Πνευματικά δικαιώματα δεν υπάρχουν. Οι ιδέες πρέπει να κυκλοφορούν ελεύθερα. Άρα...
... η αντιγραφή όχι απλώς επιτρέπεται αλλά είναι και επιθυμητή, ακόμη και χωρίς αναφορά της πηγής!

Η γλώσσα κόκκαλα τσακίζει

- "Ο λόγος που μ' άφησες έξω από την υπόθεση", είπε ήσυχα, "ήταν ότι νόμισες πως η αστυνομία δεν θα πίστευε ότι σκέτη περιέργεια μ' έσπρωξε να κατέβω εκεί κάτω χτες το βράδυ. Θα υποψιάζονταν ίσως ότι είχα κάποιον ύποπτο λόγο και θα με σφυροκοπούσαν μέχρι να σπάσω".
- "Πώς ξέρεις αν δεν σκέφτηκα το ίδιο πράγμα;"
- "Οι αστυνομικοί είναι κι αυτοί άνθρωποι", είπε ξεκάρφωτα.
- "Έχω ακούσει ότι σαν τέτοιοι ξεκινάνε".

[Ραίημοντ Τσάντλερ, "Αντίο, γλυκειά μου", εκδόσεις Λυχνάρι, 1990 (σελ.: 54)]

26 Ιανουαρίου 2016

Τράπεζα της Ελλάδος - 4. 1929-1932: Το σύστημα τρίζει

Την εποχή που στην γαστέρα τού κεφαλαίου συλλαμβανόταν η Τράπεζα της Ελλάδος, το τραπεζικό τοπίο τής χώρας ήταν ασαφές και μπερδεμένο. Κατ' αρχάς, δέσποζε η Εθνική, με τον δισυπόστατο ρόλο της ως εμπορική και ως κεντρική τράπεζα. Δίπλα της, υπήρχαν άλλες 37 τράπεζες, ανάμεσα στις οποίες ξεχώριζαν η Αθηνών, η Εμπορική, η Τράπεζα Ανατολής και η -αγγλικών συμφερόντων- Ιονική, που κυριαρχούσε στα Ιόνια νησιά. Επίσης, υπήρχαν τρεις κτηματικές τράπεζες, με την νεοσύστατη Εθνική Κτηματική (θυγατρική της Εθνικής) να ξεχωρίζει. Τέλος, υπήρχαν δυο μικρές αγροτικές τράπεζες, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Μόνη της η Εθνική κατείχε το 45% των καταθέσεων της χώρας, οι άλλες τέσσερις μεγάλες τράπεζες που αναφέραμε κατείχαν μαζί το 40% και όλες οι υπόλοιπες σαράντα τράπεζες μοιράζονταν το 15%.

Μέσα στο παραπάνω πλαίσιο, με το κράτος να αντιμετωπίζει οργανωτικά προβλήματα λόγω αντικειμενικών δυσκολιών (επέκταση με τους βαλκανικούς πολέμους και συρρίκνωση με την μικρασιατική κατάστροφή μέσα σε λιγώτερο από 20 χρόνια) και με την έλλειψη ενός στοιχειώδους τραπεζικού κώδικα, είναι λογικό να συμβούν δυο πράγματα. Πρώτον, ο εναγκαλισμός των τραπεζών με το κράτος, ο οποίος ήταν τόσο έντονος ώστε έβγαζε μάτια και επέσυρε δυσμενείς διεθνείς κριτικές (είδαμε ήδη την κριτική των λονδρέζικων Times στην Εθνική). Και, δεύτερον, η σαθρή δομή (κυρίως των μικρών τραπεζών), η οποία τις έκανε εξαιρετικά ευάλωτες στις σεισμικές δονήσεις τού μεγάλου κραχ του 1929. Πάνω σ' αυτό το τελευταίο θα πούμε δυο λόγια σήμερα.

Φεβρουάριος 1932: Διαδήλωση καταθετών μπροστά στο κτήριο της Τράπεζας Κοσμαδοπούλου
(Ένθετο: δημοσίευμα της εφημερίδας "Λαϊκή φωνή", 9/3/1933)
Μετά την μικρασιατική καταστροφή, άρχισαν στην Ελλάδα να ξεπετάγονται καινούργιες τράπεζες σαν μανιτάρια. Μόνο μέσα στο 1926 ιδρύθηκαν επτά: Σερβοελληνική, Γεωργική Ελλάδος. Γεωργικής Πίστεως, Ένωσης, Λακωνίας, Αγγλοαμερικανική, Παύλου. Το πρελούδιο της καταστροφής ήταν η πτώχευση των δυο τελευταίων το 1929. Μια πτώχευση που δημιούργησε πανικό και οδήγησε σε αθρόα απόσυρση καταθέσεων. Η κυβέρνηση Βενιζέλου τα χρειάστηκε και ξεκινησε μια σειρά επαφών με τις μεγαλύτερες τράπεζες, η οποία κατέληξε στην ίδρυση μιας τραπεζικής ένωσης που είχε ως σκοπό την παροχή ρευστότητας στις μικρότερες. Παράλληλα, για να στηρίξει τις παραπαίουσες μικρές τράπεζες, η ένωση αγόραζε τις μετοχές τους που κατέρρεαν στο χρηματιστήριο.

Το πρελούδιο ολοκληρώθηκε και, για λίγο, επικράτησε μια ανακούφιση. Όμως, σύντομα τα όργανα άρχισαν να χτυπούν δυνατώτερα, καθώς πτώχευε η Τράπεζα Θεσσαλίας στον Βόλο. Η Θεσσαλίας είχε ιδρυθεί το 1921 από τον μεγαλοτσιφλικά Παπαγεωργίου και εξυπηρετούσε πολλές θεσσαλικές επιχειρήσεις, οπότε η πτώχευσή της είχε δραματικές επιπτώσεις σε ολόκληρη την οικονομία της περιοχής. Με πρωτοβουλία της Εθνικής (η νεοσυσταθείσα ΤτΕ είναι ακόμη αδύναμη για τέτοια), συστήνεται ένα "συνδικάτο εγγύησης (syndicat de garantie)", το οποίο αναλαμβάνει την εκκαθάριση της τράπεζας Θεσσαλίας.

Μπαίνοντας το 1930, αρχίζουν τριγμοί στην -θεωρούμενη ως ισχυρή- Τράπεζα Βιομηχανίας. Σε βοήθειά της σπεύδουν ΕτΕ και ΤτΕ, προσφέροντάς της ρευστότητα αλλά και προωθώντας ένα σχέδιο συγχώνευσής της με την Τράπεζα Λακωνίας και την Τράπεζα Ελληνικής Εμπορικής Πίστεως. Όμως, το σχέδιο αποτυγχάνει επειδή η Λακωνίας έχει κι αυτή προβλήματα ρευστότητας. Και τότε έρχεται η χαριστική βολή για την Βιομηχανίας, καθώς πτωχεύει ένας από τους μεγαλύτερους χρεώστες της, η "Εμπορική Βιομηχανική Εταιρεία" του πατρινού μεγαλοεπιχειρηματία Δημοσθένη Αλεξόπουλου (*). Η ΤτΕ έκανε τα αδύνατα δυνατά για να σώσει την τράπεζα, έτοιμη να διαθέσει ως και το 10% των κεφαλαίων της γι' αυτόν τον σκοπό (!), πλην εις μάτην. Η Βιομηχανίας οδηγήθηκε σε εκκαθάριση.

Κατά την διετία 1930-1931, όλες οι τράπεζες λειτουργούν με ζημιές και κρατιούνται με τα δόντια. Όμως, στις 31 Ιανουαρίου 1932, σκάει το επόμενο κανόνι και πάλι στον Βόλο. Αυτή την φορά ήταν η Τράπεζα Κοσμαδοπούλου, η οποία παρασέρνει και την -στενά συνδεδεμένη μαζί της- Τράπεζα Τρικάλων αλλά και την τράπεζα Χολέβα-Μαρκαρά στην Λάρισα. Λίγο αργότερα, οι Κοσμαδόπουλοι (**) θα συλληφθούν και θα οδηγηθούν σε δίκη για δόλια χρεωκοπία, πλαστογραφία, απάτη και υπεξαίρεση (λίγο πριν την πτώχευση, είχαν μεταβιβάσει όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία στις συζύγους τους). Με εγγύηση το ενεργητικό τής υπό εκκαθάριση τράπεζας, η ΤτΕ βάζει 20 εκατομμύρια και η ΕτΕ άλλα 5, για να ολοκληρωθεί η εκκαθάριση με τα λιγώτερα δυνατά προβλήματα.

Ολόκληρη η Θεσσαλία είναι πλέον σε αναβρασμό αλλά το βαρέλι δεν φαίνεται να έχει πάτο. Πριν βγει ο Μάιος, άλλη μια τράπεζα της περιοχής καταρρέει. Πρόκειται για την φιλόδοξη Κεντρική Τράπεζα της Ελλάδος, μέτοχοι της οποίας ήσαν κυρίως εφοπλιστές. Η ΚτΕ ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος ότι αδυνατεί να επιστρέψει στους καταθέτες της τα χρήματά τους. Η ΤτΕ σπεύδει να βοηθήσει αλλά και πάλι δεν γίνεται τίποτε. Πριν βγει η χρονιά, η Κεντρική θα τεθεί κι αυτή υπό εκκαθάριση.


Ο "Νέος Ριζοσπάστης" αναγγέλλει την πτώχευση της Κεντρικής Τράπεζας (25/5/1932)

Τα σύννεφα πυκνώνουν πάνω από την ελληνική οικονομία. Μέσα σε λιγότερο από τριάμισυ χρόνια έξι τράπεζες τέθηκαν υπό αναγκαστική εκκαθάριση (Αγγλοαμερικανική, Κοσμαδοπούλου, Σάμου, Μεσσηνίας, Κεντρική, Τρικάλων), άλλες δέκα υπό εκούσια εκκαθάριση (Αθηναϊκή, Πίστεως, Βιομηχανίας, Εμπόρων Ελλάδος, Εμπορίου και Βιομηχανίας, Εθνικής Οικονομίας, Θεσσαλίας, Ιδιοκτησίας Πειραιώς, Μεσιτική, Πανελλήνιος) και αρκετά πιστωτικά ιδρύματα πτωχεύουν (Παύλου, Χολέβα-Μαρκαρά κλπ). Μαζί τους βουλιάζει ολόκληρη η αγορά: πτωχεύουν 1.937 επιχειρήσεις, εκ των οποίων οι 501 είναι βιομηχανίες. Ο Μάιος του 1932 μοιάζει με βαρύ χειμώνα...


----------------------------------------------------------------
(*) Ο Δημοσθένης Αλεξόπουλος (πατέρας του ακαδημαϊκού και πρύτανη Καίσαρα Αλεξόπουλου) είναι χαρακτηριστικό δείγμα κεφαλαιούχου της εποχής, με προφίλ "παίζω και κερδίζω": πολιτικός οπαδός τού -επίσης πατρινού- Δημ. Γούναρη, δημοτικός σύμβουλος Πατρέων, αντιπρόεδρος και κατόπιν πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου Πατρών, πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Πατρών, πρόεδρος της Παναχαϊκής κλπ ενώ υπήρξε μέτοχος και μέλος ΔΣ πολλών εταιρειών (Ελληνική Εταιρεία Οίνων και Οινοπνευμάτων, Ανώνυμος Μηχανουργική και Ξυλουργική Εταιρεία, Ανώνυμος Μετοχική Εταιρεία Ραπτομηχανών, Ελληνική Εμπορική Εταιρεία Εισαγωγών Εξαγωγών - 5Ε κλπ). Στην Πάτρα ήταν πασίγνωστος όχι τόσο λόγω των τριών ιστιοφόρων που διέθετε, όσο λόγω του ότι το 1919 βγήκε στους δρόμους με ένα Φορντ, το πρώτο αυτοκίνητο που κυκλοφόρησε ποτέ στην πόλη.

(**) Την τράπεζα είχε ιδρύσει ο ζαγορίτης αργυραμοιβός Δημήτρης Κοσμαδόπουλος. Μετά τον θάνατό του, το 1921, την ανέλαβαν οι γυιοί του Ιωάννης και Γεώργιος, μετατρέποντάς την σε ανώνυμη εταιρεία. Το 1924, προκειμένου να εκμεταλλευτούν την υπερπαραγωγή εκείνης της περιόδου σε λεμόνια, οι Κοσμαδόπουλοι δημιουργούν εμφιαλωτήριο στην Αγριά τού Πηλίου (δίπλα στα ψυγεία που ήδη διαθέτουν) και βγάζουν στην αγορά την γνωστή λεμονάδα ΕΨΑ. Μετά την πτώχευση, η ΕΨΑ (Εταιρεία Ψυγείων Αγριάς) πέρασε στην ιδιοκτησία τής Εθνικής Τράπεζας.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ποτέ (!) δεν καταλαβα γιατι συνεχιζει να υπαρχει αυτο το παραθυρο για τα λαμογια ---> (λίγο πριν την πτώχευση, είχαν μεταβιβάσει όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία στις συζύγους τους).
Διαχρονικο και κατι παραπανω.