"Οι μισθοί της εργασίας -λέει ο Τζ. Στ. Μιλλ- δεν έχουν παραγωγική δύναμη, είναι η τιμή τής παραγωγικής δύναμης. Όπως η τιμή των ίδιων των μηχανών έτσι και οι μισθοί τής εργασίαςδε συντελούν καθόλου στην παραγωγή των εμπορευμάτων που γίνεται από την ίδια την εργασία. Αν ήταν δυνατόν η εργασία να αποχτιέται χωρίς να αγοράζεται, τότε θάταν περιττοί οι μισθοί τής εργασίας". Αν όμως οι εργάτες θα μπορούσαν να ζουν με αέρα, δε θάταν δυνατό ν' αγοραστούν με καμιά τιμή. Επομένως, το μη-κόστος τους αποτελεί όριο με τη μαθηματική έννοια της λέξης, δηλ. όριο που ποτέ δε μπορεί να το φτάσει κανείς, μα που πάντα μπορεί να το πλησιάζει. Μόνιμη τάση του κεφαλαίου είναι να υποβιβάσει τους εργάτες ίσαμε αυτό το μηδενιστικό επίπεδο.
Ο συγγραφέας του "Essay on Trade and Commerce", ένας συγγραφέας του 18ου αιώνα που τον έχω αναφέρει συχνά, προδίνει μονάχα το πιο ενδόμυχο μυστικό τού αγγλικού κεφαλαίου, όταν κηρύχνει πως ιστορικό ζωτικό καθήκον τής Αγγλίας είναι να κατεβάσει τον αγγλικό μισθό εργασίας στο γαλλικό και ολλανδικό επίπεδο. Ανάμεσα στ' άλλα λέει με αφέλεια: "Αν όμως οι φτωχοί μας (πρόκειται για τεχνική έκφραση που εννοεί τους εργάτες) θέλουν να ζουν στην πολυτέλεια... πρέπει φυσικά η εργασία τους νάναι ακριβή... Φτάνει μόνο να ρίξουμε μια ματιά στον τρομαχτικό σωρό των περιττών πραγμάτων (heap of superfluties) που καταναλώνουν οι εργάτες μας της μανουφακτούρας όπως λ.χ. το ρακί, το τζιν, το τσάι, τη ζάχαρη, τα φρούτα που έρχονται από το εξωτερικό, τη δυνατή μπύρα, τα σταμπάτα υφάσματα, τον ταμπάκο, τον καπνό κλπ".
Ο συγγραφέας παραθέτει ένα απόσπασμα από το σύγγραμμα ενός εργοστασιάρχη τού Νορθχαμπτονσηρ, που θρηνεί λοξοκοιτάζοντας τον ουρανό: "Στη Γαλλία η εργασία είναι κατά ένα ολόκληρο τρίτο φτηνότερη απ' ότι στην Αγγλία γιατί οι γάλλοι φτωχοί εργάζονται σκληρά ενώ η τροφή και το ντύσιμό τους είναι πενιχρά, καταναλώνουν κυρίως ψωμί, καρπούς, λάχανα, ρίζες και παστό ψάρι. Κρέας τρώνε πολύ σπάνια, κι όταν το στάρι ανέβει στην τιμή, τρώνε πολύ λίγο ψωμί".
"Σ' αυτά -συνεχίζει ο συγγραφέας τού Essay- πρέπει να προσθέσουμε πως πίνουν νερό κι άλλα παρόμοια αδύναμα ποτά, έτσι που πράγματι ξοδεύουν καταπληχτικά λίγο χρήμα... Φυσικά είναι δύσκολο να πετύχουμε μια τέτια κατάσταση, δεν είναι όμως αδύνατο να την πετύχουμε, πράγμα που το αποδείχνει η ύπαρξή της τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ολλανδία".
Δυο δεκαετίες αργότερα ένας αμερικανός απατεώνας, ο βαρωνοποιημένος γιάγκης Βενιαμίν Θόμψον (αλλιώς κόμης του Ράμφορντ), ακολουθούσε με μεγάλη ευχαρίστηση ενώπιον θεού και ανθρώπων την ίδια φιλανθρωπική γραμμή. Τα "Δοκίμιά" του είναι ένας οδηγός μαγειρικής με όλων των ειδών τις συνταγές για ν' αντικαταστήσει με υποκατάστατα τα συνηθισμένα ακριβότερα φαγητά των εργατών. Μια εξαιρετικά πετυχημένη συνταγή αυτού του περίεργου "φιλοσόφου" είναι η παρακάτω: "Πέντε λίβρες κριθάρι, πέντε λίβρες καλαμπόκι, 3 πένες ρέγγες, 1 πένα αλάτι, 1 πένα ξύδι, 2 πένες πιπέρι και χόρτα - σύνολο 20,75 πένες, κάνουν μια σούπα για 64 ανθρώπους, ακόμα και με βάση τις μέσες τιμές των σιτηρών, μπορεί μάλιστα το κόστος να κατέβει ως 1/4 της πένας (ούτε 3 χρυσά λεπτά) κατ' άτομο". (...)
Στα τέλη τού 18ου και στις πρώτες δεκαετίες τού 19ου αιώνα οι άγγλοι παχτωτές και μεγαλογαιοκτήμονες πέτυχαν το απόλυτο κατώτατο μεροκάματο, πληρώνοντας στους μεροκαματιάρηδες της γεωργίας λιγότερα από το κατώτατο αυτό όριο με τη μορφή μεροκάματου και το υπόλοιπο με τη μορφή ενοριακού επιδόματος. (...) Η εξεταστική επιτροπή της βουλής των λόρδων τού 1814 ρωτάει κάποιον Α. Μπένετ, μεγαλοπαχτωτή, ειρηνοδίκη, διαχειριστή φτωχοκομείου και επίσημο ρυθμιστή των μισθών: "Μήπως παρατηριέται κάποια σχέση ανάμεσα στην αξία τής ημερήσιας εργασίας και στο επίδομα που δίνει η ενορία στους εργάτες;". Απάντηση: "Μάλιστα. Οι βδομαδιάτικες απολαβές κάθε οικογένειας συμπληρώνονται πέρα από τον ονομαστικό μισθό τους, ώσπου να φτάσουν την τιμή ενός καρβελιού (βάρους 8 λιβρών και 11 ουγγιών) [σ.σ.: περίπου 4 κιλά] συν 3 πένες κατ' άτομο... Ένα τέτιο καρβέλι το θεωρούμε αρκετό για τη συντήρηση κάθε μέλους τής οικογένειας επί μια εβδομάδα. Οι 3 πένες είναι για το ρουχισμό. Κι αν ευαρεστηθεί η ενορία να δόσει η ίδια το ρουχισμό, τότε αφαιρούνται αυτές οι 3 πένες. Αυτό δεν εφαρμόζεται μόνο στο δυτικό Ουίλτσηρ, μα, όπως νομίζω, σε όλη τη χώρα".
Τα παραπάνω γράφει ο Κάρολος Μαρξ στον πρώτο τόμο τού "Κεφαλαίου" του (έκδοση Σύγχρονη Εποχή, σελ. 621-623) και δεν χρειάζεται να σημειώσω πόσα χρόνια πάνε από τότε. Τα θυμήθηκα τούτες τις μέρες, καθώς διάβαζα μια έκθεση του ΕΦΚΑ με στοιχεία για την απασχόληση, σύμφωνα με τα οποία ο ένας στους τρεις εργαζόμενους στην χώρα μας δουλεύει με μερική απασχόληση, η μέση μηνιαία μικτή αμοιβή τής οποίας φτάνει τα 389,65 ευρώ (327,31 καθαρά). Αν μη τι άλλο, αυτά τα λεφτά υπερβαίνουν κατά πολύ την αξία τεσσάρων κιλών ψωμιού την εβδομάδα, οπότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για περαιτέρω μειώσεις.
Σας αφήνω να κάνετε συγκρίσεις τού καπιταλιστικού ενοριακού επιδόματος που αναφέρει ο Μαρξ στο παραπάνω απόσπασμα και του σοσιαλιστικού επιδόματος αλληλεγγύης που καταβάλει η κυβέρνησή μας. Στο μεταξύ, εγώ θα κλείσω το σημερινό σημείωμα αντιγράφοντας μια υποσημείωση από την σελίδα 622, την οποία έχω αναφέρει κατ' επανάληψη σε παλιότερα σημειώματα:
Σημείωση: Στην αντιγραφή τήρησα πιστά την ορθογραφία του πρωτοτύπου, εκτός από την μεταγραφή σε μονοτονικό. Άλλαξα μόνο την μορφοποίηση, για να κάνω το κείμενο πιο ευκολοδιάβαστο. Φυσικά, οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου.
Ο συγγραφέας του "Essay on Trade and Commerce", ένας συγγραφέας του 18ου αιώνα που τον έχω αναφέρει συχνά, προδίνει μονάχα το πιο ενδόμυχο μυστικό τού αγγλικού κεφαλαίου, όταν κηρύχνει πως ιστορικό ζωτικό καθήκον τής Αγγλίας είναι να κατεβάσει τον αγγλικό μισθό εργασίας στο γαλλικό και ολλανδικό επίπεδο. Ανάμεσα στ' άλλα λέει με αφέλεια: "Αν όμως οι φτωχοί μας (πρόκειται για τεχνική έκφραση που εννοεί τους εργάτες) θέλουν να ζουν στην πολυτέλεια... πρέπει φυσικά η εργασία τους νάναι ακριβή... Φτάνει μόνο να ρίξουμε μια ματιά στον τρομαχτικό σωρό των περιττών πραγμάτων (heap of superfluties) που καταναλώνουν οι εργάτες μας της μανουφακτούρας όπως λ.χ. το ρακί, το τζιν, το τσάι, τη ζάχαρη, τα φρούτα που έρχονται από το εξωτερικό, τη δυνατή μπύρα, τα σταμπάτα υφάσματα, τον ταμπάκο, τον καπνό κλπ".
Ο συγγραφέας παραθέτει ένα απόσπασμα από το σύγγραμμα ενός εργοστασιάρχη τού Νορθχαμπτονσηρ, που θρηνεί λοξοκοιτάζοντας τον ουρανό: "Στη Γαλλία η εργασία είναι κατά ένα ολόκληρο τρίτο φτηνότερη απ' ότι στην Αγγλία γιατί οι γάλλοι φτωχοί εργάζονται σκληρά ενώ η τροφή και το ντύσιμό τους είναι πενιχρά, καταναλώνουν κυρίως ψωμί, καρπούς, λάχανα, ρίζες και παστό ψάρι. Κρέας τρώνε πολύ σπάνια, κι όταν το στάρι ανέβει στην τιμή, τρώνε πολύ λίγο ψωμί".
"Σ' αυτά -συνεχίζει ο συγγραφέας τού Essay- πρέπει να προσθέσουμε πως πίνουν νερό κι άλλα παρόμοια αδύναμα ποτά, έτσι που πράγματι ξοδεύουν καταπληχτικά λίγο χρήμα... Φυσικά είναι δύσκολο να πετύχουμε μια τέτια κατάσταση, δεν είναι όμως αδύνατο να την πετύχουμε, πράγμα που το αποδείχνει η ύπαρξή της τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ολλανδία".
Δυο δεκαετίες αργότερα ένας αμερικανός απατεώνας, ο βαρωνοποιημένος γιάγκης Βενιαμίν Θόμψον (αλλιώς κόμης του Ράμφορντ), ακολουθούσε με μεγάλη ευχαρίστηση ενώπιον θεού και ανθρώπων την ίδια φιλανθρωπική γραμμή. Τα "Δοκίμιά" του είναι ένας οδηγός μαγειρικής με όλων των ειδών τις συνταγές για ν' αντικαταστήσει με υποκατάστατα τα συνηθισμένα ακριβότερα φαγητά των εργατών. Μια εξαιρετικά πετυχημένη συνταγή αυτού του περίεργου "φιλοσόφου" είναι η παρακάτω: "Πέντε λίβρες κριθάρι, πέντε λίβρες καλαμπόκι, 3 πένες ρέγγες, 1 πένα αλάτι, 1 πένα ξύδι, 2 πένες πιπέρι και χόρτα - σύνολο 20,75 πένες, κάνουν μια σούπα για 64 ανθρώπους, ακόμα και με βάση τις μέσες τιμές των σιτηρών, μπορεί μάλιστα το κόστος να κατέβει ως 1/4 της πένας (ούτε 3 χρυσά λεπτά) κατ' άτομο". (...)
Στα τέλη τού 18ου και στις πρώτες δεκαετίες τού 19ου αιώνα οι άγγλοι παχτωτές και μεγαλογαιοκτήμονες πέτυχαν το απόλυτο κατώτατο μεροκάματο, πληρώνοντας στους μεροκαματιάρηδες της γεωργίας λιγότερα από το κατώτατο αυτό όριο με τη μορφή μεροκάματου και το υπόλοιπο με τη μορφή ενοριακού επιδόματος. (...) Η εξεταστική επιτροπή της βουλής των λόρδων τού 1814 ρωτάει κάποιον Α. Μπένετ, μεγαλοπαχτωτή, ειρηνοδίκη, διαχειριστή φτωχοκομείου και επίσημο ρυθμιστή των μισθών: "Μήπως παρατηριέται κάποια σχέση ανάμεσα στην αξία τής ημερήσιας εργασίας και στο επίδομα που δίνει η ενορία στους εργάτες;". Απάντηση: "Μάλιστα. Οι βδομαδιάτικες απολαβές κάθε οικογένειας συμπληρώνονται πέρα από τον ονομαστικό μισθό τους, ώσπου να φτάσουν την τιμή ενός καρβελιού (βάρους 8 λιβρών και 11 ουγγιών) [σ.σ.: περίπου 4 κιλά] συν 3 πένες κατ' άτομο... Ένα τέτιο καρβέλι το θεωρούμε αρκετό για τη συντήρηση κάθε μέλους τής οικογένειας επί μια εβδομάδα. Οι 3 πένες είναι για το ρουχισμό. Κι αν ευαρεστηθεί η ενορία να δόσει η ίδια το ρουχισμό, τότε αφαιρούνται αυτές οι 3 πένες. Αυτό δεν εφαρμόζεται μόνο στο δυτικό Ουίλτσηρ, μα, όπως νομίζω, σε όλη τη χώρα".
Μαρξ και ¨Ενγκελς επεξεργάζονται το "Κομμουνιστικό Μανιφέστο" (πίνακας του Β. Πολυακόφ, 1961) |
Τα παραπάνω γράφει ο Κάρολος Μαρξ στον πρώτο τόμο τού "Κεφαλαίου" του (έκδοση Σύγχρονη Εποχή, σελ. 621-623) και δεν χρειάζεται να σημειώσω πόσα χρόνια πάνε από τότε. Τα θυμήθηκα τούτες τις μέρες, καθώς διάβαζα μια έκθεση του ΕΦΚΑ με στοιχεία για την απασχόληση, σύμφωνα με τα οποία ο ένας στους τρεις εργαζόμενους στην χώρα μας δουλεύει με μερική απασχόληση, η μέση μηνιαία μικτή αμοιβή τής οποίας φτάνει τα 389,65 ευρώ (327,31 καθαρά). Αν μη τι άλλο, αυτά τα λεφτά υπερβαίνουν κατά πολύ την αξία τεσσάρων κιλών ψωμιού την εβδομάδα, οπότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για περαιτέρω μειώσεις.
Σας αφήνω να κάνετε συγκρίσεις τού καπιταλιστικού ενοριακού επιδόματος που αναφέρει ο Μαρξ στο παραπάνω απόσπασμα και του σοσιαλιστικού επιδόματος αλληλεγγύης που καταβάλει η κυβέρνησή μας. Στο μεταξύ, εγώ θα κλείσω το σημερινό σημείωμα αντιγράφοντας μια υποσημείωση από την σελίδα 622, την οποία έχω αναφέρει κατ' επανάληψη σε παλιότερα σημειώματα:
Σήμερα προχωρήσαμε πολύ πιο πέρα χάρη στο συναγωνισμό που γίνεται στην παγκόσμια αγορά. "Αν η Κίνα -λέει ο βουλευτής Στάμπλτον τους εκλογείς του- αν η Κίνα γίνει μεγάλη βιομηχανική χώρα, δε βλέπω πώς ο εργατικός πληθυσμός τής Ευρώπης θ' αντέξει στον αγώνα, χωρίς να κατέβει ίσαμε το επίπεδο των ανταγωνιστών του" (Times, 3 του Σεπτέμβρη 1873). Όχι πια ηπειρωτικά, αλλά κινέζικα μεροκάματα, αυτός είναι τώρα ο σκοπός που επιδιώκει το αγγλικό κεφάλαιο.---------------------------------------------------
Σημείωση: Στην αντιγραφή τήρησα πιστά την ορθογραφία του πρωτοτύπου, εκτός από την μεταγραφή σε μονοτονικό. Άλλαξα μόνο την μορφοποίηση, για να κάνω το κείμενο πιο ευκολοδιάβαστο. Φυσικά, οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου