Στις 20 και στις 27 Ιουνίου 1865, σε δυο συνεδριάσεις του Γενικού Συμβουλίου τής Διεθνούς Εργατικής Ένωσης, ο Καρλ Μαρξ έκανε μια διάλεξη, προκειμένου να απαντήσει στον Τζον Ουέστον, έναν εργάτη που ισχυριζόταν ότι μια αύξηση των μισθών δεν μπορεί να καλυτερεύσει την κατάσταση των εργατών και ότι η δράση των συνδικάτων πρέπει να χαρακτηριστεί ως επιζήμια. Η εν λόγω διάλεξη δημοσιεύθηκε το 1889 ως μπροσούρα με το τίτλο "Αξία, τιμή και κέρδος". Σήμερα κυκλοφορεί με τον τίτλο "Μισθός, τιμή και κέρδος".
Σ' αυτή την διάλεξη ο Μαρξ, με έναν εξαιρετικά απλό και κατανοητό τρόπο, αναπτύσσει έννοιες όπως μισθός, παραγωγή, νομισματική κυκλοφορία, τιμές, εργατική δύναμη, υπεραξία, αξία της εργατικής δύναμης, κέρδος κλπ. Η κατανοητή γλώσσα του σε καμμιά περίπτωση δεν κάνει έκπτωση στην ανάλυση των αναπτυσσόμενων εννοιών. Έτσι, η μελέτη τού εν λόγω κειμένου γίνεται ιδιαίτερα απαραίτητη στις μέρες μας, καθώς η εργασία δέχεται την επίθεση του κεφαλαίου με τις κάθε λογής "μεταρρυθμίσεις" και "αναδιαρθρώσεις", ενώ οι διάφοροι απολογητές τού κρατούντος συστήματος επιχειρούν να ποτίσουν τα μυαλά των εργαζομένων με στρεβλώσεις της πραγματικότητας, ώστε αυτές οι αναδιαρθρώσεις να περάσουν με το λιγότερο δυνατό κόστος για το σύστημα.
Το "Μισθός, τιμή και κέρδος" αποδομεί παμπάλαιες θεωρίες που ξανασερβίρονται ως καινούργιες και παρουσιάζει τα πράγματα όπως πραγματικά είναι, έστω κι αν στο μεταξύ έχει περάσει ενάμισυς αιώνας. Συνεπώς, η μελέτη του επιβάλλεται. Κι αυτή η αναγκαιότητα ίσως γίνει σαφέστερη από τις τελευταίες παραγράφους του, τις οποίες αναδημοσιεύει σήμερα το ιστολόγιο, αντιγράφοντας από την έκδοση της "Σύγχρονης Εποχής" (υπογραμμίσεις δικές μου):
(...) Όσο για τον περιορισμό της εργάσιμης μέρας στην Αγγλία, όπως σ' όλες τις άλλες χώρες, δεν έγινε ποτέ διαφορετικά παρά με νομοθετική επέμβαση. Χωρίς την απέξω συνεχή πίεση των εργατών, η επέμβαση αυτή δε θα γινόταν ποτέ. Οπωσδήποτε όμως, ο περιορισμός της εργάσιμης μέρας δε θα κατορθωνόταν με ιδιωτική συμφωνία ανάμεσα στους εργάτες και τους κεφαλαιοκράτες. Ακριβώς η αναγκαιότητα αυτή της γενικής πολιτικής δράσης αποδείχνει ότι στην καθαρά οικονομική δράση του το κεφάλαιο είναι το ισχυρότερο μέρος.
Όσο για τα όρια της αξίας της εργασίας, ο πραγματικός καθορισμός της εξαρτάται πάντα από την προσφορά και τη ζήτηση. Εννοώ τη ζήτηση για εργασία από τη μεριά του κεφαλαίου και την προσφορά εργασίας από τους εργάτες. Στις αποικιακές χώρες ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης ευνοεί τον εργάτη. Έτσι εξηγιέται το σχετικά υψηλό επίπεδο των μισθών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το κεφάλαιο μπορεί εκεί να κάνει τα αδύνατα δυνατά, δεν μπορεί όμως να εμποδίσει την αγορά της εργασίας να αδειάζει συνεχώς από τη συνεχή μετατροπή μισθωτών εργατών σε ανεξάρτητους αγρότες νοικοκυραίους. Η θέση του μισθωτού εργάτη για ένα πολύ μεγάλο μέρος του αμερικανικού λαού δεν είναι παρά μια δοκιμαστική κατάσταση που είναι βέβαιο ότι θα την εγκαταλείψει αργά ή γρήγορα. Για να θεραπεύσει αυτή την κατάσταση πραγμάτων στις αποικίες, η πατρική βρετανική κυβέρνηση δέχτηκε για ορισμένο χρονικό διάστημα αυτό που ονομάζεται σύγχρονη θεωρία αποικιοποίησης, που συνίσταται στο να επιβάλλεται μια τεχνητά υψηλή τιμή στην αποικιακή γη, για να εμποδίζεται η πολύ γρήγορη μετατροπή του μισθωτού εργάτη σε ανεξάρτητο αγρότη.
Ας έρθουμε όμως τώρα στις παλιές πολιτισμένες χώρες, όπου το κεφάλαιο κυριαρχεί πάνω σ' ολόκληρη τη διαδικασία παραγωγής. Πάρτε, λ.χ., την άνοδο των μισθών των εργατών γης στην Αγγλία από το 1849 ως το 1859. Ποια ήταν η συνέπειά της; Οι ενοικιαστές γης δεν μπορούσαν, όπως θα τους είχε συμβουλεύσει ο φίλος μας Ουέστον, ούτε ν' ανεβάσουν την αξία του σταριού ούτε καν τις τιμές της αγοράς του. Ήταν, απεναντίας, υποχρεωμένοι να βολευτούν με την πτώση των τιμών. Μέσα σ' αυτά όμως τα έντεκα χρόνια εισάγανε κάθε λογής μηχανές, εφάρμοσαν πιο επιστημονικές μεθόδους, μετάτρεψαν ένα μέρος της καλλιεργήσιμης γης σε βοσκές, αύξησαν την έκταση των κομματιών γης που νοικιάζονται και μαζί μ' αυτό την κλίμακα της παραγωγής. Και μ' αυτές και μ' άλλες μεθόδους που ελάττωναν τη ζήτηση για εργασία χάρη στην αύξηση της παραγωγικής της δύναμης, δημιούργησαν πάλι ένα σχετικό πλεόνασμα του αγροτικού πληθυσμού. Αυτή είναι γενικά, στις από παλιά αποικισμένες χώρες, η μέθοδος με την οποία παρουσιάζεται μια γοργότερη ή αργότερη αντίδραση του κεφαλαίου ενάντια σε μια ύψωση των μισθών. Ο Ρικάρντο σωστά παρατήρησε ότι η μηχανή βρίσκεται σε διαρκή συναγωνισμό με την εργασία και συχνά μπορεί να εφαρμόζεται μόνο όταν η τιμή της εργασίας έχει φτάσει ένα ορισμένο ύψος. Μα η εισαγωγή των μηχανών δεν είναι παρά μια από τις πολλές μεθόδους για την αύξηση της παραγωγικής δύναμης της εργασίας. Ακριβώς αυτή η ίδια η ανάπτυξη, που κάνει σχετικά πληθωρική την ανειδίκευτη εργασία, απλοποιεί, από την άλλη μεριά την ειδικευμένη εργασία κι έτσι της ρίχνει την τιμή.
Τον ίδιο νόμο τον συναντούμε και με άλλη μορφή. Με την ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της εργασίας επιταχύνεται η συσσώρευση του κεφαλαίου, ακόμη και παρά το σχετικά υψηλό επίπεδο των μισθών. Απ’ αυτό θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει, όπως πραγματικά είχε συμπεράνει ο Άνταμ Σμιθ που στον καιρό του η σύγχρονη βιομηχανία βρισκόταν ακόμα στην παιδική της ηλικία, ότι η επιταχυνόμενη συσσώρευση του κεφαλαίου κάνει τη ζυγαριά να κλίνει υπέρ του εργάτη, εξασφαλίζοντας μια όλο και μεγαλύτερη ζήτηση της δουλειάς του. Ξεκινώνατας από την ίδια αυτή άποψη, πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς απορούσαν γιατί ενώ το αγγλικό κεφάλαιο αυξήθηκε, στην τελευταία εικοσαετία, πολύ πιο γρήγορα απ' ό,τι αυξήθηκε ο αγγλικός πληθυσμός, οι μισθοί δεν αυξήθηκαν σημαντικά. Ταυτόχρονα όμως με την πρόοδο της συσσώρευσης συντελείται μια προοδευτική αλλαγή στη σύνθεση του κεφαλαίου. Το μέρος εκείνο του συνολικού κεφαλαίου που αποτελείται από σταθερό κεφάλαιο, από μηχανές, πρώτες ύλες, μέσα παραγωγής σε κάθε δυνατή μορφή, αυξάνεται πιο γρήγορα σε σύγκριση με το άλλο μέρος του κεφαλαίου που ξοδεύεται σε μισθούς ή στην αγορά εργασίας. Ο νόμος αυτός διατυπώθηκε με τρόπο λιγότερο ή περισσότερο ακριβή από τους Μπάρτον, Ρικάρντο, Σισμόντι, από τους καθηγητές Ρίτσαρντ Τζονς, Ράμσεϋ, Σερμπιλιέζ και άλλους.
Αν η αναλογία των δυο αυτών στοιχείων του κεφαλαίου ήταν αρχικά 1 προς 1, με την πρόοδο της βιομηχανίας θα γίνει 5 προς 1 κλπ. Αν από ένα συνολικό κεφάλαιο 600, ξοδεύονται 300 σε εργαλεία, πρώτες ύλες κλπ και 300 σε μισθούς, φτάνει μονάχα να διπλασιαστεί το συνολικό κεφάλαιο για να δημιουργήσει μια ζήτηση για 600 εργάτες αντί για 300. Αν, όμως, από ένα κεφάλαιο 600, ξοδεύονται 500 σε μηχανές, υλικά κλπ και μόνο 100 σε μισθούς, το ίδιο κεφάλαιο πρέπει να αυξηθεί από 600 σε 3.600 για να δημιουργήσει μια ζήτηση για 600 εργάτες όπως έγινε στην πρώτη περίπτωση. Με την πρόοδο της βιομηχανίας, η ζήτηση για εργασία δε συμβαδίζει λοιπόν με τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Θα εξακολουθεί ν' αυξάνεται, αλλά σε μια αναλογία που διαρκώς θα ελαττώνεται σε σύγκριση με την αύξηση του κεφαλαίου.
Αυτές οι λίγες παρατηρήσεις αρκούν να δείξουν ότι ολόκληρη η ανάπτυξη της σύγχρονης βιομηχανίας θα πρέπει να κάνει τη ζυγαριά να κλίνει προοδευτικά υπέρ του κεφαλαιοκράτη κι ενάντια στον εργάτη και ότι επομένως η γενική τάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής δεν είναι να ανεβάζει αλλά να ρίχνει το μέσο επίπεδο των μισθών ή να πιέζει την αξία της εργασίας περισσότερο ή λιγότερο στο κατώτατο όριό της. Επειδή,όμως είναι τέτοια η τάση των πραγμάτων στο σημερινό σύστημα, μήπως αυτό πάει να πει ότι η εργατική τάξη θα έπρεπε να παραιτηθεί από την αντίστασή της ενάντια στους ληστρικούς σφετερισμούς του κεφαλαίου και να εγκαταλείψει τις προσπάθειές της να επωφεληθεί με τον καλύτερο τρόπο από τις ευνοϊκές περιστάσεις για την πρόσκαιρη καλυτέρεψη της θέσης της; Αν το έκανε αυτό, θα ξέπεφτε στην κατάσταση μιας άμορφης μάζας από αφανισμένους φτωχούς διαβόλους που τίποτα δεν μπορεί να τους σώσει. Πιστεύω να έχω αποδείξει ότι οι αγώνες της εργατικής τάξης για το επίπεδο του μισθού της αποτελούν φαινόμενα αχώριστα από τον όλο μισθωτό σύστημα, ότι στις 99 περιπτώσεις από τις 100 οι προσπάθειές της για το ανέβασμα των μισθών δεν είναι παρά προσπάθειες για τη συγκράτηση της δοσμένης αξίας της εργασίας και ότι η ανάγκη του παζαρέματος της τιμής της με τον καπιταλιστή ενυπάρχει στο γεγονός ότι οι εργάτες είναι υποχρεωμένοι να πουλούν οι ίδιοι τον εαυτό τους σαν εμπόρευμα. Αν υποχωρούσαν άνανδρα στην καθημερινή σύγκρουσή τους με το κεφάλαιο, θ' αποδείχνονταν ανίκανοι να επιχειρήσουν ένα οποιοδήποτε πλατύτατο κίνημα.
Ταυτόχρονα, και ολότελα ανεξάρτητα από τη γενική υποδούλωση της εργασίας που συνδέεται με το μισθωτό σύστημα, η εργατική τάξη δεν θα πρέπει να υπερβάλλει την τελική αποτελεσματικότητα των καθημερινών αυτών αγώνων. Δε θα πρέπει να ξεχνά ότι παλεύει ενάντια στα αποτελέσματα κι όχι ενάντια στις αιτίες αυτών των αποτελεσμάτων, ότι καθυστερεί, βέβαια, την προς τα κάτω κίνηση, δεν αλλάζει όμως την κατεύθυνσή της, ότι χρησιμοποιεί καταπραϋντικά φάρμακα, που όμως δεν γιατρεύουν την αρρώστια. Δε θα πρέπει λοιπόν να κατατρίβεται αποκλειστικά σ' αυτόν τον αναπόφευκτο μικροπόλεμο, που ξεπηδά διαρκώς από τούς ατέλειωτους σφετερισμούς του κεφαλαίου ή τις διακυμάνσεις στην αγορά. Θα πρέπει η εργατική τάξη να καταλάβει ότι, μαζί με όλες τις αθλιότητες που της επιβάλλει, το σημερινό σύστημα εγκυμονεί ταυτόχρονα και τους υλικούς όρους και τις κοινωνικές μορφές που είναι απαραίτητες για έναν οικονομικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αντί για το συντηρητικό σύνθημα: "Ένα δίκαιο μεροκάματο για μια δίκαιη εργάσιμη μέρα", θα πρέπει να γράψει στη σημαία της το επαναστατικό σύνθημα: "Κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας".
Ύστερα απ' αυτή τη μεγάλη και, όπως φοβούμαι, κουραστική έκθεση που υποχρεώθηκα να κάνω για να ανταποκριθώ κάπως στο θέμα που συζητιέται, θα ήθελα να κλείσω με την πρόταση να παρθούν οι ακόλουθες αποφάσεις:
Πρώτο. Μια γενική άνοδος του επιπέδου των μισθών θα είχε σαν αποτέλεσμα την πτώση του γενικού ποσοστού κέρδους, χωρίς όμως, για να μιλήσουμε γενικά, να επηρεάσει τις τιμές των εμπορευμάτων.
Δεύτερο. Η γενική τάση της καπιταλιστικής παραγωγής δεν είναι ν' ανεβάζει αλλά να κατεβάζει το μέσο επίπεδο των μισθών.
Τρίτο. Οι εργατικές ενώσεις προσφέρουν καλή υπηρεσία σαν κέντρα αντίστασης ενάντια στους σφετερισμούς του κεφαλαίου. Αποτυχαίνουν μερικά στο σκοπό τους, όταν δεν κάνουν σωστή χρήση της δύναμής τους. Αποτυχαίνουν ολοκληρωτικά στο σκοπό τους όταν περιορίζονται σ' ενα μικροπόλεμο ενάντια στα αποτελέσματα του σημερινού συστήματος, αντί να προσπαθούν ταυτόχρονα να το αλλάξουν, αντί να χρησιμοποιούν τις οργανωμένες δυνάμεις τους σαν ένα μοχλό για την τελική απελευθέρωση της εργατικής τάξης, δηλαδή, για την οριστική κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας.
Σ' αυτή την διάλεξη ο Μαρξ, με έναν εξαιρετικά απλό και κατανοητό τρόπο, αναπτύσσει έννοιες όπως μισθός, παραγωγή, νομισματική κυκλοφορία, τιμές, εργατική δύναμη, υπεραξία, αξία της εργατικής δύναμης, κέρδος κλπ. Η κατανοητή γλώσσα του σε καμμιά περίπτωση δεν κάνει έκπτωση στην ανάλυση των αναπτυσσόμενων εννοιών. Έτσι, η μελέτη τού εν λόγω κειμένου γίνεται ιδιαίτερα απαραίτητη στις μέρες μας, καθώς η εργασία δέχεται την επίθεση του κεφαλαίου με τις κάθε λογής "μεταρρυθμίσεις" και "αναδιαρθρώσεις", ενώ οι διάφοροι απολογητές τού κρατούντος συστήματος επιχειρούν να ποτίσουν τα μυαλά των εργαζομένων με στρεβλώσεις της πραγματικότητας, ώστε αυτές οι αναδιαρθρώσεις να περάσουν με το λιγότερο δυνατό κόστος για το σύστημα.
Το "Μισθός, τιμή και κέρδος" αποδομεί παμπάλαιες θεωρίες που ξανασερβίρονται ως καινούργιες και παρουσιάζει τα πράγματα όπως πραγματικά είναι, έστω κι αν στο μεταξύ έχει περάσει ενάμισυς αιώνας. Συνεπώς, η μελέτη του επιβάλλεται. Κι αυτή η αναγκαιότητα ίσως γίνει σαφέστερη από τις τελευταίες παραγράφους του, τις οποίες αναδημοσιεύει σήμερα το ιστολόγιο, αντιγράφοντας από την έκδοση της "Σύγχρονης Εποχής" (υπογραμμίσεις δικές μου):
(...) Όσο για τον περιορισμό της εργάσιμης μέρας στην Αγγλία, όπως σ' όλες τις άλλες χώρες, δεν έγινε ποτέ διαφορετικά παρά με νομοθετική επέμβαση. Χωρίς την απέξω συνεχή πίεση των εργατών, η επέμβαση αυτή δε θα γινόταν ποτέ. Οπωσδήποτε όμως, ο περιορισμός της εργάσιμης μέρας δε θα κατορθωνόταν με ιδιωτική συμφωνία ανάμεσα στους εργάτες και τους κεφαλαιοκράτες. Ακριβώς η αναγκαιότητα αυτή της γενικής πολιτικής δράσης αποδείχνει ότι στην καθαρά οικονομική δράση του το κεφάλαιο είναι το ισχυρότερο μέρος.
Όσο για τα όρια της αξίας της εργασίας, ο πραγματικός καθορισμός της εξαρτάται πάντα από την προσφορά και τη ζήτηση. Εννοώ τη ζήτηση για εργασία από τη μεριά του κεφαλαίου και την προσφορά εργασίας από τους εργάτες. Στις αποικιακές χώρες ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης ευνοεί τον εργάτη. Έτσι εξηγιέται το σχετικά υψηλό επίπεδο των μισθών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το κεφάλαιο μπορεί εκεί να κάνει τα αδύνατα δυνατά, δεν μπορεί όμως να εμποδίσει την αγορά της εργασίας να αδειάζει συνεχώς από τη συνεχή μετατροπή μισθωτών εργατών σε ανεξάρτητους αγρότες νοικοκυραίους. Η θέση του μισθωτού εργάτη για ένα πολύ μεγάλο μέρος του αμερικανικού λαού δεν είναι παρά μια δοκιμαστική κατάσταση που είναι βέβαιο ότι θα την εγκαταλείψει αργά ή γρήγορα. Για να θεραπεύσει αυτή την κατάσταση πραγμάτων στις αποικίες, η πατρική βρετανική κυβέρνηση δέχτηκε για ορισμένο χρονικό διάστημα αυτό που ονομάζεται σύγχρονη θεωρία αποικιοποίησης, που συνίσταται στο να επιβάλλεται μια τεχνητά υψηλή τιμή στην αποικιακή γη, για να εμποδίζεται η πολύ γρήγορη μετατροπή του μισθωτού εργάτη σε ανεξάρτητο αγρότη.
Ας έρθουμε όμως τώρα στις παλιές πολιτισμένες χώρες, όπου το κεφάλαιο κυριαρχεί πάνω σ' ολόκληρη τη διαδικασία παραγωγής. Πάρτε, λ.χ., την άνοδο των μισθών των εργατών γης στην Αγγλία από το 1849 ως το 1859. Ποια ήταν η συνέπειά της; Οι ενοικιαστές γης δεν μπορούσαν, όπως θα τους είχε συμβουλεύσει ο φίλος μας Ουέστον, ούτε ν' ανεβάσουν την αξία του σταριού ούτε καν τις τιμές της αγοράς του. Ήταν, απεναντίας, υποχρεωμένοι να βολευτούν με την πτώση των τιμών. Μέσα σ' αυτά όμως τα έντεκα χρόνια εισάγανε κάθε λογής μηχανές, εφάρμοσαν πιο επιστημονικές μεθόδους, μετάτρεψαν ένα μέρος της καλλιεργήσιμης γης σε βοσκές, αύξησαν την έκταση των κομματιών γης που νοικιάζονται και μαζί μ' αυτό την κλίμακα της παραγωγής. Και μ' αυτές και μ' άλλες μεθόδους που ελάττωναν τη ζήτηση για εργασία χάρη στην αύξηση της παραγωγικής της δύναμης, δημιούργησαν πάλι ένα σχετικό πλεόνασμα του αγροτικού πληθυσμού. Αυτή είναι γενικά, στις από παλιά αποικισμένες χώρες, η μέθοδος με την οποία παρουσιάζεται μια γοργότερη ή αργότερη αντίδραση του κεφαλαίου ενάντια σε μια ύψωση των μισθών. Ο Ρικάρντο σωστά παρατήρησε ότι η μηχανή βρίσκεται σε διαρκή συναγωνισμό με την εργασία και συχνά μπορεί να εφαρμόζεται μόνο όταν η τιμή της εργασίας έχει φτάσει ένα ορισμένο ύψος. Μα η εισαγωγή των μηχανών δεν είναι παρά μια από τις πολλές μεθόδους για την αύξηση της παραγωγικής δύναμης της εργασίας. Ακριβώς αυτή η ίδια η ανάπτυξη, που κάνει σχετικά πληθωρική την ανειδίκευτη εργασία, απλοποιεί, από την άλλη μεριά την ειδικευμένη εργασία κι έτσι της ρίχνει την τιμή.
Τον ίδιο νόμο τον συναντούμε και με άλλη μορφή. Με την ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της εργασίας επιταχύνεται η συσσώρευση του κεφαλαίου, ακόμη και παρά το σχετικά υψηλό επίπεδο των μισθών. Απ’ αυτό θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει, όπως πραγματικά είχε συμπεράνει ο Άνταμ Σμιθ που στον καιρό του η σύγχρονη βιομηχανία βρισκόταν ακόμα στην παιδική της ηλικία, ότι η επιταχυνόμενη συσσώρευση του κεφαλαίου κάνει τη ζυγαριά να κλίνει υπέρ του εργάτη, εξασφαλίζοντας μια όλο και μεγαλύτερη ζήτηση της δουλειάς του. Ξεκινώνατας από την ίδια αυτή άποψη, πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς απορούσαν γιατί ενώ το αγγλικό κεφάλαιο αυξήθηκε, στην τελευταία εικοσαετία, πολύ πιο γρήγορα απ' ό,τι αυξήθηκε ο αγγλικός πληθυσμός, οι μισθοί δεν αυξήθηκαν σημαντικά. Ταυτόχρονα όμως με την πρόοδο της συσσώρευσης συντελείται μια προοδευτική αλλαγή στη σύνθεση του κεφαλαίου. Το μέρος εκείνο του συνολικού κεφαλαίου που αποτελείται από σταθερό κεφάλαιο, από μηχανές, πρώτες ύλες, μέσα παραγωγής σε κάθε δυνατή μορφή, αυξάνεται πιο γρήγορα σε σύγκριση με το άλλο μέρος του κεφαλαίου που ξοδεύεται σε μισθούς ή στην αγορά εργασίας. Ο νόμος αυτός διατυπώθηκε με τρόπο λιγότερο ή περισσότερο ακριβή από τους Μπάρτον, Ρικάρντο, Σισμόντι, από τους καθηγητές Ρίτσαρντ Τζονς, Ράμσεϋ, Σερμπιλιέζ και άλλους.
Έκδοση: Σικάγο, 1913 |
Αυτές οι λίγες παρατηρήσεις αρκούν να δείξουν ότι ολόκληρη η ανάπτυξη της σύγχρονης βιομηχανίας θα πρέπει να κάνει τη ζυγαριά να κλίνει προοδευτικά υπέρ του κεφαλαιοκράτη κι ενάντια στον εργάτη και ότι επομένως η γενική τάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής δεν είναι να ανεβάζει αλλά να ρίχνει το μέσο επίπεδο των μισθών ή να πιέζει την αξία της εργασίας περισσότερο ή λιγότερο στο κατώτατο όριό της. Επειδή,όμως είναι τέτοια η τάση των πραγμάτων στο σημερινό σύστημα, μήπως αυτό πάει να πει ότι η εργατική τάξη θα έπρεπε να παραιτηθεί από την αντίστασή της ενάντια στους ληστρικούς σφετερισμούς του κεφαλαίου και να εγκαταλείψει τις προσπάθειές της να επωφεληθεί με τον καλύτερο τρόπο από τις ευνοϊκές περιστάσεις για την πρόσκαιρη καλυτέρεψη της θέσης της; Αν το έκανε αυτό, θα ξέπεφτε στην κατάσταση μιας άμορφης μάζας από αφανισμένους φτωχούς διαβόλους που τίποτα δεν μπορεί να τους σώσει. Πιστεύω να έχω αποδείξει ότι οι αγώνες της εργατικής τάξης για το επίπεδο του μισθού της αποτελούν φαινόμενα αχώριστα από τον όλο μισθωτό σύστημα, ότι στις 99 περιπτώσεις από τις 100 οι προσπάθειές της για το ανέβασμα των μισθών δεν είναι παρά προσπάθειες για τη συγκράτηση της δοσμένης αξίας της εργασίας και ότι η ανάγκη του παζαρέματος της τιμής της με τον καπιταλιστή ενυπάρχει στο γεγονός ότι οι εργάτες είναι υποχρεωμένοι να πουλούν οι ίδιοι τον εαυτό τους σαν εμπόρευμα. Αν υποχωρούσαν άνανδρα στην καθημερινή σύγκρουσή τους με το κεφάλαιο, θ' αποδείχνονταν ανίκανοι να επιχειρήσουν ένα οποιοδήποτε πλατύτατο κίνημα.
Ταυτόχρονα, και ολότελα ανεξάρτητα από τη γενική υποδούλωση της εργασίας που συνδέεται με το μισθωτό σύστημα, η εργατική τάξη δεν θα πρέπει να υπερβάλλει την τελική αποτελεσματικότητα των καθημερινών αυτών αγώνων. Δε θα πρέπει να ξεχνά ότι παλεύει ενάντια στα αποτελέσματα κι όχι ενάντια στις αιτίες αυτών των αποτελεσμάτων, ότι καθυστερεί, βέβαια, την προς τα κάτω κίνηση, δεν αλλάζει όμως την κατεύθυνσή της, ότι χρησιμοποιεί καταπραϋντικά φάρμακα, που όμως δεν γιατρεύουν την αρρώστια. Δε θα πρέπει λοιπόν να κατατρίβεται αποκλειστικά σ' αυτόν τον αναπόφευκτο μικροπόλεμο, που ξεπηδά διαρκώς από τούς ατέλειωτους σφετερισμούς του κεφαλαίου ή τις διακυμάνσεις στην αγορά. Θα πρέπει η εργατική τάξη να καταλάβει ότι, μαζί με όλες τις αθλιότητες που της επιβάλλει, το σημερινό σύστημα εγκυμονεί ταυτόχρονα και τους υλικούς όρους και τις κοινωνικές μορφές που είναι απαραίτητες για έναν οικονομικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αντί για το συντηρητικό σύνθημα: "Ένα δίκαιο μεροκάματο για μια δίκαιη εργάσιμη μέρα", θα πρέπει να γράψει στη σημαία της το επαναστατικό σύνθημα: "Κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας".
Ύστερα απ' αυτή τη μεγάλη και, όπως φοβούμαι, κουραστική έκθεση που υποχρεώθηκα να κάνω για να ανταποκριθώ κάπως στο θέμα που συζητιέται, θα ήθελα να κλείσω με την πρόταση να παρθούν οι ακόλουθες αποφάσεις:
Πρώτο. Μια γενική άνοδος του επιπέδου των μισθών θα είχε σαν αποτέλεσμα την πτώση του γενικού ποσοστού κέρδους, χωρίς όμως, για να μιλήσουμε γενικά, να επηρεάσει τις τιμές των εμπορευμάτων.
Δεύτερο. Η γενική τάση της καπιταλιστικής παραγωγής δεν είναι ν' ανεβάζει αλλά να κατεβάζει το μέσο επίπεδο των μισθών.
Τρίτο. Οι εργατικές ενώσεις προσφέρουν καλή υπηρεσία σαν κέντρα αντίστασης ενάντια στους σφετερισμούς του κεφαλαίου. Αποτυχαίνουν μερικά στο σκοπό τους, όταν δεν κάνουν σωστή χρήση της δύναμής τους. Αποτυχαίνουν ολοκληρωτικά στο σκοπό τους όταν περιορίζονται σ' ενα μικροπόλεμο ενάντια στα αποτελέσματα του σημερινού συστήματος, αντί να προσπαθούν ταυτόχρονα να το αλλάξουν, αντί να χρησιμοποιούν τις οργανωμένες δυνάμεις τους σαν ένα μοχλό για την τελική απελευθέρωση της εργατικής τάξης, δηλαδή, για την οριστική κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας.
2 σχόλια:
Όλα τα λεφτά η τελευταία παράγραφος.
Τόλης
Αυτά που κατάλαβα εγώ:
1. Το Κεφάλαιο έχει στην διάθεση του εργάτες και μηχανές.
2. Για να αυξήσει το Κέρδος, στη μια περίπτωση αυξάνει την προσφορά εργατικής δύναμης με διάφορες πολιτικές όπως να τους εμποδίσει να αγοράσουν φτηνή γη και να γίνουν αγρότες (τότε). Ή σήμερα, σκέφτομαι εγώ, να τους εμποδίσει να γίνονται δημόσιοι υπάλληλοι μειώνοντας τους μισθούς και τις παροχές στο δημόσιο. Ή να αυξάνει τον αριθμό των προσφερόμενων εργατών με την ελεύθερη κίνηση εργατικού δυναμικού (π.χ. ΕΕ), την αύξηση του ορίου σύνταξης, κ.α.
3. Παράλληλα επενδύει σε νέα τεχνολογία και μηχανές που θα αντικαταστήσουν εργάτες. Αυτό, από μια άποψη, είναι και η θετική δύναμη του Καπιταλισμού και τα κρατάμε για όταν θα τον γκρεμίσουμε ώστε να τις βάλουμε, τις μηχανές, να δουλεύουν για την Κοινωνία.
4. Επειδή αυτός ο μηχανισμός (της αύξησης του Κέρδους) είναι "βαρύς" (το momentum στην Μηχανική) υπάρχουν συγκυρίες που οι μισθοί ανεβαίνουν. Μέχρι ο μηχανισμός να πάρει τα πάνω του, να ισοζυγίσει, και να τους κατεβάσει.
5. Επίσης υπάρχουν σε κάθε τεχνολογική περίοδο οι ανειδίκευτοι (που ίσως ήταν ειδικευμένοι στην προηγούμενη εποχή) και οι ειδικευμένοι εργάτες/εργαζόμενοι. Οι μισθοί τους θα είναι διαφορετικοί, οι μεν θα είναι χαμένοι, οι δε κερδισμένοι. Μέχρι να αλλάξει η τεχνολογία, να έλθουν νέες μηχανές να αντικαταστήσουν τις παλιές και τους χειριστές τους με άλλους πιο ειδικευμένους.
6. Λογικά οι νέες μηχανές θα απαιτούν λιγότερη ανθρώπινη παρέμβαση, θα παράγουν περισσότερα με λιγότερους χειριστές. Άρα οι ειδικευμένοι (οι περιστασιακά κερδισμένοι) όλο και θα μειώνονται στον χρόνο.
7. Δηλαδή παρά τις όποιες περιστασιακές αυξήσεις σε μισθούς, η τάση στον χρόνο και στον μέσο όρο του πληθυσμού είναι οι μισθοί να μειώνονται, σύμφωνα με το Καπιταλιστικό μοντέλο.
8. Οι εργαζόμενοι πρέπει να καταλάβουν ότι το περιστασιακό δεν είναι μόνιμο και να δώσουν περισσότερη ενέργεια στο να αλλάξουν αυτό το μοντέλο και λιγότερη στο να πιέζουν για αυξήσεις και παροχές μέσα σε αυτό γιατί έτσι, στον χρόνο, στην τελική, θα είναι αυτοί ή τα παιδιά τους χαμένοι.
δεκτές διορθώσεις, συμπληρώσεις,
ΑΧΠ
Δημοσίευση σχολίου