Πνευματικά δικαιώματα δεν υπάρχουν. Οι ιδέες πρέπει να κυκλοφορούν ελεύθερα. Άρα...
... η αντιγραφή όχι απλώς επιτρέπεται αλλά είναι και επιθυμητή, ακόμη και χωρίς αναφορά της πηγής!

Η γλώσσα κόκκαλα τσακίζει

- "Ο λόγος που μ' άφησες έξω από την υπόθεση", είπε ήσυχα, "ήταν ότι νόμισες πως η αστυνομία δεν θα πίστευε ότι σκέτη περιέργεια μ' έσπρωξε να κατέβω εκεί κάτω χτες το βράδυ. Θα υποψιάζονταν ίσως ότι είχα κάποιον ύποπτο λόγο και θα με σφυροκοπούσαν μέχρι να σπάσω".
- "Πώς ξέρεις αν δεν σκέφτηκα το ίδιο πράγμα;"
- "Οι αστυνομικοί είναι κι αυτοί άνθρωποι", είπε ξεκάρφωτα.
- "Έχω ακούσει ότι σαν τέτοιοι ξεκινάνε".

[Ραίημοντ Τσάντλερ, "Αντίο, γλυκειά μου", εκδόσεις Λυχνάρι, 1990 (σελ.: 54)]

24 Δεκεμβρίου 2014

Ακόμα μια φορά περί μετάβασης

Το τελευταίο φύλλο του πριν περιείχε ένα άρθρο κριτικής στο κόμμα για τη στάση του στο ζήτημα της εκλογής πτδ (ότι δηλ δεν κατεβάζει τον κόσμο στους δρόμους και σε απεργίες (!) τις μέρες των ψηφοφοριών), το οποίο απασχόλησε και κάποια κόκκινα ιστολόγια. Αναφέρω παρεμπιπτόντως –και συμπληρωματικά σε όσα λέει εδώ ο trash- πως τα σωματεία (και βασικά οι οργανώσεις) του χώρου μπορεί να μην κατέβηκαν σε απεργιακή κινητοποίηση, αλλά συμμετείχαν στη χτεσινή συγκέντρωση στο σύνταγμα, στο περιθώριο της δεύτερης ψηφοφορίας, που είχε έντονα αντάριζα χαρακτηριστικά και διεκδικούσε… έλα ντε. Ομολογώ πως αυτό το σημείο δεν το κατάλαβα πολύ καλά. Πιθανότατα κάτι σαν «αστικό πατατάκι» αλλά από φιλολαϊκή σκοπιά, με το λαό στο τιμόνι των εξελίξεων, ξέρω γω. Ένα ακόμα ελπιδοφόρο κίνημα (το κίνημα-πατατάκι), που έρχεται να προστεθεί στο μεγάλο κίνημα της πατάτας κι άλλες αντίστοιχες σύγχρονες μορφές «αγωνιστικής διεκδίκησης». 
 
Η κριτική του συγκεκριμένου άρθρου ωστόσο δεν ήταν η καλύτερη στιγμή του κυριακάτικου φύλλου –πιθανότατα κέρδισε την προσοχή των κόκκινων ιστογράφων, επειδή κυκλοφόρησε και διαδικτυακά την επόμενη μέρα. Στην ίδια σελίδα πάντως, μπορεί να διαβάσει κανείς στο κομμάτι του παναγιώτη μαυροειδή τα εξής: 
 
Το ΚΚΕ σηκώνει τους τόνους απέναντι στο κεφάλαιο και την ΕΕ, αλλά ως εκεί. Στόχος ανατροπής της κανιβαλικής πολιτικής δεν τίθεται επί τάπητος, ούτε υπηρετείται από αντίστοιχη μαχητική ανατρεπτική δράση στο εργατικό κίνημα. Το δίπτυχο της απάντησης είναι τούτο: Από τη μια, ελεγχόμενοι αγώνες χαμηλής έντασης (τελευταία μάλιστα υπό τη σκέπη της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ), με αιτήματα «ανακούφισης» ίδια με αυτά του ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη, κομματική συσπείρωση, προπαγάνδα και κοινοβουλευτική ενίσχυση, στην προοπτικής της «λαϊκής εξουσίας και οικονομίας». Και από εδώ ως εκεί; Η μόνη απάντηση είναι αυτή που είχε δοθεί στο πρόσφατο συνέδριό του: Χάος και τυχαιότητα, δηλαδή «σε κάποιο παροξυσμό μιας κρίσης ή πολέμου, όλα μπορούν να συμβούν». 
 
Για να πω τη μαύρη αλήθεια μου, δεν έχω καταλάβει τι ακριβώς θεωρείται αγώνας χαμηλής έντασης, αλλά υποθέτω πως στον αντίποδά τους, ως αγώνες υψηλής έντασης (220 βολτ, νιώθω στο κορμί να με χτυπούν), λογίζονται προφανώς οι χτεσινές συγκεντρώσεις –που έχουν τελείως διαφορετικά αιτήματα από του σύριζα και δεν υποτάσσονται στον κυβερνητικό κρετινισμό του- οι πορείες της 6ης δεκέμβρη κι η αναιμική παρουσία του συντονισμού στην τελευταία απεργία, όπου μπορεί να συμπορεύτηκε και πάλι με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία της γσεε, αλλά αυτό δε σημαίνει πως ήταν κι υπό τη σκέπη της –και αν δεν καταλαβαίνεις πόσο βαθιά διαλεκτική κρύβεται σε αυτή την τακτική σφε αναγνώστη, φταίει το δογματικό μας το μυαλό και τίποτα άλλο.
 
Ας μείνουμε λίγο παραπάνω όμως σε αυτή την τελευταία φράση: χάος και τυχαιότητα. Κι η αντίθετη γραμμή θα μπορούσε να συνοψιστεί σε εκείνο το στίχο του άσιμου: όλα στο πρόγραμμα, όλα με σχέδιο, πρωτοκολλήσαμε τον έρωτα. Που όπως είδαμε και στην χτεσινή ανάρτηση, έχει πολλά κοινά στοιχεία με την επανάσταση.
 
Σε κάποιο παλιότερο κείμενό του ο μαυροειδής έγραφε πως το (περιβόητο) μεταβατικό πρόγραμμα παίζει κατά κάποιον τρόπο με την άγνοια κινδύνου του λαού, στον οποίο απευθύνεται. Αυτό βέβαια μπορεί να φαντάζει πολύ καλή τακτική, για να ρίξεις μια άπειρη και συνεσταλμένη κοπέλα που έχεις βάλει στο μάτι, προβάλλοντας το μεταβατικό αίτημα να της δείξεις πχ μια φοβερή συλλογή δίσκων, ενώ ο τελικός σου σκοπός είναι άλλος. Όχι όμως και για να πέσει μια πολύπειρη αστική εξουσία, που κρατάει δεμένο χειροπόδαρα το λαό με χίλια δεσμά και πρωτίστως με την απειλή του φόβου –στον οποίο ακριβώς παραπέμπει η φράση περί άγνοιας κινδύνου, που είδαμε παραπάνω. Λες και μπορούμε να οδηγηθούμε στην επαναστατική μετάβαση ξεγελώντας τους φόβους ενός μαγκωμένου λαού, χωρίς μια συνολική προοπτική που θα τον εμπνέει και θα τον θέσει δυναμικά στο προσκήνιο.
 
Το βασικό πρόβλημα των διάφορων μεταβατικών σχεδίων επί χάρτου που έχουν αναπτυχθεί κατά καιρούς, είναι πως δε σχεδιάζουν τη συγκέντρωση δυνάμεων για το επαναστατικό άλμα - πέρασμα, αλλά στην πραγματικότητα καταλήγουν να αναιρούν αυτό το τελευταίο και να το υποκαθιστούν με μια σειρά μικρά μεταβατικά βήματα –ή ελαφρά πηδηματάκια, όπως συνηθίζουμε να τα λέμε- που, όταν δεν καταλήγουν στο κενό, απλώς σημαίνουν (την) υποχώρηση από τις απαιτήσεις των καιρών ως προς τις απαντήσεις που δίνουμε. Αντί για μια πολυκύμαντη άνοδο του επαναστατικού κινήματος, γεμάτη ζιγκ-ζαγκ, πισωγυρίσματα και αντιφάσεις, έχουμε μια ευθύγραμμη, εξελικτική πορεία από το μικρότερο στο μεγαλύτερο και από τις μεταρρυθμίσεις στην επανάσταση. Ο πλούτος και η ευελιξία της κίνησης του κοινωνικού προτσές, των μορφών που μπορεί να πάρει το επαναστατικό πέρασμα και των διόδων μέσα από τις οποίες θα εκδηλωθεί, βαφτίζεται χάος και τυχαιότητα. Και επιχειρείται –όχι να προβλεφτεί στα βασικά του χαρακτηριστικά, αλλά- να προεξοφληθεί και να κλειστεί σε ένα προκαθορισμένο καλούπι, αδόκιμο και ρεφορμιστικό, ως το μόνο ικανό τάχα, για την προσέγγιση της επαναστατικής διαδικασίας –που μολαταύτα καθίσταται περιττή.
 
Το ίδιο πρόβλημα παραμένει σε άλλες προσεγγίσεις, όπως του ρούση στο τελευταίο του βιβλίο, όπου συνδέει τη μετάβαση με τον κυβερνητικό κρίκο, καταλήγοντας να απαντά στο διαχρονικό και επίκαιρο ερώτημα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση», που είχε θέσει στην εποχή της η λούξεμπουργκ, ένα αμφίσημο «και τα δύο», με το δεύτερο να παραπέμπεται σε κάποιο απώτερο μέλλον. Αλλά πώς προκύπτει η επαναστατική συνείδηση, εφόσον στην αστική κοινωνία η κυρίαρχη ιδεολογία θα είναι πάντα η ιδεολογία της κυρίαρχης αστικής τάξη; Ο ρούσης δε συνδέει την επαναστατική αλλαγή των συνειδήσεων μόνο με τη ραγδαία μεταβολή τους κατά την επαναστατική περίοδο, οπότε και σπάνε συνήθειες και αποστήματα χρόνων. Αλλά με μια μεταβατική περίοδο και ένα μεταβατικό, κοινωνικό είναι που θα καθορίσει αντίστοιχα και την κοινωνική συνείδηση. Με άλλα λόγια παραδέχεται ανοιχτά σχεδόν την παρεμβολή ενός ενδιάμεσου μεταβατικού σταδίου, καταφέρνοντας τουλάχιστον να είναι πιο συνεπής στη λογική του μεταβατικού προγράμματος (και της κυβέρνησης που θα κληθεί να το εφαρμόσει) από ό,τι άλλες πιο «ριζοσπαστικές» εκδοχές του, που αρνούνται θεωρητικά την ανάγκη διαμεσολάβησης ενός τέτοιου κρίκου.
 
Σε παλιότερες αναρτήσεις, είχαμε αναφερθεί αναλυτικά και σε άλλες πτυχές σχετικά με τη μετάβαση και τη διαμόρφωση της επαναστατικής συνείδησης: την κατηγορία περί οικονομισμού και προβολής στενά οικονομικών, συνδικαλιστικών αιτημάτων. Την κατηγορία για εμμονή στην ιδεολογική ζύμωση κι υποτίμηση της σημασίας του πολιτικού αγώνα, των ενδιάμεσων πολιτικών στόχων και της ανάγκης να πειστούν οι μάζες από τους την εμπειρία. Δεν κρίνεται συνεπώς σκόπιμο να επεκταθούμε και εδώ.
 
Περνάμε λοιπόν στον προγραμματικό λόγο του κουκουέ. Το πρόγραμμα του 15ου συνεδρίου είχε βασικά πλεονεκτήματα αλλά και μειονεκτήματα, που είναι καλύτερο να αναλυθούν ξεχωριστά σε κάποια άλλη ανάρτηση και να μην τα περάσουμε επί τροχάδην. Αναφέρω ενδεικτικά στη δεύτερη κατηγορία κάποιες ασαφείς διατυπώσεις-θέσεις (πχ «μπορεί να προκύψει κυβέρνηση», που μπορεί να σημαίνει «δύναται», αλλά και «ενδέχεται») που προσπαθούσαν μάλλον να συγκεράσει διαφορετικές πολιτικές λογικές. Και στην πρώτη κατηγορία την εμπεριστατωμένη ανάλυση του χαρακτήρα του ααδμ και κάποιων προεπαναστατικών ενδεχόμενων, που θα καλούνταν να αντιμετωπίσει. Το νέο πρόγραμμα του κόμματος δεν περιλαμβάνει αντίστοιχη ανάλυση, καθώς δίνει βάρος στην περιγραφή της κοινωνίας για την οποία καλούνται να παλέψουν οι κομμουνιστές που οργανώνονται στο κόμμα.
 
Πώς θα φτάσουμε ως εκεί όμως; Οι επεξεργασίες του κόμματος συνδέουν την επαναστατική κατάσταση αφενός με τον αντικειμενικό παράγοντα –τον οποίο καλείται να αξιοποιήσει, εφόσον είναι σε ετοιμότητα, ο υποκειμενικός- και αφετέρου με την όξυνση των αντιθέσεων του συστήματος και το ενδεχόμενο να οδηγήσουν σε κάποια πολεμική σύγκρουση.
 
Αν κάποιος διαφωνεί με τα παραπάνω, έρχεται πιθανότατα σε σύγκρουση όχι με «τον ηγετικό πυρήνα του κουκουέ», αλλά με την ιστορική πείρα όλων σχεδόν των επαναστατικών εγχειρημάτων και τα παραδείγματα που μας προσφέρουν για να μελετήσουμε και να βγάλουμε συμπεράσματα. Αν πάλι κάποιος θεωρεί πως πρέπει να σκύψουμε επισταμένα πάνω σε αυτή την πείρα, εξειδικεύοντας τα σχετικά συμπεράσματα και τις επεξεργασίες μας, θα με βρει προσωπικά σύμφωνο.
 
Η όποια εξειδίκευση δεν μπορεί φυσικά να καταλήγει σε έτοιμες συνταγές για την κουζίνα του μέλλοντος κι εγκεφαλικά επεξεργασμένα σχέδια –που επικαλούνται την τακτική ευελιξία, χωρίς να έχουν καν τη λογική δοκιμής-απόρριψης μέσων και συνθημάτων. Το περιβόητο μεταβατικό πρόγραμμα παραμένει εδώ και μερικά χρόνια ίδιο κι απαράλλαχτο, όπως γεννήθηκε στο μυαλό των επινοητών του.
 
Αυτή η ανάλυση πρέπει κατά τη γνώμη μου να εξηγεί πώς θα δυναμώσει αποφασιστικά το εργατικό κίνημα, πώς θα ανέβει σημαντικά η ικανότητά του να διεκδικεί και να αποσπά επιμέρους κατακτήσεις που να ανεβάζουν την αυτοπεποίθησή του και το γενικό αγωνιστικό φρόνημα, πώς θα ανέβει το επίπεδο συνειδητοποίησης της εργατικής τάξης. Στα πλαίσια αυτά, η πρόταση του κουκουέ, όπως την καταλαβαίνω εγώ τουλάχιστον, βάζει τα εξής σημαντικά ζητήματα: πολιτικοποίηση των αγώνων που αναπτύσσονται, μακριά από τη λογική της ανάθεσης και τις κυβερνητικές αυταπάτες που τάχα θα φέρουν άμεσες λύσεις (το μόνο άμεσο, αλλά και μακροχρόνιο θα είναι η απογοήτευση, απ’ όσους τρέφουν φρούδες ελπίδες). Κι είναι κομβικά ζητήματα, που –αν δεν τα βάζει μόνο αυτό, πάντως- το κόμμα τα θέτει με μεγαλύτερη συνέπεια από οποιαδήποτε άλλη πολιτική δύναμη.

 
Υστερόγραφα
 
-Τα παραπάνω λέγονται χωρίς καμία διάθεση-δόση αυταρέσκειας κι ευλογίας γενιών «μπαρμπαρόσα, νικήσαμε, ζήτω και γεια». Το ζήτημα της σύνδεσης του πολέμου με την επαναστατική κατάσταση είναι κομβικό και δεν έχει εξεταστεί όσο αναλυτικά χρειάζεται. Αλλά δεν είναι δυνατό να στριμωχτεί στα όρια ενός υστερόγραφου. 
 
-Είναι άδικο ωστόσο να μην αναγνωρίσει κανείς τη θαυμαστή ευελιξία του εξωκοινοβουλευτικού χυλού εν όψει των εκλογών, και τις συγκυριακές συμμαχίες που κλείνουν με διαδικασίες φαστ-τρακ, χωρίς να περάσουν καν από κάποια συνδιάσκεψη ή κάποια αντίστοιχη διαδικασία. Αλλά και αυτό το θέμα έχει αρκετό ζουμί (και πλάκα), για να το εξαντλήσουμε σε ένα υστερόγραφο.
 
 
 
[Δύσκολη αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα τοποθέτηση/ανάλυση από το ιστολόγιο γνώμης "Σφυροδρέπανο", την οποία αναδημοσιεύω επειδή, κατά την γνώμη μου, δεν αφορά μόνο τα μέλη ή τους οπαδούς τού ΚΚΕ. - Τηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου και έγινε σεβαστή η άποψη του συντάκτη για την χρήση των κεφαλαίων.]

Δεν υπάρχουν σχόλια: