χωρών τής ευρωζώνης τροφοδοτούν το γερμανικό πλεόνασμα.
Πρώτα-πρώτα, η Ιστορία είναι αμείλικτη: καμμία χώρα απ' αυτές που χαρακτηρίζονται από υψηλή ανταγωνιστικότητα (ούτε οι ΗΠΑ ούτε κι αυτή η Γερμανία) δεν χρησιμοποίησαν ποτέ την λιτότητα (= την εξόντωση της εσωτερικής αγοράς) ως εργαλείο για την ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητάς τους. Και είναι πραγματικό θέσφατο το ότι οι πλούσιες χώρες είναι πιο ανταγωνιστικές από τις φτωχές. Αν και δεν χρειάζεται πολύ μυαλό για να το καταλάβουμε αυτό, ας αναλογιστούμε ως παράδειγμα την Κίνα. Η Κίνα είναι πρώτη δύναμη στις εξαγωγές παγκοσμίως αλλά, όντας μια χώρα με πολλή φτώχεια, βρίσκεται μόλις στην 20η θέση από πλευράς ανταγωνιστικότητας.
Πάμε παρακάτω. Η σοβούσα καπιταλιστική κρίση έχει αναδείξει καθαρά τις ενδοκαπιταλιστικές διενέξεις, ακόμη και σε θεωρητικό επίπεδο. Μπορεί οι φανατικοί νεοφιλελεύθεροι να υπερασπίζονται τις πολιτικές λιτότητας και καταστροφής αλλά οι μετριοπαθείς οικονομολόγοι υποστηρίζουν με θέρμη το κεϋνσιανό δόγμα, σύμφωνα με το οποίο η επιδίωξη της ανταγωνιστικότητας μέσω περικοπών στην εσωτερική ζήτηση συνιστά την πλέον ηλίθια επιλογή.
Πράγματι, σύμφωνα με την κλασσική καπιταλιστική θεωρία, η ανάπτυξη των εξαγωγών εις βάρος τής εγχώριας κατανάλωσης συνιστά καρκίνωμα διότι εξαρτά την ανάπτυξη από εξωτερικούς παράγοντες οι οποίοι ούτε ελέγχονται ούτε πρόκειται ποτέ να ελεγχθούν. Να θυμηθούμε εδώ ότι οι οικονομίες των χωρών του Τρίτου Κόσμου σύρθηκαν επί μακρόν από την πολιτική των φτηνών εξαγωγών, μέχρι που κατέληξαν εδώ όπου βρίσκονται σήμερα: στην υπανάπτυξη, στην εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων και στην πλήρη εξάρτησή τους από οικονομίες που πολιτεύθηκαν κατἀ διαμετρικά αντίθετο τρόπο.
Σήμερα, ο ευρωενωσιακός νεοφιλελευθερισμός έχει αντιστρέψει τα πρόσημα και προβάλλει ως πρότυπο ό,τι κάποτε εθεωρείτο ως τριτοκοσμική παθογένεια. Και εξακολουθεί να επιμένει με θρησκευτική προσήλωση, παρ' ότι ο απολογισμός δείχνει πως οι εκατόμβες των εργαζομένων δεν προωθούν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας αλλά την κατάρρευσή της. Η λιτότητα και οι περικοπές δαπανών, στα πλαίσια κάποιας -θολής και ατεκμηρίωτης- ανάγκης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, έχουν αποδειχθεί αδιέξοδες αφού, οδηγώντας την εσωτερική αγορά σε κατάρρευση, τορπιλλίζουν κάθε προσπάθεια υλοποίησης οποιασδήποτε μεταρρύθμισης.
Τί μπορούμε, λοιπόν, να κάνουμε με το ευρώ ως δεδομένο; Η απάντηση είναι απλή: όσο το ευρώ παραμένει αυτό που είναι σήμερα, τίποτε. Διότι το ευρώ είναι κακό νόμισμα (να που ξαναγυρίσαμε σε όσα λέγαμε χτες), μιας και δεν έχει την παραμικρή δυνατότητα προσαρμογής στις πραγματικές ανάγκες εκείνων που το χρησιμοποιούν: δεν επιτρέπεται έκδοση χρήματος, δεν είναι εφικτή η υποτίμησή του, δεν μπορεί να προσαρμόσει τις ισοτιμίες του. Κι αφού δεν μπορεί να κάνει όσα θα έπρεπε να κάνει ένα καλό νόμισμα, προσφεύγει σε άλλες διαδικασίες, πλήρως ανεδαφικές και νοσογόνες.
Μα απλά λόγια, η δυσκαμψία τού ευρώ οδηγεί μοιραία σε ακινησία τής οικονομίας. Αλλά για να προσαρμοσθεί η οποιαδήποτε οικονομία, πρέπει να κινείται. Σε μια ακίνητη (νεκρή) οικονομία δεν υπάρχει καμμιά δυνατότητα προσαρμογής. Και, φυσικά, μια νεκρή οικονομία δεν είναι σε θέση να κάνει οποιαδήποτε επένδυση στο μέλλον, εφ' όσον ασφυκτιά στο παρόν.
Τι απομένει, λοιπόν, από την ευρωλαίλαπα; Μια εξοντωτική λιτότητα, η οποία οδηγεί στην ύφεση και, κατ' επέκταση, στην συρρίκνωση της οικονομίας. Μόνο που, μέσα σ' αυτή την συρρίκνωση, αυξάνεται η αγοραστική δύναμη εκείνων των ολίγων οι οποίοι κατέχουν το χρήμα. Έτσι, αυξάνεται η αξία του χρήματος έναντι της αξίας τής εργασίας και της πραγματικής παραγωγής. Και για να το πούμε πιο απλά: αυξάνεται η δύναμη των πιστωτών εις βάρος των οφειλετών.
Θα κλείσω το σημερινό σημείωμα προσπαθώντας να προλάβω μια απλή απορία: δηλαδή, αν βγούμε από το ευρώ, θα λυθούν όλα αυτά τα προβλήματα; Χμμμ... Δεν είναι σίγουρο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι κανένα απ' αυτά τα προβλήματα δεν μπορεί να λυθεί με τέτοιο ευρώ.
Πρώτα-πρώτα, η Ιστορία είναι αμείλικτη: καμμία χώρα απ' αυτές που χαρακτηρίζονται από υψηλή ανταγωνιστικότητα (ούτε οι ΗΠΑ ούτε κι αυτή η Γερμανία) δεν χρησιμοποίησαν ποτέ την λιτότητα (= την εξόντωση της εσωτερικής αγοράς) ως εργαλείο για την ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητάς τους. Και είναι πραγματικό θέσφατο το ότι οι πλούσιες χώρες είναι πιο ανταγωνιστικές από τις φτωχές. Αν και δεν χρειάζεται πολύ μυαλό για να το καταλάβουμε αυτό, ας αναλογιστούμε ως παράδειγμα την Κίνα. Η Κίνα είναι πρώτη δύναμη στις εξαγωγές παγκοσμίως αλλά, όντας μια χώρα με πολλή φτώχεια, βρίσκεται μόλις στην 20η θέση από πλευράς ανταγωνιστικότητας.
Πάμε παρακάτω. Η σοβούσα καπιταλιστική κρίση έχει αναδείξει καθαρά τις ενδοκαπιταλιστικές διενέξεις, ακόμη και σε θεωρητικό επίπεδο. Μπορεί οι φανατικοί νεοφιλελεύθεροι να υπερασπίζονται τις πολιτικές λιτότητας και καταστροφής αλλά οι μετριοπαθείς οικονομολόγοι υποστηρίζουν με θέρμη το κεϋνσιανό δόγμα, σύμφωνα με το οποίο η επιδίωξη της ανταγωνιστικότητας μέσω περικοπών στην εσωτερική ζήτηση συνιστά την πλέον ηλίθια επιλογή.
Πράγματι, σύμφωνα με την κλασσική καπιταλιστική θεωρία, η ανάπτυξη των εξαγωγών εις βάρος τής εγχώριας κατανάλωσης συνιστά καρκίνωμα διότι εξαρτά την ανάπτυξη από εξωτερικούς παράγοντες οι οποίοι ούτε ελέγχονται ούτε πρόκειται ποτέ να ελεγχθούν. Να θυμηθούμε εδώ ότι οι οικονομίες των χωρών του Τρίτου Κόσμου σύρθηκαν επί μακρόν από την πολιτική των φτηνών εξαγωγών, μέχρι που κατέληξαν εδώ όπου βρίσκονται σήμερα: στην υπανάπτυξη, στην εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων και στην πλήρη εξάρτησή τους από οικονομίες που πολιτεύθηκαν κατἀ διαμετρικά αντίθετο τρόπο.
Σήμερα, ο ευρωενωσιακός νεοφιλελευθερισμός έχει αντιστρέψει τα πρόσημα και προβάλλει ως πρότυπο ό,τι κάποτε εθεωρείτο ως τριτοκοσμική παθογένεια. Και εξακολουθεί να επιμένει με θρησκευτική προσήλωση, παρ' ότι ο απολογισμός δείχνει πως οι εκατόμβες των εργαζομένων δεν προωθούν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας αλλά την κατάρρευσή της. Η λιτότητα και οι περικοπές δαπανών, στα πλαίσια κάποιας -θολής και ατεκμηρίωτης- ανάγκης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, έχουν αποδειχθεί αδιέξοδες αφού, οδηγώντας την εσωτερική αγορά σε κατάρρευση, τορπιλλίζουν κάθε προσπάθεια υλοποίησης οποιασδήποτε μεταρρύθμισης.
Τί μπορούμε, λοιπόν, να κάνουμε με το ευρώ ως δεδομένο; Η απάντηση είναι απλή: όσο το ευρώ παραμένει αυτό που είναι σήμερα, τίποτε. Διότι το ευρώ είναι κακό νόμισμα (να που ξαναγυρίσαμε σε όσα λέγαμε χτες), μιας και δεν έχει την παραμικρή δυνατότητα προσαρμογής στις πραγματικές ανάγκες εκείνων που το χρησιμοποιούν: δεν επιτρέπεται έκδοση χρήματος, δεν είναι εφικτή η υποτίμησή του, δεν μπορεί να προσαρμόσει τις ισοτιμίες του. Κι αφού δεν μπορεί να κάνει όσα θα έπρεπε να κάνει ένα καλό νόμισμα, προσφεύγει σε άλλες διαδικασίες, πλήρως ανεδαφικές και νοσογόνες.
Μα απλά λόγια, η δυσκαμψία τού ευρώ οδηγεί μοιραία σε ακινησία τής οικονομίας. Αλλά για να προσαρμοσθεί η οποιαδήποτε οικονομία, πρέπει να κινείται. Σε μια ακίνητη (νεκρή) οικονομία δεν υπάρχει καμμιά δυνατότητα προσαρμογής. Και, φυσικά, μια νεκρή οικονομία δεν είναι σε θέση να κάνει οποιαδήποτε επένδυση στο μέλλον, εφ' όσον ασφυκτιά στο παρόν.
Τι απομένει, λοιπόν, από την ευρωλαίλαπα; Μια εξοντωτική λιτότητα, η οποία οδηγεί στην ύφεση και, κατ' επέκταση, στην συρρίκνωση της οικονομίας. Μόνο που, μέσα σ' αυτή την συρρίκνωση, αυξάνεται η αγοραστική δύναμη εκείνων των ολίγων οι οποίοι κατέχουν το χρήμα. Έτσι, αυξάνεται η αξία του χρήματος έναντι της αξίας τής εργασίας και της πραγματικής παραγωγής. Και για να το πούμε πιο απλά: αυξάνεται η δύναμη των πιστωτών εις βάρος των οφειλετών.
Θα κλείσω το σημερινό σημείωμα προσπαθώντας να προλάβω μια απλή απορία: δηλαδή, αν βγούμε από το ευρώ, θα λυθούν όλα αυτά τα προβλήματα; Χμμμ... Δεν είναι σίγουρο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι κανένα απ' αυτά τα προβλήματα δεν μπορεί να λυθεί με τέτοιο ευρώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου