Στο σημείο αυτό, πρέπει να κάνουμε μια στάση για να ξεκαθαρίσουμε τους λόγους για τους οποίους αποφασίστηκε η ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος. Φυσικά, μιας και δεν φτιάχνονται τράπεζες προς εξυπηρέτηση του απλού λαού, οι λόγοι αυτοί πρέπει να αναζητηθούν στις ανάγκες του εγχώριου και του διεθνούς κεφαλαίου αλλά και στις ανάμεσά τους κόντρες.
Επιστρέφουμε στο 1927. Η παρατημένη στην μοίρα της Ελλάδα αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, κυρίως λόγω των δυο εκατομμυρίων προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής, για τους οποίους απαιτούνται μεγάλες δαπάνες προκειμένου να ενταχθούν κανονικά στην ελληνική καθημερινότητα. Η δραχμή υποτιμάται διαρκώς (το 1925 η στερλίνα ξεπέρασε τις 350 δραχμές, ενώ η λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου την βρήκε στις 25 δραχμές μόλις), με αποτέλεσμα το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών να επιδεινώνεται με ραγδαίους ρυθμούς. Οι οικονομολόγοι πρότειναν διάφορους τρόπους για ενίσχυση του νομίσματος (ανατίμηση στα επίπεδα του 1918, κλείδωμα της τρέχουσας ισοτιμίας κλπ) αλλά, τελικά, επικράτησε η άποψη που διατύπωσαν οι καθηγητές Ανδρέας Ανδρεάδης και Ξονοφών Ζολώτας: πρώτα ισοσκελισμός του προϋπολογισμού και μετά νομισματική σταθεροποίηση σε τρέχοντα επίπεδα.
Τότε ήταν που ξέσπασε πόλεμος μεταξύ των λονδρέζικων Times και του διοικητή τής Εθνικής Αλέξανδρου Διομήδη. Είπαμε χτες ότι, μέχρι την ίδρυση της ΤτΕ, το κράτος ασκούσε νομισματική πολιτική μέσω ΕτΕ. Οι Times, λοιπόν, κατηγόρησαν την Εθνική ότι μοίραζε άκριτα δάνεια και "έκοβε" χρήμα κατά το δοκούν, οδηγώντας την δραχμή στην απαξίωση. Ο Διομήδης απάντησε ότι η βοήθεια της τράπεζας προς τους έλληνες κεφαλαιούχους είχε ως γνώμονα το εθνικό συμφέρον και όχι την συμμόρφωση προς τους διεθνείς κανόνες νομισματικής διαχείρισης. Δηλαδή, ο Διομήδης απάντησε περίπου ότι "δεν μας νοιάζει η δραχμή, αρκεί να εξυπηρετηθούν οι βιομήχανοι". Μόνο που ο Διομήδης είχε ξεχάσει κάτι βασικό: η Μεγάλη Βρεττανία ήταν ο κυριώτερος δανειστής της χώρας μας και τα δάνεια που μας είχε χορηγήσει δεν ήσαν εκφρασμένα σε λίρες αλλά σε δραχμές, πράγμα που σήμαινε πως, έτσι όπως έπεφτε η δραχμή, όταν θα ερχόταν η ώρα να πληρώσουμε, εκείνοι θα έπαιρναν τις λίρες τους σε... ρούβλια. Έτσι, η βρεττανική κυβέρνηση έβαλε ευθέως πλέον το ζήτημα της υποχρέωσης του ελληνικού δημοσίου να μετατρέψει τις οφειλές του σε λίρες.
Μετά από μια σειρά δανείων που είχε πάρει τα προηγούμενα χρόνια και κάτω από την ασφυκτική πίεση του προσφυγικού προβλήματος, η Ελλάδα έχει και πάλι ανάγκη από χρήματα. Τον Ιούλιο, ο υπουργός οικονομικών Γεώργιος Καφαντάρης βρίσκεται στην Γενεύη, ψάχνοντας για λεφτά. Στις 14 του μηνός, ο απογοητευμένος Καφαντάρης στέλνει από την Γενεύη μια επιστολή στην Κοινωνία των Εθνών, όπου αναφέρει ότι η αποκατάσταση των προσφύγων είναι αδύνατον να επιτευχθεί χωρίς επιπρόσθετο δανεισμό και παρακαλεί την ΚτΕ να μεσολαβήσει ώστε η χώρα να πάρει ένα γενναίο δάνειο ύψους εννέα εκατομμυρίων στερλινών. Η ΚτΕ υποσχέθηκε να βοηθήσει, σε συνεννόηση με τον ΔΟΕ. Προς τούτο, έστειλε στην Αθήνα μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων, οι οποίοι θα μελετούσαν τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και θα συνιστούσαν τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.
Αφού μέχρι τότε, το κράτος έκανε την δουλειά του μέσω της Εθνικής Τράπεζας, σ' αυτή την τράπεζα είχε εκχωρήσει το αποκλειστικό προνόμιο έκδοσης χρήματος. Η επιτροπή τής ΚτΕ, σε συνεργασία με τον ΔΟΕ (στον οποίο είχαν βαρύνοντα λόγο οι βρεττανοί), απαίτησε την πλήρη ανεξαρτησία τής ΕτΕ από το κράτος και την άμεση διακοπή εκ μέρους της οποιασδήποτε εμπορικής τραπεζικής δραστηριότητας. Ήταν σαφές: μια τράπεζα που μπορεί να εκδίδει χρήμα, δεν μπορούσε παράλληλα να δίνει και δάνεια. Στην πρόταση αντέδρασε (για ευνόητους λόγους) ο τότε αντιπρόεδρος της ΕτΕ Εμμανουήλ Τσουδερός, ο οποίος πρότεινε να αφήσουν την Εθνική στην ησυχία της και να φτιάξουν άλλη τράπεζα, καθαρά εκδοτική. Η πρόταση Τσουδερού έγινε δεκτή με ευχαρίστηση από όλες τις πλευρές, διότι η μεν κυβέρνηση θα εξακολουθούσε να ελέγχει μια τράπεζα (ΕτΕ), οι δε ξένοι θα είχαν μια άλλη τράπεζα (ΤτΕ) που θα λειτουργούσε σύμφωνα με τους διεθνείς κανόνες
Στην τελική συμφωνία περί ίδρυσης της ΤτΕ αντέδρασε το Λαϊκό Κόμμα. Ο Παναγής Τσαλδάρης υποστήριζε ότι η δημιουργία κεντρικής τράπεζας και η εκχώρηση σ' αυτήν του προνομίου έκδοσης χρήματος θα έβλαπταν το εθνικό συμφέρον και θα στερούσαν την χώρα από την δυνατότητα άσκησης ανεξάρτητης οικονομικής πολιτικής. Θεωρητικά, ο Τσαλδάρης είχε δίκιο, αφού η ΕτΕ ελεγχόταν από το κράτος ενώ η ΤτΕ θα ήταν ανεξάρτητη και δεν θα υπάκουε σε κυβερνητικές εντολές. Στην πράξη, όμως, απεδείχθη ότι τα πράγματα δεν ήσαν τόσο άσχημα. Σε βάθος χρόνου, σπάνια η κεντρική τράπεζα θα έπαιρνε αποφάσεις αντίθετες προς την κυβερνητική βούληση κι ακόμη πιο σπάνια οι ελληνικές κυβερνήσεις θα εκδήλωναν βούληση αντίθετη προς τις επιθυμίες των μεγάλων οικονομικών κέντρων του εξωτερικού.
Ξέρω πως αυτά τα κείμενα είναι μάλλον κουραστικά και γι' αυτό θα σταματήσω εδώ για σήμερα. Όμως, θα προσθέσω δυο-τρία πραγματάκια σε όσα είπα ακροθιγώς χτες περί του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, ανταποκρινόμενος σε δυο σχετικά μηνύματα που πήρα στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο.
Η επιβολή τού ΔΟΕ μοιάζει πολλαπλώς με την επιβολή των μνημονίων που ξέρουμε. Στις 26 Φεβρουαρίου 1898, δημοσιεύεται στο ΦΕΚ Α/28 ο Νόμος 2519 "Περί διεθνούς ελέγχου", σύμφωνα με τον οποίον "η είσπραξις και η διάθεσις προσόδων επαρκών εις την υπηρεσίαν του διά την πολεμικήν αποζημίωσιν δανείου (ενν. τον πόλεμο του 1897) και των άλλων εθνικών χρεών τίθενται υπό τον απόλυτον έλεγχον Διεθνούς Επιτροπής Αντιπροσώπων των μεσολαβησών Δυνάμεων, εδρευούσης εν Αθήναις". Η επιτροπή αυτή θα λειτουργούσε "μέχρις εντελούς αποσβέσεως των από του έτους 1881 εν τω εξωτερικώ συνομολογηθέντων εις χρυσόν δανείων, περιλαμβανομένων και των διά του παρόντος νόμου προβλεπομένων νέων δανείων".
Τελικά, η επιτροπή τού Ν.2519 εξελίχθηκε σε εταιρεία με την επωνυμία "Εταιρεία Διαχειρίσεως Υπεγγύων Προσόδων - ΕΔΥΠ" και, σχεδόν αμέσως, μετονομάστηκε σε "Εταιρεία Διαχειρίσεως Ειδών Μονοπωλίου Ελληνικού Δημοσίου - ΕΔΕΜΕΔ". Αν αυτό το "ΕΔΕΜΕΔ", σας θυμίζει "ΤΑΙΠΕΔ", δεν θα σας κατηγορήσει κανείς, αφού το ίδιο πράγμα κάνουν και τα δυο: πουλάνε την κρατική περιουσία και μαζεύουν τα λεφτά για να τα δώσουν στους ξένους δανειστές.
Η ΕΔΕΜΕΔ έμελλε να φτάσει σε ηλικία 87 ετών, αφού διαλύθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1985, αν και ο ΔΟΕ έφυγε από την χώρα το 1978. Με το Προεδρικό Διάταγμα 976/3-9-1981 (επί προεδρίας Κων. Καραμανλή) παρατάθηκε η λειτουργία της, "διά την προσαρμογήν των κρατικών μονοπωλίων προς τας διατάξεις της προσχωρήσεως της Ελλάδος εις την Ευρωπαϊκήν Οικονομικήν Κοινότητα".
----------------------------------
Πηγές
- Patricia Clavin, "Securing the world economy - The reinvention of the League of Nations, 1920-1946", Oxford University Press, 2013
- Louis P. Cassimatis, "American influence in Greece, 1917-1929", Kent State University Press, 1988
- Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, "Ιστορία της Τράπεζας της Ελλάδος, 1928-2008", Τράπεζα της Ελλάδος, 2014
Επιστρέφουμε στο 1927. Η παρατημένη στην μοίρα της Ελλάδα αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, κυρίως λόγω των δυο εκατομμυρίων προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής, για τους οποίους απαιτούνται μεγάλες δαπάνες προκειμένου να ενταχθούν κανονικά στην ελληνική καθημερινότητα. Η δραχμή υποτιμάται διαρκώς (το 1925 η στερλίνα ξεπέρασε τις 350 δραχμές, ενώ η λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου την βρήκε στις 25 δραχμές μόλις), με αποτέλεσμα το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών να επιδεινώνεται με ραγδαίους ρυθμούς. Οι οικονομολόγοι πρότειναν διάφορους τρόπους για ενίσχυση του νομίσματος (ανατίμηση στα επίπεδα του 1918, κλείδωμα της τρέχουσας ισοτιμίας κλπ) αλλά, τελικά, επικράτησε η άποψη που διατύπωσαν οι καθηγητές Ανδρέας Ανδρεάδης και Ξονοφών Ζολώτας: πρώτα ισοσκελισμός του προϋπολογισμού και μετά νομισματική σταθεροποίηση σε τρέχοντα επίπεδα.
Τότε ήταν που ξέσπασε πόλεμος μεταξύ των λονδρέζικων Times και του διοικητή τής Εθνικής Αλέξανδρου Διομήδη. Είπαμε χτες ότι, μέχρι την ίδρυση της ΤτΕ, το κράτος ασκούσε νομισματική πολιτική μέσω ΕτΕ. Οι Times, λοιπόν, κατηγόρησαν την Εθνική ότι μοίραζε άκριτα δάνεια και "έκοβε" χρήμα κατά το δοκούν, οδηγώντας την δραχμή στην απαξίωση. Ο Διομήδης απάντησε ότι η βοήθεια της τράπεζας προς τους έλληνες κεφαλαιούχους είχε ως γνώμονα το εθνικό συμφέρον και όχι την συμμόρφωση προς τους διεθνείς κανόνες νομισματικής διαχείρισης. Δηλαδή, ο Διομήδης απάντησε περίπου ότι "δεν μας νοιάζει η δραχμή, αρκεί να εξυπηρετηθούν οι βιομήχανοι". Μόνο που ο Διομήδης είχε ξεχάσει κάτι βασικό: η Μεγάλη Βρεττανία ήταν ο κυριώτερος δανειστής της χώρας μας και τα δάνεια που μας είχε χορηγήσει δεν ήσαν εκφρασμένα σε λίρες αλλά σε δραχμές, πράγμα που σήμαινε πως, έτσι όπως έπεφτε η δραχμή, όταν θα ερχόταν η ώρα να πληρώσουμε, εκείνοι θα έπαιρναν τις λίρες τους σε... ρούβλια. Έτσι, η βρεττανική κυβέρνηση έβαλε ευθέως πλέον το ζήτημα της υποχρέωσης του ελληνικού δημοσίου να μετατρέψει τις οφειλές του σε λίρες.
Μετά από μια σειρά δανείων που είχε πάρει τα προηγούμενα χρόνια και κάτω από την ασφυκτική πίεση του προσφυγικού προβλήματος, η Ελλάδα έχει και πάλι ανάγκη από χρήματα. Τον Ιούλιο, ο υπουργός οικονομικών Γεώργιος Καφαντάρης βρίσκεται στην Γενεύη, ψάχνοντας για λεφτά. Στις 14 του μηνός, ο απογοητευμένος Καφαντάρης στέλνει από την Γενεύη μια επιστολή στην Κοινωνία των Εθνών, όπου αναφέρει ότι η αποκατάσταση των προσφύγων είναι αδύνατον να επιτευχθεί χωρίς επιπρόσθετο δανεισμό και παρακαλεί την ΚτΕ να μεσολαβήσει ώστε η χώρα να πάρει ένα γενναίο δάνειο ύψους εννέα εκατομμυρίων στερλινών. Η ΚτΕ υποσχέθηκε να βοηθήσει, σε συνεννόηση με τον ΔΟΕ. Προς τούτο, έστειλε στην Αθήνα μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων, οι οποίοι θα μελετούσαν τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και θα συνιστούσαν τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.
Αφού μέχρι τότε, το κράτος έκανε την δουλειά του μέσω της Εθνικής Τράπεζας, σ' αυτή την τράπεζα είχε εκχωρήσει το αποκλειστικό προνόμιο έκδοσης χρήματος. Η επιτροπή τής ΚτΕ, σε συνεργασία με τον ΔΟΕ (στον οποίο είχαν βαρύνοντα λόγο οι βρεττανοί), απαίτησε την πλήρη ανεξαρτησία τής ΕτΕ από το κράτος και την άμεση διακοπή εκ μέρους της οποιασδήποτε εμπορικής τραπεζικής δραστηριότητας. Ήταν σαφές: μια τράπεζα που μπορεί να εκδίδει χρήμα, δεν μπορούσε παράλληλα να δίνει και δάνεια. Στην πρόταση αντέδρασε (για ευνόητους λόγους) ο τότε αντιπρόεδρος της ΕτΕ Εμμανουήλ Τσουδερός, ο οποίος πρότεινε να αφήσουν την Εθνική στην ησυχία της και να φτιάξουν άλλη τράπεζα, καθαρά εκδοτική. Η πρόταση Τσουδερού έγινε δεκτή με ευχαρίστηση από όλες τις πλευρές, διότι η μεν κυβέρνηση θα εξακολουθούσε να ελέγχει μια τράπεζα (ΕτΕ), οι δε ξένοι θα είχαν μια άλλη τράπεζα (ΤτΕ) που θα λειτουργούσε σύμφωνα με τους διεθνείς κανόνες
Στην τελική συμφωνία περί ίδρυσης της ΤτΕ αντέδρασε το Λαϊκό Κόμμα. Ο Παναγής Τσαλδάρης υποστήριζε ότι η δημιουργία κεντρικής τράπεζας και η εκχώρηση σ' αυτήν του προνομίου έκδοσης χρήματος θα έβλαπταν το εθνικό συμφέρον και θα στερούσαν την χώρα από την δυνατότητα άσκησης ανεξάρτητης οικονομικής πολιτικής. Θεωρητικά, ο Τσαλδάρης είχε δίκιο, αφού η ΕτΕ ελεγχόταν από το κράτος ενώ η ΤτΕ θα ήταν ανεξάρτητη και δεν θα υπάκουε σε κυβερνητικές εντολές. Στην πράξη, όμως, απεδείχθη ότι τα πράγματα δεν ήσαν τόσο άσχημα. Σε βάθος χρόνου, σπάνια η κεντρική τράπεζα θα έπαιρνε αποφάσεις αντίθετες προς την κυβερνητική βούληση κι ακόμη πιο σπάνια οι ελληνικές κυβερνήσεις θα εκδήλωναν βούληση αντίθετη προς τις επιθυμίες των μεγάλων οικονομικών κέντρων του εξωτερικού.
ΦΕΚ Α/28/26-2-1898: Ο Νόμος 2519/1898, με τον οποίο κυρώνεται η επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. |
Ξέρω πως αυτά τα κείμενα είναι μάλλον κουραστικά και γι' αυτό θα σταματήσω εδώ για σήμερα. Όμως, θα προσθέσω δυο-τρία πραγματάκια σε όσα είπα ακροθιγώς χτες περί του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, ανταποκρινόμενος σε δυο σχετικά μηνύματα που πήρα στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο.
Η επιβολή τού ΔΟΕ μοιάζει πολλαπλώς με την επιβολή των μνημονίων που ξέρουμε. Στις 26 Φεβρουαρίου 1898, δημοσιεύεται στο ΦΕΚ Α/28 ο Νόμος 2519 "Περί διεθνούς ελέγχου", σύμφωνα με τον οποίον "η είσπραξις και η διάθεσις προσόδων επαρκών εις την υπηρεσίαν του διά την πολεμικήν αποζημίωσιν δανείου (ενν. τον πόλεμο του 1897) και των άλλων εθνικών χρεών τίθενται υπό τον απόλυτον έλεγχον Διεθνούς Επιτροπής Αντιπροσώπων των μεσολαβησών Δυνάμεων, εδρευούσης εν Αθήναις". Η επιτροπή αυτή θα λειτουργούσε "μέχρις εντελούς αποσβέσεως των από του έτους 1881 εν τω εξωτερικώ συνομολογηθέντων εις χρυσόν δανείων, περιλαμβανομένων και των διά του παρόντος νόμου προβλεπομένων νέων δανείων".
Τελικά, η επιτροπή τού Ν.2519 εξελίχθηκε σε εταιρεία με την επωνυμία "Εταιρεία Διαχειρίσεως Υπεγγύων Προσόδων - ΕΔΥΠ" και, σχεδόν αμέσως, μετονομάστηκε σε "Εταιρεία Διαχειρίσεως Ειδών Μονοπωλίου Ελληνικού Δημοσίου - ΕΔΕΜΕΔ". Αν αυτό το "ΕΔΕΜΕΔ", σας θυμίζει "ΤΑΙΠΕΔ", δεν θα σας κατηγορήσει κανείς, αφού το ίδιο πράγμα κάνουν και τα δυο: πουλάνε την κρατική περιουσία και μαζεύουν τα λεφτά για να τα δώσουν στους ξένους δανειστές.
Η ΕΔΕΜΕΔ έμελλε να φτάσει σε ηλικία 87 ετών, αφού διαλύθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1985, αν και ο ΔΟΕ έφυγε από την χώρα το 1978. Με το Προεδρικό Διάταγμα 976/3-9-1981 (επί προεδρίας Κων. Καραμανλή) παρατάθηκε η λειτουργία της, "διά την προσαρμογήν των κρατικών μονοπωλίων προς τας διατάξεις της προσχωρήσεως της Ελλάδος εις την Ευρωπαϊκήν Οικονομικήν Κοινότητα".
----------------------------------
Πηγές
- Patricia Clavin, "Securing the world economy - The reinvention of the League of Nations, 1920-1946", Oxford University Press, 2013
- Louis P. Cassimatis, "American influence in Greece, 1917-1929", Kent State University Press, 1988
- Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, "Ιστορία της Τράπεζας της Ελλάδος, 1928-2008", Τράπεζα της Ελλάδος, 2014
1 σχόλιο:
Τα κείμενα αυτά δεν είναι καθόλου κουραστικά κε Αθανασιάδη. Το αντίθετο, μας διαφωτίζετε για καταστάσεις άγνωστες σε μας με πολύ κατανοητό τρόπο και σας ευχαριστούμε θερμά γι αυτό.
Δημοσίευση σχολίου