Ήταν μια μέρα σαν σήμερα, 23 Σεπτέμβρη, μια Κυριακή του 1973 όταν έφευγε από την ζωή ο Ρικάρντο Ελιέσερ Νεφταλί Ρέγιες Μπασοάλτο, στα 69 του χρόνια. Έφυγε ο άνθρωπος που, παρ' ότι ο πατέρας του του είχε απαγορεύσει να ασχοληθεί με την ποίηση, υποχρέωσε τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες να παραδεχτεί ότι "τον θεωρώ ως τον μεγαλύτερο ποιητή τού εικοστού αιώνα, σε οποιαδήποτε γλώσσα" (*). Κι η μεγαλοσύνη του ήταν τέτοια ώστε κατάφερε να βραβευτεί και με το βραβείο Λένιν (1952) και με το βραβείο Νόμπελ (1971). Σαράντα τρία ολόκληρα χρόνια μετά τον θάνατό του, αυτός ο χιλιανός ποιητής παραμένει παγκόσμιο σημείο αναφοράς, έστω κι αν όλος ο κόσμος τον γνωρίζει με το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο: Πάμπλο Νερούντα.
Λίγες μέρες νωρίτερα, στις 11 Σεπτεμβρίου, είχε επιβληθεί στην Χιλή η δικτατορία τού Πινοτσέτ. Το στρατιωτικό καθεστώς απαγόρευσε την πάνδημη κηδεία του Νερούντα αλλά ο κόσμος αψήφησε την απαγόρευση και χιλιάδες λαού συνόδευσαν το φέρετρο στους δρόμους, μετατρέποντας την κηδεία σε εκδήλωση διαμαρτυρίας εναντίον της δικτατορίας.
Σήμερα, αφήνοντας στην άκρη τα δύσκολα κείμενα και επιχειρώντας κάποιου είδους "αποφόρτιση" από την δύσκολη εβδομάδα που τελειώνει, το ιστολόγιο περιορίζεται σ' αυτά τα λίγα λόγια και παραθέτει δυο αποσπάσματα από το μνημειώδες έργο τού Πάμπλο Νερούντα "Γενικό Άσμα" (Canto General), σε μετάφραση Δανάης Στρατηγοπούλου (εκδόσεις Τυπωθήτω-Δαρδανός, 2004):
Πατρίδα, έχεις γεννηθεί από ξυλοκόπους,
από τέκνα αβάφτιστα, απο μαραγκούς,
από κείνους που δώσαν σαν παράξενο πουλί
μια σταγόνα αίμα πετούμενο
και σήμερα θα γεννηθείς και πάλι σκληρή,
μες απο εκεί που ο προδότης και ο δεσμοφύλακας
σε πιστεύανε παντοτινά θαμμένη.
Σήμερα, όπως και τότε, θα γεννηθείς απ' το λαό.
Σήμερα θα βγεις μες απ' το κάρβουνο και τη δρόσι.
Σήμερα θα καταφέρεις να τραντάξεις τις πόρτες
με χέρια κακοπαθιασμένα, με κομμάτια
ψυχής που περισώθηκε, με δέσμες
από βλέμματα που ο θάνατος δεν έσβησε:
εργαλεία φοβερά
κάτω απ' τα κουρέλια, έτοιμα για τη μάχη...
(...)
Πέτρα στην πέτρα, ο άνθρωπος πού ήταν;
Αγέρας στον αγέρα, ο άνθρωπος πού ήταν;
Χρόνος στον χρόνο, ο άνθρωπος πού ήταν;
Τάχα δεν υπήρξες, σπασμένο κομματάκι
του ανολοκλήρωτου ανθρώπου, του άδειου αητού,
που απ' τους σημερινούς δρόμους, που απ' τ' αχνάρια,
που απ' τα φύλλα του νεκρού φθινοπώρου
πορεύεται ταλανίζοντας την ψυχή ώς τον τάφο;
Το χέρι το πτωχό, το πόδι, η φτωχιά ζωή...
Οι μέρες του φωτός
που ξέφτισε μέσα σου, όπως η βροχή
πάνω στις μπαντερίγιες της γιορτής,
σάμπως δε δώσανε φύλλο φύλλο τη μαύρη τους τροφή
στο άδειο στόμα;
Πείνα, κοράλι του ανθρώπου,
πείνα, ύπουλο φυτό, ρίζα των ξυλοκόπων,
πείνα, σάμπως, δεν ανέβηκε η ευθεία του άγριου βράχου σου
ως τους απόμακρους τούτους ψηλούς πύργους;
Εγώ σε ανακρίνω, αλάτι των δρόμων,
δείξε μου το κουτάλι, αρχιτεκτονική άσε με
να ξύσω με μια βέργα τις πέτρινες ίνες σου,
ν' αναρριχηθώ σ' όλη την κλίμακα του αγέρα ώς το κενό,
να ξεγδάρω τα σπλάχνα ως ν' αγγίξω τον άνθρωπο...
-------------------------------------
(*) Πλίνιο Απουλέγιο Μεντόζα, "Συζητήσεις με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες", Verso, 1983
Λίγες μέρες νωρίτερα, στις 11 Σεπτεμβρίου, είχε επιβληθεί στην Χιλή η δικτατορία τού Πινοτσέτ. Το στρατιωτικό καθεστώς απαγόρευσε την πάνδημη κηδεία του Νερούντα αλλά ο κόσμος αψήφησε την απαγόρευση και χιλιάδες λαού συνόδευσαν το φέρετρο στους δρόμους, μετατρέποντας την κηδεία σε εκδήλωση διαμαρτυρίας εναντίον της δικτατορίας.
Σήμερα, αφήνοντας στην άκρη τα δύσκολα κείμενα και επιχειρώντας κάποιου είδους "αποφόρτιση" από την δύσκολη εβδομάδα που τελειώνει, το ιστολόγιο περιορίζεται σ' αυτά τα λίγα λόγια και παραθέτει δυο αποσπάσματα από το μνημειώδες έργο τού Πάμπλο Νερούντα "Γενικό Άσμα" (Canto General), σε μετάφραση Δανάης Στρατηγοπούλου (εκδόσεις Τυπωθήτω-Δαρδανός, 2004):
Πατρίδα, έχεις γεννηθεί από ξυλοκόπους,
από τέκνα αβάφτιστα, απο μαραγκούς,
από κείνους που δώσαν σαν παράξενο πουλί
μια σταγόνα αίμα πετούμενο
και σήμερα θα γεννηθείς και πάλι σκληρή,
μες απο εκεί που ο προδότης και ο δεσμοφύλακας
σε πιστεύανε παντοτινά θαμμένη.
Σήμερα, όπως και τότε, θα γεννηθείς απ' το λαό.
Χειρόγραφο του Γιάννη Ρίτσου (απόσπασμα) |
Σήμερα θα καταφέρεις να τραντάξεις τις πόρτες
με χέρια κακοπαθιασμένα, με κομμάτια
ψυχής που περισώθηκε, με δέσμες
από βλέμματα που ο θάνατος δεν έσβησε:
εργαλεία φοβερά
κάτω απ' τα κουρέλια, έτοιμα για τη μάχη...
(...)
Πέτρα στην πέτρα, ο άνθρωπος πού ήταν;
Αγέρας στον αγέρα, ο άνθρωπος πού ήταν;
Χρόνος στον χρόνο, ο άνθρωπος πού ήταν;
Τάχα δεν υπήρξες, σπασμένο κομματάκι
του ανολοκλήρωτου ανθρώπου, του άδειου αητού,
που απ' τους σημερινούς δρόμους, που απ' τ' αχνάρια,
που απ' τα φύλλα του νεκρού φθινοπώρου
πορεύεται ταλανίζοντας την ψυχή ώς τον τάφο;
Το χέρι το πτωχό, το πόδι, η φτωχιά ζωή...
Οι μέρες του φωτός
που ξέφτισε μέσα σου, όπως η βροχή
πάνω στις μπαντερίγιες της γιορτής,
σάμπως δε δώσανε φύλλο φύλλο τη μαύρη τους τροφή
στο άδειο στόμα;
Πείνα, κοράλι του ανθρώπου,
πείνα, ύπουλο φυτό, ρίζα των ξυλοκόπων,
πείνα, σάμπως, δεν ανέβηκε η ευθεία του άγριου βράχου σου
ως τους απόμακρους τούτους ψηλούς πύργους;
Εγώ σε ανακρίνω, αλάτι των δρόμων,
δείξε μου το κουτάλι, αρχιτεκτονική άσε με
να ξύσω με μια βέργα τις πέτρινες ίνες σου,
ν' αναρριχηθώ σ' όλη την κλίμακα του αγέρα ώς το κενό,
να ξεγδάρω τα σπλάχνα ως ν' αγγίξω τον άνθρωπο...
Πρώτος αριστερά ο Πάμπλο Νερούντα, τρίτος ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (Μπουένος Άυρες, 1934) |
-------------------------------------
(*) Πλίνιο Απουλέγιο Μεντόζα, "Συζητήσεις με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες", Verso, 1983
1 σχόλιο:
"... Αν την καρδιά σου την ορίζεις/
κι απλώνεις τα χέρια σου σ' αυτήν, / αν υπάρχει στα χέρια σου/
καμιά παρανομία και τη διώχνεις απ' αυτά/
κι αν δεν έχεις συναινέσει/
να κατοικεί στο σπίτι σου/
η αδικία,/
τότε να υψώσεις το καθαρό/
ακηλίδωτο πρόσωπό σου/
και θα είσαι δυνατός/
και τίποτα να μη φοβάσαι./
Και να ξεχάσεις τη μιζέρια σου/
ή να τη θυμάσαι σαν νερό/
που πέρασε και πάει./
Η ζωή σου θα γίνει πιο διάφανη/
κι απ' το καταμεσήμερο. Κι αν σκοτεινιάσει/
θα μοιάζει σαν πρωινό./
Θα έχεις εμπιστοσύνη γιατί υπάρχει ελπίδα./
Ομως τα μάτια των κακών θα ρέψουν/
και καταφύγιο δε θα βρουν./
Και μόνη ελπίδα τους είναι ένας στερνός στεναγμός".
Δημοσίευση σχολίου