Η συζήτηση στον καφενέ είχε ανάψει. Με το ούζο να ρέει, οι γλώσσες είχαν λυθεί. Ξωμάχοι της ζωής σιχτίριζαν τα οικονομικά μέτρα που τους έκοβαν τις συντάξεις, νεώτεροι έβριζαν τις κυβερνητικές επιλογές που μαύριζαν το μέλλον των παιδιών τους. Κάποιοι θυμόσοφοι ηλικιωμένοι θυμόντουσαν με νοσταλγία τα χρόνια του Κονδύλη, του Παπάγου, του Μεταξά και της χούντας. Κι όλοι μαζί να ρουφούν τα ποτήρια τους με το παράπονο ότι χάθηκε πια η μπέσα από τους πολιτικούς (λες και στα χρόνια της νιότης τους υπήρχαν πολιτικοί με μπέσα)...
Ο φιλαράκος από δίπλα με κοίταξε γελώντας με νόημα και ψιθύρισε:
- Ποια μπέσα λένε τούτοι, μωρέ; Ο Γιώργης δεν μας είχε τάξει ελεύθερο χασίσι κι ο καθένας με την γλαστρούλα του στο μπαλκόνι; Ε, τώρα κοντεύει να μας κόψει και το απλό τσιγάρο...
Η γλώσσα κόκκαλα τσακίζει
- "Ο λόγος που μ' άφησες έξω από την υπόθεση", είπε ήσυχα, "ήταν ότι νόμισες πως η αστυνομία δεν θα πίστευε ότι σκέτη περιέργεια μ' έσπρωξε να κατέβω εκεί κάτω χτες το βράδυ. Θα υποψιάζονταν ίσως ότι είχα κάποιον ύποπτο λόγο και θα με σφυροκοπούσαν μέχρι να σπάσω".
- "Πώς ξέρεις αν δεν σκέφτηκα το ίδιο πράγμα;"
- "Οι αστυνομικοί είναι κι αυτοί άνθρωποι", είπε ξεκάρφωτα.
- "Έχω ακούσει ότι σαν τέτοιοι ξεκινάνε".
[Ραίημοντ Τσάντλερ, "Αντίο, γλυκειά μου", εκδόσεις Λυχνάρι, 1990 (σελ.: 54)]
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου