Έχω εκφράσει κατ' επανάληψη την εκτίμησή μου για το επίπεδο των αναγνωστών αυτού του ιστολογίου. Παραδέχομαι ότι ώρες-ώρες με βραχυκυκλώνετε τόσο με τις τοποθετήσεις σας όσο και με τις απορίες ή τα θέματα που βάζετε για συζήτηση. Τις προάλλες κάποιος ζήτησε να μιλήσουμε για την σκανδιναβική κρίση τής δεκατείας του '90, προχτές κάποιος άλλος έβαλε θέμα τα ψηφιακά νομίσματα, χτες ένας τρίτος θυμήθηκε τον Κοντράτιεφ... Δεν λέω, καλά όλα αυτά αλλά σιγά μη σας κάνω τέτοια χατήρια παρασκευιάτικα. Άλλα έχω σήμερα στο μυαλό μου.
Πρώτα-πρώτα, ανοίξτε τα ηχεία σας και ακούστε το "How dry I am" με προσοχή. Βέβαια, εδώ το ακούτε σε διασκευή για ορχήστρα αλλά πρέπει να σας πω ότι πρόκειται για λαϊκό πολιτειακό τραγουδάκι του 19ου αιώνα, βασισμένο σε κάποιο γκόσπελ (ευαγγελικός ύμνος). Μη μου πείτε ότι δεν σας θυμίζει κάτι! Ίσως να σας φέρνει στο μυαλό τον Σαρλώ, μιας και το έχει χρησιμοποιήσει ο Τσάρλυ Τσάπλιν για να ντύσει μουσικά κάποιες από τις βουβές του ταινίες. Σίγουρα, όμως, πρέπει να σας θυμίζει τον περίφημο "Μπουφετζή", του Γιώργου Μπάτη:
Ναι, σήμερα μου θυμήθηκε να μιλήσω για τον Γιώργο Μπάτη ή Αμπάτη, του οποίου το πραγματικό επώνυμο ήταν Τσώρος ή Τσορός, γεννήθηκε στα Παλιά Λουτρά Μεθάνων ή στον Πειραιά, μάλλον το 1890 αλλά μπορεί και το 1885 ή το 1886 και απέκτησε το παρανόμι του είτε από κάποιον ταγματάρχη ονόματι Ιωσήφ Αμπάτη είτε επειδή ο πατέρας του σκόρπαγε τα λεφτά του κι έλεγε πως τα έπαιρνε ο μπάτης. Όπως καταλαβαίνετε, δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς σοβαρά για αυτή την προσωπικότητα, που θεωρείται από τους πατριάρχες του ρεμπέτικου παρ' ότι γραμμοφώνησε μόνο 17 τραγούδια. Πάντα ντυμένος στην πέννα, με το καβουράκι του, την γραββάτα ή το παπιγιόν του, το ψηλοτάκουνο και μυτερό στιβάλι του και το μπαστουνάκι του, δεν καταγράφηκε άδικα ως ο μεγαλύτερος λαϊκός αριστοκράτης του υποκόσμου.
Ο Μπάτης πήγε φαντάρος το 1908 ή το 1909 και απολύθηκε το 1920. Κάτι οι απανωτοί πόλεμοι της εποχής και κάτι οι συνεχείς λιποταξίες του, έμεινε στον στρατό δώδεκα χρόνια, αρκετά για να μάθει το μπουζούκι από την καλή κι από την ανάποδη. Σαν απολύθηκε, βγήκε για μεροκάματο και σχεδόν δεν υπάρχει δουλειά που δεν έκανε, από κομπογιαννίτης (είχε "πατεντάρει" δική του σκόνη για τον πονόδοντο και δική του αλοιφή για τους κάλους) μέχρι πλανόδιος οδοντίατρος (!) κι από πλασιέ μέχρι σαράφης (ενεχυροδανειστής).
Κάπου εκεί στις αρχές τής δεκαετίας του 1920, άνοιξε στο ισόγειο του σπιτιού του στην Λεύκα του Πειραιά το χοροδιδασκαλείο "Κάρμεν", στο οποίο αναφερθήκαμε πρόσφατα ("Πίνοντας τσίπουρο στον Πειραιά...", "Μάγκας από μικράκι"). Η "Κάρμεν", εκτός από χοροδιδασκαλείο ήταν και ένας πρώτης τάξεως χασισοποτείο. Εκεί που χόρευε ο κόσμος, έδινε ο Μπάτης το παράγγελμα "μεσιέ, σανζέ λα νταμ πουρ αργιλέ" και όλοι περνούσαν στο πίσω δωμάτιο για να φουμάρουν.
Εκτός από την "Κάρμεν", ο Μπάτης άνοιγε και καφενέδες. Καφενέδες με μπουζούκια και με χασισάκι, βέβαια. Κι όταν λέμε άνοιγε, εννοούμε πώς έναν έκλεινε κι έναν άνοιγε κάθε τρεις και λίγο. Και με τι ονομασίες! "Οδός απελπισίας", "Το γλυκό όνηρον", "Τα τέσσερα βάσανα - οι έξι πόνοι"... Ο πιο ονομαστός απ' αυτούς τους καφενέδες βρισκόταν στα Λεμονάδικα, στην Ακτή Τζελέπη, λεγόταν "Καφενείον Ζωρζ Μπατέ" και λειτούργησε από το 1931 ως το 1937, όταν μια μεγάλη πυρκαγιά κατέστρεψε όλο το οικοδομικό τετράγωνο.
Κάπου εκεί στις αρχές τής δεκαετίας του 1930, ο μέγας πλακατζής Μπάτης σκέφτηκε να φτιάξει ένα μουσικό κουαρτέτο, μια ορχήστρα να πούμε, με καλλιτέχνες που δεν τους ήξερε κανείς και να την ονομάσει "Η τετράς η ξακουστή". Τό έψαξε κάμποσο και διάλεξε για συντρόφους του έναν εργάτη του λιμανιού ονόματι Στράτος Παγιουμτζής, έναν εκδοροσφαγέα ονόματι Μάρκος Βαμβακάρης και ένα άνεργο ρεμάλι ονόματι Ανέστης Δέλλιος (ο κατοπινός Ανέστος Δελιάς ή Αρτέμης). Ήταν η πρώτη ορχήστρα με κιθάρα, μπαγλαμά και δυο διαφορετικά χορδισμένα μπουζούκια, σχήμα που από τότε έγινε πρότυπο μιας ρεμπέτικης ορχήστρας.
Το 1933, η "τετράς" μπαίνει στο στούντιο για να γραμμοφωνήσει το "Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα" και το "Μάγκες καραβοτσακισμένοι". Πριν αρχίσει η ηχογράφηση, ο Μπάτης βγήκε έξω να κάνει μια τζούρα για να στρώσει η φωνή του. Μα σαν γύρισε, είχε μαστουριάσει τόσο, ώστε ήταν αδύνατο να τραγουδήσει. Για να μη ματαιωθεί η γραμμοφώνηση και πάνε στράφι τόσα έξοδα, ανέλαβε ο Παγιουμτζής να τραγουδήσει, που ήταν λιγώτερο "πιωμένος". Αυτή έμελλε να είναι η πρώτη δισκογραφική εμφάνιση του Στράτου Παγιουμτζή.
Τόσο για την "ξακουστή τετράδα" όσο και για τον ίδιο τον Μπάτη θα μπορούσαμε να μιλάμε με τις ώρες. Όμως, για να μη ξοδεύω τον χρόνο σας με πράγματα που ήδη γνωρίζετε ή που μπορεί εύκολα να βρείτε, προτιμώ να ολοκληρώσω για σήμερα με μια εν πολλοίς άγνωστη ιστορία, η οποία δείχνει την αίσθηση του χιούμορ που είχε ο Μπάτης, την έφεσή του για πλάκες αλλά και το ήθος του.
Το 1935, η "τετράς η ξακουστή" βρέθηκε στο Ηράκλειο για λίγες εμφανίσεις, με τον Μπαγιαντέρα να αντικαθιστά τον Παγιουμτζή που αρρώστησε ξαφνικά. Στο μαγαζί που παίζανε, πήγαινε κάθε βράδυ ένα κρητίκαρος, ο οποίος όμως ούτε τραγούδαγε ούτε χόρευε αλλά ήταν μονίμως σκεφτικός. Με τα πολλά, ο Μπάτης τον πλησίασε και ενδιαφέρθηκε να μάθει τι τον απασχολούσε. Όσο κι αν είναι αστείο, το πρόβλημα του κρητικού ήταν ότι είχε ένα πουλάρι τόσο ατίθασο ώστε κανείς δεν τολμούσε να το πλησιάσει. Ο Μπάτης έβαλε τα γέλια. "Σιγά καημένε", έκανε στον κρητικό, "αύριο το μεσημέρι, πριν πάρουμε το καράβι για Πειραιά, θα έρθω στον σταύλο σου, θα το καβαλλήσω και θα πάω βόλτα". Ο κρητικός πέταξε από την χαρά του. "Αν μου το μερέψεις, έχεις ένα χιλιάρικο για λόγου σου"!
Το επόμενο μεσημέρι πήγαν όλοι μαζί στο σπίτι του κρητικού. Ο Μπάτης τους έβαλε όλους σε απόσταση και μπήκε μόνος του στον στάβλο. Αμέσως από τον στάβλο ακούγεται ένας σαματάς, ένα κακό, που κόντεψε να γκρεμιστεί το κτίσμα. Οι άλλοι τρόμαξαν μα ύστερα από λίγο επικράτησε απόλυτη σιγή και δυο λεπτά αργότερα να σου κι ο Μπάτης να προβάλλει καβάλλα στο πουλάρι, στητός-στητός. Μέχρι και τον κρητικό έβαλε πισωκάπουλα για να τον κάνει μια κοντόβολτα. Χάρηκε ο κρητικός, δίνει το χιλιάρικο στον Μπάτη. Εκείνος κάνει νόημα στους άλλους, χαιρετάνε και φεύγουν γρήγορα-γρήγορα για το λιμάνι.
Πριν καλά-καλά λύσει κάβους το βαπόρι, σκάει μύτη τρέχοντας ο κρητικός καβάλλα σε ένα άλογο, κραδαίνοντας ένα ντουφέκι και ουρλιάζοντας. Οι τρεις κοιτάγανε με απορία μια τον κρητικό και μια τον φίλο τους, οπότε ο Μπάτης αναγκάστηκε να αποκαλύψει το κόλπο του. Μπαίνοντας στον στάβλο, άναψε μια τσίκα χασίσι και την πέταξε στον χώρο που ήταν το πουλάρι, το οποίο τσίνισε στην αρχή αλλά μόλις ντουμάνιασε ο τόπος, μαστούρωσε και ηρέμησε. Το κακό ήταν πως, ώσπου να το ξαναβάλει ο κρητικός στον στάβλο, πέρασε η μαστούρα... Όταν το βαπόρι έπιασε στον Πειραιά, πρώτη δουλειά του Μπάτη ήταν να πάει στο ταχυδρομείο και να επιστρέψει το χιλιάρικο στον κρητικό. Την επόμενη φορά που ο κρητικός ανέβηκε στον Πειραιά, πήγε και βρήκε τον Μπάτη κι έγιναν φιλαράκια.
Είπαμε πολλά και είναι ώρα να σας αφήσω. Αν θέλετε να ακούσετε Μπάτη, βάλτε "Από κάτω απ' το ραδίκι", "Βλέπω τέσσερις παρέα", "Ο Θερμαστής", "Σού 'χει λάχει", "Γυφτοπούλα στο χαμάμ" ή όποιο άλλο σας κάνει κέφι. Αν θέλετε να τον δείτε, ψάξτε την ελληνική ταινία του Αλέκου Σακελλάριου "Οι παπατζήδες", όπου κάνει τον μπαρμπουτιέρη, μαζί με τον Νίκο Σταυρίδη, τον Νίκο Ρίζο και τον Πέτρο Γιαννακό.
Πρώτα-πρώτα, ανοίξτε τα ηχεία σας και ακούστε το "How dry I am" με προσοχή. Βέβαια, εδώ το ακούτε σε διασκευή για ορχήστρα αλλά πρέπει να σας πω ότι πρόκειται για λαϊκό πολιτειακό τραγουδάκι του 19ου αιώνα, βασισμένο σε κάποιο γκόσπελ (ευαγγελικός ύμνος). Μη μου πείτε ότι δεν σας θυμίζει κάτι! Ίσως να σας φέρνει στο μυαλό τον Σαρλώ, μιας και το έχει χρησιμοποιήσει ο Τσάρλυ Τσάπλιν για να ντύσει μουσικά κάποιες από τις βουβές του ταινίες. Σίγουρα, όμως, πρέπει να σας θυμίζει τον περίφημο "Μπουφετζή", του Γιώργου Μπάτη:
Θέλω να γίνω μπουφετζής σε τούρκικους τεκέδες,Λένε πως ο Μπάτης άκουσε το κομμάτι βλέποντας Σαρλώ και το αντέγραψε αλλά το πιθανώτερο είναι ότι άρπαξε την μελωδία από κάποιους πολιτειακούς ναύτες που το τραγουδούσαν στο λιμάνι του Πειραιά. Αυτό έγινε το 1935. Το 1947, ο Σπύρος Περιστέρης "πείραξε" την μουσική, ο Μίνως Μάτσας άλλαξε τους στίχους (υπογράφοντάς τους ως Πιπίτσα Οικονόμου, το όνομα της γραμματέως του) και η Έλλη Σωφρονίου τραγούδησε την "Αρχόντισσα":
νά 'ρχονται οι χανούμισσες, να πίνουν αργιλέδες...
Ήθελα νά 'μουν πλούσιος, Ροκφέλερ αν μπορούσα,
να σ' έκανα αρχόντισσα, με βίλες και με λούσα...
"Καφενείον: Η Οδός Απελπισίας (Διαταγή Δημάρχου) - Ζορζ Α. Βατέ" Πίσω, ο Μπάτης. Δεξιά, με το μπαγλαμαδάκι ο αδικοχαμένος Μήτσος Καρυδάκιας |
Ναι, σήμερα μου θυμήθηκε να μιλήσω για τον Γιώργο Μπάτη ή Αμπάτη, του οποίου το πραγματικό επώνυμο ήταν Τσώρος ή Τσορός, γεννήθηκε στα Παλιά Λουτρά Μεθάνων ή στον Πειραιά, μάλλον το 1890 αλλά μπορεί και το 1885 ή το 1886 και απέκτησε το παρανόμι του είτε από κάποιον ταγματάρχη ονόματι Ιωσήφ Αμπάτη είτε επειδή ο πατέρας του σκόρπαγε τα λεφτά του κι έλεγε πως τα έπαιρνε ο μπάτης. Όπως καταλαβαίνετε, δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς σοβαρά για αυτή την προσωπικότητα, που θεωρείται από τους πατριάρχες του ρεμπέτικου παρ' ότι γραμμοφώνησε μόνο 17 τραγούδια. Πάντα ντυμένος στην πέννα, με το καβουράκι του, την γραββάτα ή το παπιγιόν του, το ψηλοτάκουνο και μυτερό στιβάλι του και το μπαστουνάκι του, δεν καταγράφηκε άδικα ως ο μεγαλύτερος λαϊκός αριστοκράτης του υποκόσμου.
Ο Μπάτης πήγε φαντάρος το 1908 ή το 1909 και απολύθηκε το 1920. Κάτι οι απανωτοί πόλεμοι της εποχής και κάτι οι συνεχείς λιποταξίες του, έμεινε στον στρατό δώδεκα χρόνια, αρκετά για να μάθει το μπουζούκι από την καλή κι από την ανάποδη. Σαν απολύθηκε, βγήκε για μεροκάματο και σχεδόν δεν υπάρχει δουλειά που δεν έκανε, από κομπογιαννίτης (είχε "πατεντάρει" δική του σκόνη για τον πονόδοντο και δική του αλοιφή για τους κάλους) μέχρι πλανόδιος οδοντίατρος (!) κι από πλασιέ μέχρι σαράφης (ενεχυροδανειστής).
Κάπου εκεί στις αρχές τής δεκαετίας του 1920, άνοιξε στο ισόγειο του σπιτιού του στην Λεύκα του Πειραιά το χοροδιδασκαλείο "Κάρμεν", στο οποίο αναφερθήκαμε πρόσφατα ("Πίνοντας τσίπουρο στον Πειραιά...", "Μάγκας από μικράκι"). Η "Κάρμεν", εκτός από χοροδιδασκαλείο ήταν και ένας πρώτης τάξεως χασισοποτείο. Εκεί που χόρευε ο κόσμος, έδινε ο Μπάτης το παράγγελμα "μεσιέ, σανζέ λα νταμ πουρ αργιλέ" και όλοι περνούσαν στο πίσω δωμάτιο για να φουμάρουν.
"Καφενείον: Το Γλυκό Όνηρον - Πτυχιούχος Παρισίων" |
Εκτός από την "Κάρμεν", ο Μπάτης άνοιγε και καφενέδες. Καφενέδες με μπουζούκια και με χασισάκι, βέβαια. Κι όταν λέμε άνοιγε, εννοούμε πώς έναν έκλεινε κι έναν άνοιγε κάθε τρεις και λίγο. Και με τι ονομασίες! "Οδός απελπισίας", "Το γλυκό όνηρον", "Τα τέσσερα βάσανα - οι έξι πόνοι"... Ο πιο ονομαστός απ' αυτούς τους καφενέδες βρισκόταν στα Λεμονάδικα, στην Ακτή Τζελέπη, λεγόταν "Καφενείον Ζωρζ Μπατέ" και λειτούργησε από το 1931 ως το 1937, όταν μια μεγάλη πυρκαγιά κατέστρεψε όλο το οικοδομικό τετράγωνο.
Κάπου εκεί στις αρχές τής δεκαετίας του 1930, ο μέγας πλακατζής Μπάτης σκέφτηκε να φτιάξει ένα μουσικό κουαρτέτο, μια ορχήστρα να πούμε, με καλλιτέχνες που δεν τους ήξερε κανείς και να την ονομάσει "Η τετράς η ξακουστή". Τό έψαξε κάμποσο και διάλεξε για συντρόφους του έναν εργάτη του λιμανιού ονόματι Στράτος Παγιουμτζής, έναν εκδοροσφαγέα ονόματι Μάρκος Βαμβακάρης και ένα άνεργο ρεμάλι ονόματι Ανέστης Δέλλιος (ο κατοπινός Ανέστος Δελιάς ή Αρτέμης). Ήταν η πρώτη ορχήστρα με κιθάρα, μπαγλαμά και δυο διαφορετικά χορδισμένα μπουζούκια, σχήμα που από τότε έγινε πρότυπο μιας ρεμπέτικης ορχήστρας.
Το 1933, η "τετράς" μπαίνει στο στούντιο για να γραμμοφωνήσει το "Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα" και το "Μάγκες καραβοτσακισμένοι". Πριν αρχίσει η ηχογράφηση, ο Μπάτης βγήκε έξω να κάνει μια τζούρα για να στρώσει η φωνή του. Μα σαν γύρισε, είχε μαστουριάσει τόσο, ώστε ήταν αδύνατο να τραγουδήσει. Για να μη ματαιωθεί η γραμμοφώνηση και πάνε στράφι τόσα έξοδα, ανέλαβε ο Παγιουμτζής να τραγουδήσει, που ήταν λιγώτερο "πιωμένος". Αυτή έμελλε να είναι η πρώτη δισκογραφική εμφάνιση του Στράτου Παγιουμτζή.
Τόσο για την "ξακουστή τετράδα" όσο και για τον ίδιο τον Μπάτη θα μπορούσαμε να μιλάμε με τις ώρες. Όμως, για να μη ξοδεύω τον χρόνο σας με πράγματα που ήδη γνωρίζετε ή που μπορεί εύκολα να βρείτε, προτιμώ να ολοκληρώσω για σήμερα με μια εν πολλοίς άγνωστη ιστορία, η οποία δείχνει την αίσθηση του χιούμορ που είχε ο Μπάτης, την έφεσή του για πλάκες αλλά και το ήθος του.
Η ξακουστή τετράς: Στράτος Παγιουμτζής, Μάρκος Βαμβακάρης, Γιώργος Μπάτης, Ανέστος Δελιάς |
Το 1935, η "τετράς η ξακουστή" βρέθηκε στο Ηράκλειο για λίγες εμφανίσεις, με τον Μπαγιαντέρα να αντικαθιστά τον Παγιουμτζή που αρρώστησε ξαφνικά. Στο μαγαζί που παίζανε, πήγαινε κάθε βράδυ ένα κρητίκαρος, ο οποίος όμως ούτε τραγούδαγε ούτε χόρευε αλλά ήταν μονίμως σκεφτικός. Με τα πολλά, ο Μπάτης τον πλησίασε και ενδιαφέρθηκε να μάθει τι τον απασχολούσε. Όσο κι αν είναι αστείο, το πρόβλημα του κρητικού ήταν ότι είχε ένα πουλάρι τόσο ατίθασο ώστε κανείς δεν τολμούσε να το πλησιάσει. Ο Μπάτης έβαλε τα γέλια. "Σιγά καημένε", έκανε στον κρητικό, "αύριο το μεσημέρι, πριν πάρουμε το καράβι για Πειραιά, θα έρθω στον σταύλο σου, θα το καβαλλήσω και θα πάω βόλτα". Ο κρητικός πέταξε από την χαρά του. "Αν μου το μερέψεις, έχεις ένα χιλιάρικο για λόγου σου"!
Το επόμενο μεσημέρι πήγαν όλοι μαζί στο σπίτι του κρητικού. Ο Μπάτης τους έβαλε όλους σε απόσταση και μπήκε μόνος του στον στάβλο. Αμέσως από τον στάβλο ακούγεται ένας σαματάς, ένα κακό, που κόντεψε να γκρεμιστεί το κτίσμα. Οι άλλοι τρόμαξαν μα ύστερα από λίγο επικράτησε απόλυτη σιγή και δυο λεπτά αργότερα να σου κι ο Μπάτης να προβάλλει καβάλλα στο πουλάρι, στητός-στητός. Μέχρι και τον κρητικό έβαλε πισωκάπουλα για να τον κάνει μια κοντόβολτα. Χάρηκε ο κρητικός, δίνει το χιλιάρικο στον Μπάτη. Εκείνος κάνει νόημα στους άλλους, χαιρετάνε και φεύγουν γρήγορα-γρήγορα για το λιμάνι.
Πριν καλά-καλά λύσει κάβους το βαπόρι, σκάει μύτη τρέχοντας ο κρητικός καβάλλα σε ένα άλογο, κραδαίνοντας ένα ντουφέκι και ουρλιάζοντας. Οι τρεις κοιτάγανε με απορία μια τον κρητικό και μια τον φίλο τους, οπότε ο Μπάτης αναγκάστηκε να αποκαλύψει το κόλπο του. Μπαίνοντας στον στάβλο, άναψε μια τσίκα χασίσι και την πέταξε στον χώρο που ήταν το πουλάρι, το οποίο τσίνισε στην αρχή αλλά μόλις ντουμάνιασε ο τόπος, μαστούρωσε και ηρέμησε. Το κακό ήταν πως, ώσπου να το ξαναβάλει ο κρητικός στον στάβλο, πέρασε η μαστούρα... Όταν το βαπόρι έπιασε στον Πειραιά, πρώτη δουλειά του Μπάτη ήταν να πάει στο ταχυδρομείο και να επιστρέψει το χιλιάρικο στον κρητικό. Την επόμενη φορά που ο κρητικός ανέβηκε στον Πειραιά, πήγε και βρήκε τον Μπάτη κι έγιναν φιλαράκια.
Ο Γιώργος Μπάτης ως μπαρμπουτιέρης στην ελληνική ταινία "Οι παπατζήδες" (1954) |
Είπαμε πολλά και είναι ώρα να σας αφήσω. Αν θέλετε να ακούσετε Μπάτη, βάλτε "Από κάτω απ' το ραδίκι", "Βλέπω τέσσερις παρέα", "Ο Θερμαστής", "Σού 'χει λάχει", "Γυφτοπούλα στο χαμάμ" ή όποιο άλλο σας κάνει κέφι. Αν θέλετε να τον δείτε, ψάξτε την ελληνική ταινία του Αλέκου Σακελλάριου "Οι παπατζήδες", όπου κάνει τον μπαρμπουτιέρη, μαζί με τον Νίκο Σταυρίδη, τον Νίκο Ρίζο και τον Πέτρο Γιαννακό.
2 σχόλια:
Το τραγουδι αυτο ειναι του ιρβιν μπερλιν και κυκλοφορησε υο 1919 με τον τιτλο "the near future".
Πιθανολογω, με μεγαλη δοση αυθαιρεσιας, οτι ο Μπατης το ακουσρ απο τον ανδρα της αδελφης του που ηταν θερμαστης στα βαπορια και ο οποιος πεθανε απο φυματιωση. Το τραγουδι " ο θερμαστης" το εγραψε για εκεινον. Το how dry... Το τραγουδουσαν την εποχη της ποτοαπαγορευσης. Στους μη ομιλουμτες ακομα κινηματογραφους των λιμανιων ειδικα της Ν. Ορλεανης το επαιζαν στο πιανο. Εκει ισως το ακουσε ο θερμαστης και ισως το σφυριζε οταν γυρισε πισω.
Νομίζω ότι είναι μύθος αυτό για τη σχέση προέλευσης μεταξύ Μπουφετζή και How dry I am. Τα κοινά σημεία ανάμεσα στους δύο σκοπούς περιορίζονται σε μουσικές φράσεις τόσο απλές και προφανείς ώστε θα μπορούσε να τις έχει συνθέσει οποιοσδήποτε. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ίδιο το How dry I am, στα πρώτα δευτερόλεπτα, δεν ξεχωρίζει από το When the saints.
Δημοσίευση σχολίου