Ο Σαράντος είναι ένα νέο παιδί. Σερβιτόρος. Ευγενέστατος, εξυπηρετικός και χαμογελαστός. Σχεδόν σε προκαλεί να ανταλλάξεις μαζί του δυο κουβέντες παραπάνω απ' όσες απαιτούνται για να δώσεις την παραγγελία σου. Κι ομολογώ ότι δέχτηκα ευχαρίστως αυτή την πρόκληση.
Μπορεί ο Σαράντος να δουλεύει ως σερβιτόρος αλλά δεν παύει να κάνει όνειρα. Όπως όλα τα νέα παιδιά, άλλωστε. Τέλειωσε τις σπουδές του και γύρισε στον τόπο του. Του άρεσε ο Μόλυβος κι ήθελε να μείνει εδώ, να δουλέψει εδώ. "Θέλει να κάνει πράγματα" λέει και το βλέμμα του χάνεται. Μόνο που νοιώθει πως ο Μόλυβος δεν τον θέλει. Δεν βλέπει μέλλον εδώ πια. Κι όσο κι αν δεν θέλει να αποχωριστεί το χωριό του, είναι υποχρεωμένος να φύγει.
Μου θύμισε προς στιγμή τον Αντωνάκη, ένα σερβιτοράκι που ακόμα δεν είχε τελειώσει το σχολειό τότε που γνωριστήκαμε. Ο Αντωνάκης βιαζόταν να πάρει το απολυτήριο του λυκείου για να γίνει ψαράς. Δυο χρόνια αργότερα τον είδα να γυρίζει με το φορτηγάκι του τον Μόλυβο και να διαλαλεί την πραμάτεια του: "σαρδέλλα, γάβρος, κολιοί, γόπες...". Μόνο που τώρα πια ο Αντωνάκης δεν βολευόταν στον τόπο του. Ετοιμαζόταν να φύγει. Σήμερα είναι στην Βενεζουέλα.
Ο Σαράντος δεν σκέφτεται να πάει τόσο μακρυά. Μέχρι την Θεσσαλονίκη θέλει να φτάσει. Το σχέδιό του είναι πρωτόγονο. "Θα νοικιάσω ένα σπίτι, θα βάλω και τα έπιπλα και θα δω. Δεν την φοβάμαι την ζωή, κάτι θα βρω να κάνω". Ένα σπίτι με έπιπλα κι έχει ο θεός. Τι κι αν εδώ, στον Μόλυβο, ο Σαράντος έχει και σπίτι και έπιπλα; Φαίνεται πως εδώ δεν έχει ο θεός πλέον. Όπως δεν είχε και για τον Αντωνάκη.
Ευλογημένος τούτος ο τόπος. Δεν μπορεί να 'ναι σύμπτωση ότι εδώ βρήκαν την έμπνευσή τους ο Μαλακάσης, ο Βάρναλης, ο Εφταλιώτης, ο Ελύτης... Δεν μπορεί να 'ναι σύμπτωση ότι εδώ πρόστρεξαν τόσοι ζωγράφοι ώστε δημιουργήθηκε Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Κι όμως, τούτος ο τόπος δεν μπορεί πια να θρέψει τα όνειρα των νέων παιδιών. Κι όταν ένας τόπος δεν μπορεί να κρατήσει τα παιδιά του, είναι καταδικασμένος σε μαρασμό.
Ο Μόλυβος δεν περιμένει τον μαρασμό. Τον έχει ήδη υποδεχτεί. Ο μαρασμός άρχισε να χτίζει το κονάκι του εδώ από την ώρα που η δημοτική αρχή άρχισε να μοιράζει άδειες για ύποπτα μπαράκια όπου αλλοδαπά θηλυκά περιμένουν κέρασμα από ντόπιους και ξένους πελάτες. Η φτηνή δικαιολογία είναι πάντοτε η ίδια: αυτά τα μαγαζιά φέρνουν λεφτά στον τόπο. Μπορεί έτσι να έρχονται λεφτά στον τόπο. Σίγουρα, όμως, έτσι φεύγουν οι νέοι άνθρωποι.
Από την άλλη, αναρωτιέμαι τι συμβαίνει με τους δημοτικούς άρχοντες. Αν όντως πιστεύουν ότι έτσι βοηθούν τον τόπο τους, γιατί δεν κάνουν ένα κανονικό μπορντέλλο στην είσοδο του χωριού και να βάλουν εκεί για δουλειά τις συζύγους, τις κόρες και τις αδελφές τους; Να βοηθήσουν οικογενειακώς τον τόπο, βρε αδερφέ! Και, ποιος ξέρει; Ίσως αύριο βρεθεί κάποιος να τους στήσει άγαλμα στην πλατεία. Άγαλμα με ονοματεπώνυμο. Όχι έτσι αόριστα "στην άγνωστη πουτάνα"...
Η γλώσσα κόκκαλα τσακίζει
- "Ο λόγος που μ' άφησες έξω από την υπόθεση", είπε ήσυχα, "ήταν ότι νόμισες πως η αστυνομία δεν θα πίστευε ότι σκέτη περιέργεια μ' έσπρωξε να κατέβω εκεί κάτω χτες το βράδυ. Θα υποψιάζονταν ίσως ότι είχα κάποιον ύποπτο λόγο και θα με σφυροκοπούσαν μέχρι να σπάσω".
- "Πώς ξέρεις αν δεν σκέφτηκα το ίδιο πράγμα;"
- "Οι αστυνομικοί είναι κι αυτοί άνθρωποι", είπε ξεκάρφωτα.
- "Έχω ακούσει ότι σαν τέτοιοι ξεκινάνε".
[Ραίημοντ Τσάντλερ, "Αντίο, γλυκειά μου", εκδόσεις Λυχνάρι, 1990 (σελ.: 54)]
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου